Σχετικά άρθρα
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ |
Συντάχθηκε απο τον/την Πηνελόπη Χριστοπούλου | ||||||
Δευτέρα, 11 Μάρτιος 2013 07:58 | ||||||
Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμανουήλ Ροΐδη ΠΡΟΣΟΧΗ! το δηκτικότατο χιούμορ του συγγραφέα μπορεί να αναθεωρήσει τις απόψεις σας για τον έρωτα και το γάμο… Η θεατρική ομάδα GAFF παρουσίασε, από τις 30 Ιανουαρίου 2013 (για δέκα παραστάσεις) και για δεύτερη χρονιά, το ομώνυμο διήγημα του Ε. Ροΐδη, «Ψυχολογία Συριανού Συζύγου» στο Θέατρο «Αυλαία» στη Θεσσαλονίκη. O συγγραφέας Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε απο εύπορους γονείς αριστοκρατικής καταγωγής με μεγάλη παράδοση στο εμπόριο, στις 28 Ιουλίου 1836, στην Ερμούπολη της Σύρου. Φοίτησε στα σχολεία της Γένοβας (στο Λύκειο Ευαγγελίδη), στη Σύρο Φιλολογία και Φιλοσοφία στο Βερολίνο. Η ζωή του διαιρείται σε δύο ίσες περιόδους. Σε αυτή, των διαρκών μετακινήσεων (ακολουθώντας στις μετακινήσεις του τον έμπορο πατέρα του), και εκείνη, της μόνιμης διαμονής του στην Αθήνα. Το 1841 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ιταλία (Γένοβα) ενώ τα χρόνια που ακολούθησαν εγκαθίστανται σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού όπως στο Ιάσιο, στο Βερολίνο, (όπου διέμεινε για να θεραπεύσει το πρόβλημα της βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και που όμως συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη του τη ζωή), στη Βραΐλα Ρουμανίας και στην Αίγυπτο. Το 1862 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, έχοντας αποφασίσει να εγκαταλείψει το εμπόριο και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα γράμματα. Το 1890 έχασε την ακοή του οριστικά. Το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του γνωστού στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, «Πάπισσα Ιωάννα». Το μυθιστόρημα αυτό, το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα, προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων και τον αφορισμό του από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός ο οποίος αργότερα άρθηκε), επέφερε όμως την συμπάθεια και το ενδιαφέρον του λαού, ενώ οι συνεχείς πέντε εκδόσεις της Πάπισσας, την καταξίωση του διεθνώς. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης εισήγαγε ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία και θεωρείται ως ένας από τους στυλοβάτες της νεότερης μας λογοτεχνίας, με οξύτατο ορθολογιστικό πνεύμα και το περίφημο, ανατρεπτικά ειρωνικό «ροϊδικό» ύφος του. Το έργο του συγκροτείται από πολλά διαφορετικά είδη: μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις, χρονογραφήματα. Πολέμιος κοινωνικών, και πολιτικών θεσμών, ασκούσε έντονη κριτική σε όλο το φάσμα της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής της πατρίδας μας του 19ου αιώνα, και εγκαινίαζε στα ελληνικά δεδομένα τον ελεύθερο στοχασμό, την αναδίφηση και την μελέτη των πραγμάτων. Το αφηγηματικό έργο του Ροΐδη διακρίνεται για το σατυρικό χιουμοριστικό φλέγμα του, τον πνευματώδη καυστικό λόγο του, τον πατριωτισμό του, και μια ιδιαίτερη καλοδουλεμένη αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, με την οποία «παίζει» δεξιότεχνα θέλοντας να αποδείξει ότι την κατέχει καλά. Κι αυτό, τη στιγμή που το περιεχόμενο αυτού του ίδιου του λόγου του, ήταν οι θέσεις του για την επικράτηση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας (υπήρξε από τους πιο ένθερμους υπέρμαχους της δημοτικής). Ο σημαντικός αυτός έλληνας πεζογράφος, μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες όπου δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα. Πέθανε στις 7 Ιανουαρίου του 1904 από καρδιακή εμβολή. Ήταν ένα πνεύμα ασυμβίβαστο και σπινθηροβόλο που κατάφερε με το μοναδικό του ύφος να καθιερωθεί στα ελληνικά γράμματα. Στα αφηγηματικά του έργα, εκτός από την «Πάπισσα Ιωάννα», συγκαταλέγονται επίσης τα : η «Ιστορία ενός σκύλου», η «Ιστορία μιας γάτας», η «Ιστορία ενός αλόγου», «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», η «Μηλιά», (ένα πανέμορφο παραμύθι, το μόνο από τα έργα του που είναι γραμμένο στην δημοτική), και τέλος, «Το παράπονο ενός νεκροθάπτου». Το κείμενο «…Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Επέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριότερος λόγος διά τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχει άλλη αρρώστια τόσον βασανιστική. Ούτε όρεξιν είχα, ούτε ύπνον, ούτε διάθεσιν να εργασθώ ή να διασκεδάσω… Την Χριστίναν την επήρα, καθώς παίρνει κανείς κινίνον δια ν απαλλαγεί από τον πυρετόν». Ένα κείμενο που διαπραγματεύεται τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις, τις σχέσεις των δύο φύλων, αλλά και εκείνες, ενός νιόπαντρου ζευγαριού. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας τριαντάρης Συριανός νέος, ερωτεύεται την καπάτσα Σμυρνιά, Χριστίνα. Την παντρεύεται για να θεραπευτεί από την επικίνδυνη και νοσηρή κατάσταση του έρωτος, αναπολώντας παράλληλα και κάποιες άλλες τακτικές απολαύσεις της ζωής, όπως το καλό φαγητό, η πρέφα και η κολτσίνα στη λέσχη. Προσπαθεί να «θάψει» τον έρωτα με τη γνωστή τακτική του γάμου, το μόνο όμως που καταφέρνει είναι μετά από οκτάμηνη συμβίωση, να είναι και πάλι παράφορα ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη, «ούτε αναιμική, ούτε πολύ νέα, ούτε εντροπαλή», ζουμερή Σμυρνιά με ναρκισσισμό και ηδυπάθεια, ανήκουσα στο γένος των παγονίων, έχει αυστηρό πρόγραμμα. Τις ημέρες, ράβει φορέματα για τις χοροεσπερίδες, την νύχτα πέφτει αποκαμωμένη στο κρεβάτι από τους χορούς, ανάβοντας το γαλάζιο φως της κανδήλας για να ηρεμεί κι όταν δεν έχει ετοιμασίες και λούσα, ξεκουράζεται. Ένα καθαρόαιμα θηλυκό που μοιράζει αφιλοκερδώς βλέμματα και μειδιάματα «…και μάλιστα όχι με προθέσεις ισότητας και αμεροληψίας …». Θα μπορέσει να γλιτώσει ποτέ από την υπερβολικά αγχώδη κατάσταση των χορών και συνεστιάσεων; (αίσθημα από το οποίο υπέφερε και ο ίδιος ο συγγραφέας ο οποίος, λόγω της επιφάνειας της οικογένειάς του αλλά και αργότερα της φήμης του, ήταν υποχρεωμένος να παρουσιάζεται σε πολλές κοινωνικές συγκεντρώσεις έχοντας πάντα την υπόνοια ότι βαριακούοντας, πιθανόν δεν αντιλαμβάνεται σχόλια και κριτικές που τον αφορούν). Ο Χαλδούπης, ένας άσπονδος φίλος θα τον δηλητηριάσει ακόμα περισσότερο, εμποτίζοντας τον με ζήλειες και μόνιμες υποψίες. Όμως τέλος, αντιλαμβάνεται συμβιβαζόμενος, πως αν η Χριστίνα του φέρονταν καλύτερα, θα την αγαπούσε βεβαίως, πολύ λιγότερο όμως, μια που «…δια μόνης της δυσπιστίας, της ζήλειας και της ανησυχίας δύναται ο πόθος να διατηρηθεί ακμαίος…» Όσο για την απόλαυση του καλού φαγητού, τη βρίσκει πια στα «ορεκτικά» της μαγείρισσας- «εκτάκτου ποιότητος» ερωμένης. Με μια τεχνική «In medias res» ο συγγραφέας- αυτοδιηγηματικός αφηγητής, μας μεταφέρει στο κρισιμότερο σημείο της πλοκής έπειτα από μια αναδρομή στο παρελθόν και αφού μας παρουσιάσει σύντομα τα όσα προηγήθηκαν, διεγείροντας έτσι το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ένας εσωτερικός μονόλογος με απόδοση σκέψεων, συναισθημάτων, αναμνήσεων και συνειρμών του ήρωα με την παρουσία – σχεδόν πάντα στα διηγήματα του- ενός προλογικού επεξηγηματικού μέρους, το οποίο μας εισάγει στην κυρίως μυθοπλασία. Ένα κείμενο που διακρίνεται από σαφήνεια και απόλυτη καθαρότητα τόσο του λόγου , όσο και των ηρώων του. H γραφή του Ροΐδη, παρουσίασε πολλές δομικές και υφολογικές – για την εποχή του – καινοτομίες, που με ανοικτή και κριτική σκέψη, μας επιτρέπουν να διαγνώσουμε καθαρά την συλλογική και τους συσχετισμούς του συγγραφέα. Η σκηνοθέτις Σοφία Καραγιάννη μας μεταφέρει στην εποχή, διατηρώντας αυτούσιο το κείμενο και αφήνοντας την μελίρρυτη καθαρεύουσα του Ροΐδη να κυλήσει φυσικά, ανόθευτα κι αβίαστα, γνωρίζοντας πως αν χανόταν το ύφος που ο ίδιος ο συγγραφέας παρουσίαζε, θα «προδίδονταν» και όσα, υπό την αιγίδα αυτού του ύφους, λέγονταν.
Η παράσταση Η σκηνοθετική ματιά της Σοφίας Καραγιάννη, κινείται κυρίως στην αισθητική αναπαράσταση του αφηγηματικού χώρο-χρόνου, με προβολή των στοιχείων που επεξηγούν ή δικαιολογούν τις δράσεις των προσώπων, ώστε να επιτυγχάνεται το μέγιστο δραματικό ενδιαφέρον. Οι διαφορετικές εικόνες εναλλάσσονται με απόλυτη αρμονία τόσο, που κάθε φορά υπάρχει η μεταμόρφωση του σκηνικού χωρίς στιγμή να χάνεται αυτό το αόρατο διαρκές γίγνεσθαι μέσα στη δράση. Τα σκηνικά της Δέσποινας Γαμβρούδη, λίγα και «φανταχτερά», περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα κι ακολουθούν πιστά την ατμόσφαιρα του έργου και την εποχή ενώ χρησιμοποιείται αυστηρά μόνον ότι υπάρχει επί σκηνής. Υποκριτικά, ένας μονόλογος ιδιαίτερα μεγάλος ως προς την έκταση του, μια γλώσσα που δε χρησιμοποιείται πια, η μεταφορά στον 19ου αιώνα, και το βάρος του λόγου του Ροΐδη, είναι μερικές από τις δυσκολίες του εγχειρήματος που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης. Και η αποστολή εξετελέσθη επιτυχώς! Με αξιοσημείωτη καθαρότητα αλλά και χρωματισμούς στην εκφορά του λόγου, αναδεικνύει τη γλώσσα του Ροΐδη και γίνεται απόλυτα κατανοητός, ενώ η ανεξάντλητη εκφραστικότητά του, «μεταφράζει» την γλώσσα αυτή. Η Ειρήνη Μουρελάτου από την άλλη, φέρνει εις πέρας μια άλλη αποστολή, αυτή των πολλαπλών ρόλων. Και στους τρεις ήρωες καταφέρνει να χτίσει χαρακτήρες πειστικούς, ζωντανούς, απόλυτα συμβατούς με το όλο σκηνοθετικό εύρημα. Ο λόγος της υπηρετεί πιστά την γλώσσα και οι εκφράσεις –κινήσεις της, το χιούμορ, την ειρωνεία του συγγραφέα και την αφηγηματική ροή. Οι ερμηνείες των ηθοποιών κινούνται στην κόψη, χωρίς ποτέ να υπερβάλλουν αλλά ούτε και να γίνονται υποτονικές ενώ αξιοποιούνται διακριτικά όλα τα σατυρικά στοιχεία του έργου. Πολύ καλή η κινησιολογική επιμέλεια του Χρήστου Παπαδόπουλου, όπου οι χειρονομίες αποδίδουν το ύφος της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, με απόλυτο συντονισμό όπου αυτός χρειάζεται. Εξαιρετικά και τα μουσικά ακούσματα του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη, συμβατά με το κείμενο και την όλη ατμόσφαιρα, παράγουν μηνύματα, αναπαριστώντας καταστάσεις. Ιδιαίτερα έξυπνα και «ευλύγιστα» τα κοστούμια της Αγγελικής Καραμούτσου υπηρετούν την αισθητική της εποχής χωρίς να υστερούν από λειτουργικότητα, πολλές φορές μάλιστα, παίζουν κι αυτά το δικό τους καταλυτικό ρόλο, αποκτώντας ως και μεταφορική σημασία. Οι διακριτικοί, χαλαρωτικοί φωτισμοί του Ν. Βλασσόπουλου, με τις σειρές από άσπρα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια και το γαλάζιο φως της κανδήλας, ενισχύουν το τελικό αποτέλεσμα, δημιουργώντας μια ευαίσθητη ατμόσφαιρα που άλλοτε είναι ρομαντική και κατανυκτική κι άλλοτε χαρούμενα φωτεινή όπως και το τέλος του μονολόγου αυτού του τριαντάρη Συριανού συζύγου «Τον βίον μου έβλεπα να εκτείνεται εμπροσθέν μου , ως, μακράν παράταξιν από καλά δείπνα, διαφανή σύννεφα δαντέλας, λαμποκοπήματα μαύρων οφθαλμών και παντός χρώματος κανδήλας……»
Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη Σκηνικά: Δέσποινα Γαμβρούδη Κοστούμια: Αγγελική Καραμούτσου Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος Μουσική επιμέλεια: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης Κινησιολογική επιμέλεια: Χρήστος Παπαδόπουλος Παίζουν: Ιωσήφ Ιωσηφίδης Ειρήνη Μουρελάτου Θέατρο «Αυλαία» Κτίριο ΧΑΝΘ, πλευρά Τσιμισκή Τηλέφωνο: 2310 237700 Παραστάσεις: Τετάρτη – Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 20.00 Εισιτήρια: 15 ευρώ, Φοιτητικό - Ανέργων 10 ευρώ/ Τετάρτη και Πέμπτη: Γενική είσοδος 10 ευρώ Οι παραστάσεις έχουν ολοκληρωθεί
|