Σχετικά άρθρα
ΕΙΡΗΝΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Τετάρτη, 02 Αύγουστος 2017 10:04 |
Ειρήνη του Αριστοφάνη Το έργο Οι θεοί τιμωρούν τους Έλληνες για τον εμφύλιο σπαραγμό τους, εγκαταλείποντας τον Όλυμπο. Τη θεϊκή εξουσία σφετερίζεται ο Πόλεμος που κλειδώνει την Ειρήνη σε μια σπηλιά κι έτσι οι Έλληνες πολεμούν μεταξύ τους ασταμάτητα, η γη εγκαταλείπεται και οι σοδειές καταστρέφονται. Ένας αμπελουργός σε απόγνωση, ο Τρυγαίος, αποφασίζει να πάει στον Όλυμπο, πετώντας πάνω σ’ ένα σκαθάρι, για να απελευθερώσει την Ειρήνη, που όχι μόνο θα συμφιλιώσει τους εχθρούς, αλλά θα αναγεννήσει και τη φύση. Η Ειρήνη παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια, αποσπώντας το δεύτερο βραβείο, το 421 π.Χ., λίγες μόλις ημέρες πριν από τη σύναψη της Νικιείου Ειρήνης, που συνοδευόταν από ελπίδες για το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αυτή ακριβώς η εύθραυστη, όπως αποδείχθηκε, ισορροπία μεταξύ του πολέμου και της ειρήνης, το ηρακλείτειο ρητό «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί» και το ακανθώδες ερώτημα κατά πόσο η ειρήνη είναι συνώνυμο της ευτυχίας και της αρετής εμπνέουν τους συντελεστές της ιδιαίτερης αυτής παράστασης. Είδα την παράσταση στo πλαίσιo του Φεστιβάλ των Φιλίππων. Ιδιαίτερη παράσταση. Πνιγμένη στο «μεθάνιο» μεν, αλλά υψηλής αισθητικής. Και Αριστοφάνης με την «Ειρήνη» ροκ όπερα και ζωντανή μουσική, όχι βέβαια την Καμεράτα Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής που πάτησε Επίδαυρο, αλλά με εξαμελή εξαιρετική ορχήστρα περιοδείας και με την πρωτοτυπία της εικονικής χαρτογράφησης αντί σκηνικών, καλαίσθητα κοστούμια, αξιοθαύμαστα δουλεμένο θίασο στον συγχρονισμό λόγου και κίνησης και συγχρωτισμένο στο σύνολο , με λιμπρέτο από τον Δημοσθένη Παπαμάρκου, το «Γκιακ» του οποίου λατρέψαμε, με έναν Τρυγαίο –Τζίμη Πανούση εντελώς Αριστοφανικό, αφού η σάτιρα είναι ρούχο στην καθημερινότητά του, πόσω μάλλον στο θέατρο, με λυρική μουσική από τον σπουδαίο Νίκο Κυπουργό και με εξαίσιες φωνές , όπως του μεσόφωνου Τάσση Χριστογιαννόπουλου ή της μέτζο σοπράνο Ειρήνης Καραγιάννη. Η μεγάλη καινοτομία της παράστασης, το ωσεί παρών σκαθάρι. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω την «Ειρήνη» χωρίς το σκαθάρι επί σκηνής. Από τις τόσες φορές που ανέβηκε το έργο και πλούτισε το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Φιλίππων, ήδη ξέρουμε ότι ο αμπελουργός Τρυγαίος είναι ο απλός και τίμιος αγρότης που δεν αντέχει άλλο τις συμφορές απ’ τον πόλεμο κι αποφασίζει ν' ανέβει στον ουρανό καβάλα σ' ένα σκαθάρι αναθρεμμένο από τον ίδιο, γι' αυτόν τον σκοπό. Στόχος του να τα «ψάλλει» στον Δία και να ζητήσει ειρήνη για το καλό των Ελλήνων. Όταν φτάνει εκεί, μαθαίνει από τον Ερμή ότι οι θεοί έχουν αποτραβηχτεί στο πιο ψηλό σημείο του, αγανακτισμένοι από τις διαρκείς εχθροπραξίες των αντιπάλων. Στη θέση τους έχει μείνει ο θεός Πόλεμος, ο οποίος έθαψε την Ειρήνη σε σπηλιά και ετοιμάζεται να βάλει όλες τις πόλεις σ' ένα γουδί για να τις καταστρέψει. Ο Τρυγαίος καλεί τους απλούς πολίτες να μετακινήσουν τον βράχο που φράζει τη σπηλιά και να ελευθερώσουν την Ειρήνη. Η προσπάθεια στέφεται με επιτυχία την τρίτη φορά. Η Ειρήνη ξεπροβάλλει συνοδευόμενη από δύο ωραίες κόρες, τη θεά των καρπών, την Οπώρα, και τη θεά των επίσημων τελετών και εορτών, τη Θεωρία. Το υπόλοιπο της κωμωδίας είναι ένας ύμνος στην ειρήνη. Κυριαρχεί η χαρά της ζωής και η δημιουργία. Μετά το θρίαμβο και μέσα στη γενική ευθυμία, βρίσκει ο Αριστοφάνης την ευκαιρία να γελοιοποιήσει τους πολεμοκάπηλους και τους εμπόρους των όπλων.Ο Αριστοφάνης έγραψε το αντιπολεμικό του έργο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών που κατέληξαν στην ειρήνη του Νικία, με την οποία οι λαοί των δύο αντιπάλων έλπιζαν ότι θα λήξει ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Το σκαθάρι που εκτρέφει ο Τρυγαίος - εξόφθαλμη σάτιρα του Αριστοφάνη σε τραγωδίες του Ευριπίδη, όπως ο Βελλεροφόντης, όπου ο πρωταγωνιστής καβαλάει τον Πήγασο για να φτάσει στους ουρανούς - λειτουργεί ως σύμβολο των δεινών που συμβαίνουν στη χώρα, δίνει την αφορμή στον Παπαμάρκου να γράψει ένα εναρκτήριο λιμπρέτο έμπλεο «κοπράνων». Αυτά, στο στόμα του Τζίμη Πανούση κυρίως, έγιναν στο πρώτο δευτερόλεπτο «σ κ α τ ά», ξεκαρδιστικά αποδεκτά απ’ το κοινό, επειδή του ήταν οικείο το ύφος του καλλιτέχνη που υπηρετεί άριστα την καυστική σάτιρα, χωρίς να εξαναγκάζει τον θεατή να γελά δια μέσου του γελοίου λόγου. Ο Νίκος Κυπουργός τα «έντυσε» μουσικά κι ο θίασος τα «στόλισε » κατά πώς άξιζαν σε καταστάσεις ζοφερές , απόρροιες πολιτικών χειρισμών. Ευτυχώς, ο σκηνοθέτης προσπέρασε γρήγορα τις αναθυμιάσεις από τη βωμολοχία κι έφερε την ανάταση και την ευφορία μέσα από τις εικαστικές εικόνες, τις ποιητικές παρεμβολές του λόγου και τις μελίρρυτες φωνές των ηθοποιών και των λυρικών καλλιτεχνών. Του καταλογίζω ένα μείον. Δε θέλησε να κρατήσει ως το τέλος την τόλμη του να εμφανίσει τον Ερμή στιβαρό αρσενικό στο πρόσωπο του μεσόφωνου και εξαιρετικής σκηνικής παρουσίας Τάσση Χριστογιαννόπουλου. Δε γνωρίζω γιατί οι σκηνοθέτες θέλουν τον Ερμή ερμαφρόδιτο ή θηλυπρεπή έντονα. Ο Ερμής ήταν θεός αγγελιαφόρος του Δία, προπομπός των ψυχών και θεός του εμπορίου. Πώς διάολο κατάντησε να είναι στα μάτια Ελλήνων σκηνοθετών μια αδερφή κουνιστή, αδυνατώ να το εξηγήσω. Παρόλα αυτά, η παράσταση κύλησε ευφρόσυνα, η λιτότητα καταλογίστηκε στα συν της, οι σχηματισμοί από τον projection mapping του Στάθη Μήτσιου σε 3D ανάλυση εξυπηρέτησε απόλυτα το όραμα του σκηνοθέτη κι άρεσε στο κοίλο. Τα εμβόλιμα κομμάτια από σύγχρονα τραγούδια στις πολυσυλλεκτικές συνθέσεις του Κυπουργού, πανέξυπνο εύρημα. Ευτυχής στιγμή το απόσπασμα του Χατζιδάκι από τους «Όρνιθες» του Κουν, ενώ η σκηνή με την αναφορά του Τρυγαίου στα δικά μας μουσικά «αστέρια» που βρίσκονται στον ουρανό, άκρως συγκινητική. Χαμήλωσε ο φωτισμός, καλλίφωνοι ηθοποιοί ψιθύρισαν φράσεις από αγαπημένα τραγούδια του Αττίκ, του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα, του Χατζιδάκι κι ο κόσμος ανατρίχιασε. Έξοχη σκηνή. Ο Τζίμης Πανούσης πανεύκολα ανακηρύχτηκε ως το κατεξοχήν κωμικό επίκεντρο. Βρίσκοντας πλείστα όσα «πατήματα» εκ του κειμένου ή και αυθαίρετα, κέρδισε τον διψασμένο για σατιρικό λόγο θεατή κι ας μην ακτινοβολεί ποτέ του από υποκριτική δεινότητα. Έχει πνευματώδες πηγαίο χιούμορ κι αυτό αρκεί. Κράτησε δυνατό το ρεαλιστικό υπόβαθρο του κειμένου, κατάφερε να μη χαρακτηριστεί άνιση περσόνα ανάμεσα σε εκπαιδευμένους ηθοποιούς. Στο λιμπρέτο του Δημοσθένη Παπαμάρκου τηρήθηκε η φόρμα του συγγραφέα κι ο γάργαρος νεοελληνικός λόγος εμψύχωσε το αριστοφάνειο ήθος, εμπλουτίζοντάς το με κοιτάσματα άμεσης λαϊκής επικοινωνίας. Αν εξαιρέσει κανείς τις αυθαιρεσίες Πανούση, θα μπορούσε άνετα να πει ότι ο σκηνοθέτης προσέγγισε τον Αριστοφάνη με τα εργαλεία του ποιητή. Η τελευταία σκηνή με τις σκιές πολεμικών αεροπλάνων πάνω από τα κεφάλια όλων μας, ιδιαιτέρως σημαντική. Η ειρήνη ήταν, είναι και θα είναι διαπραγματεύσιμη . Όλοι οι ηθοποιοί και λυρικοί τραγουδιστές άξιοι συγχαρητηρίων. Ερμήνευσαν ρόλους, αποτέλεσαν τον χορό, κινήθηκαν αρμονικά, τραγούδησαν, είχαν χημεία, συνέθεσαν ένα καλοκουρδισμένο σύνολο που υποστήριξε με σθένος τη σκηνοθετική άποψη. Επρόκειτο για μια εμπνευσμένη σύγχρονη παράσταση ψυχής, εξαιρετικού τάιμινγκ, καλαίσθητη, που θα τη θυμόμαστε. Λιμπρέτο: Δημοσθένης Παπαμάρκος Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης Χορογραφία: Σεσίλ Μικρούτσικου Video mapping: Στάθης Μήτσιος Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου. Ενορχήστρωση: Θοδωρής Κοτεπάνος. Μουσική διδασκαλία: Νίκος Λαάρης Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριάνθη Γραμματικού Διανομή: Τζίμης Πανούσης (Τρυγαίος), Τάσσης Χριστογιαννόπουλος (Ερμής), Ειρήνη Καράγιαννη (Ειρήνη), Αιμιλιανός Σταματάκης (Πόλεμος). Χορός: Ασημίνα Αναστασοπούλου, Θωμάς Βελισσάρης, Δημήτρης Γεωργιάδης, Γιάννης Δενδρινός, Βάσια Ζαχαροπούλου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Νίκος Καρδώνης, Γιασεμί Κηλαηδόνη, Γιάννης Κλίνης, Ελίτα Κουνάδη, Ηλίας Κουνέλας, Ελένη Μπούκλη, Μαρία Νίκα,Σελητσανιώτης Γιάννης, Βασιλική Τρουφάκου, Αντιγόνη Φρυδά Παραγωγή: Εθνικό Θέατρο Διάρκεια παράστασης: 90΄ Καμεράτα, Ορχήστρα των φίλων της μουσικής
Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Πέμπτη, 03 Αύγουστος 2017 11:32 |