Σχετικά άρθρα
ΟΡΕΣΤΗΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Δευτέρα, 09 Αύγουστος 2021 09:44 |
Ορέστης του Ευριπίδη
Η δραματουργία Ο «Ορέστης» του Ευριπίδη θεωρείται ότι είναι το τελευταίο έργο του ποιητή που παραστάθηκε στην Αθήνα, πριν από την αναχώρησή του για τη Μακεδονία, στα 408 π.Χ. Το έργο αυτό έχει ιδιοτυπία, είναι ιδιαιτέρως σκληρό κι επαναστατικό: τρεις άνθρωποι προσπαθούν να σώσουν τη ζωή τους κι ο αγώνας τους στρέφεται εναντίον ενός κόσμου ανάλγητου, που δε διακρίνεται για υψηλό φρόνημα, ενώ η Αθηναϊκή Δημοκρατία ψυχορραγεί. Τα πρόσωπα είναι η Ηλέκτρα, η Ελένη, ο Ορέστης, ο Μενέλαος, ο Τυνδάρεως, ο Πυλάδης, ο Άγγελος, η Ερμιόνη, ο Φρύγας κι ο Απόλλωνας. Ο Χορός αποτελείται από γυναίκες του Άργους. Τόπος το παλάτι των Ατρειδών στο Άργος. Μετά τον φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας, κυνηγημένος από τις Ερινύες και καταδικασμένος σε θάνατο από την πόλη, ο Ορέστης μαραζώνει, σαν άρρωστο αγρίμι, σ' ένα στρώμα έχοντας στο πλάι του την Ηλέκτρα. Στο Άργος καταφθάνουν από την Τροία ο Μενέλαος και η Ελένη. Τα δύο αδέλφια προσδοκούν από τον Μενέλαο να παρέμβει, αλλά ούτε αυτός ούτε ο Τυνδάρεως (πατέρας της Κλυταιμνήστρας) σκοπεύουν να τους βοηθήσουν. Ο Ορέστης στρέφεται τότε στον Πυλάδη, που αποδεικνύει την ισχυρή φιλία του αποφασίζοντας να τον στηρίξει με κίνδυνο τη ζωή του. Οι δύο νέοι άντρες, με τη συνδρομή της Ηλέκτρας, βάζουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο εκδίκησης με θύματα την Ελένη και την κόρη της Ερμιόνη, που φαίνεται να τους οδηγεί όλο και βαθύτερα σε έναν φαύλο κύκλο βίας και αίματος. Παγιδευμένοι μέσα στις πράξεις τους προσπαθούν απεγνωσμένα να διασωθούν. Την τελική λύση έρχεται να δώσει η επέμβαση τού από μηχανής θεού, Απόλλωνα. Ο ερειπωμένος οίκος των Ατρειδών, οι δεσμοί της αδελφικής αγάπης και της πιστής φιλίας είναι τα θέματα που πραγματεύεται. Οι ήρωες με τα πάθη τους και τα τρωτά τους σημεία προσπαθούν να σώσουν τις ζωές τους μέσα σ’ έναν κόσμο ανασφάλειας και παρακμής. Ο Ορέστης, η Ηλέκτρα κι ο Πυλάδης στροβιλίζονται μέσα στη δίνη του αίματος που τους παρασύρει. Θεοί και άνθρωποι έχουν στήσει μια πλεκτάνη μίσους και εκδίκησης, όπου η αδελφική αγάπη γίνεται συνενοχή, η φιλική σχέση συναυτουργία, η λαϊκή ετυμηγορία θανατική ποινή. O Ευριπίδης πραγματεύεται στον «Ορέστη» τον μύθο που είχε δραματοποιήσει προηγουμένως ο Αισχύλος στις «Ευμενίδες» του. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια μορφή δικαίωσης και αποκατάστασης του ήρωα, όσον αφορά τη μητροκτονία που διέπραξε. Όμως ο Ευριπίδης αντιμετωπίζει την υπόθεση με τον δικό του τρόπο, την κάνει πιο γήινη και αληθοφανή και την εντάσσει μέσα στον κόσμο των ανθρώπων με τα ελαττώματα και τις ανεπάρκειές τους. O ποιητής δε θέτει το κοινό ενώπιον υψηλών ή ηρωικών ιδανικών και ηθικών αξιών , αλλά μπροστά σε καθημερινά προβλήματα, όπως είναι ο αγώνας της επιβίωσης του Oρέστη και της Ηλέκτρας μέσα σ’ έναν κόσμο ανασφαλή και με θολό μέλλον.
Η παράσταση Είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθετεί αρχαία τραγωδία (έκανε και τη δραματουργική επεξεργασία). Κατόπιν συνεχών αναλύσεων των χαρακτήρων των ηρώων της ιδιότυπης αυτής τραγωδίας, διαμορφώθηκε ένα θεατρικό περιβάλλον που επέτρεψε στον ρεαλισμό να λειτουργήσει με ένταση, με αληθοφάνεια, αλλά, κυρίως, να καταστήσει σαφείς για τον θεατή τις συνθήκες εκείνες κάτω από τις οποίες πράττουν, δρουν, αντιδρούν τα πρόσωπα του έργου, σε προσωπικό αλλά και συνολικό επίπεδο. Αυτό που πέτυχε ο σκηνοθέτης είναι να δείξει ανθρώπινες καταστάσεις, δεινά που δεν «τεκταίνονται» στον χώρο του επέκεινα και, φυσικά, που δεν είναι εγκεφαλικές εμφανίσεις μιας φιλολογικής ρητορείας. Βεβαίως, το έργο είναι γερό οικοδόμημα, χτισμένο στέρεα σκηνή τη σκηνή κι αναπτύσσεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε είναι σαφές πως ο Ευριπίδης ελέγχει τον ρυθμό του δράματος. Ο σκηνοθέτης διαφοροποίησε τη συνθήκη δράσης. Έργο, κατά ταύτα θολό και λοξό, ο «Ορέστης» πρόσφερε στον Γιάννη Κακλέα αιρετική βάση. Ορθά «αναποφάσιστος», όπως και το πνεύμα της δραματουργίας, αλλού το είδε ως σατυρικό δράμα και αλλού ως «κατειρώνευση θείων τε και ανθρωπίνων». Έτσι, άλλωστε, το σημαίνουν ο περίεργος Φρύγας και ο αυτοπαρωδούμενος Μενέλαος του Πάνoυ Βλάχου. Χωρίς σκηνοθετικές κωμικές εμπνεύσεις, η παράσταση ανέδειξε τον υψηλής ποιητικής και μουσικής αισθητικής λόγο του Γιώργου Χειμωνά. Απρόσμενη έναρξη. Όχι τόσο από την κοινοτοπία ότι οι άνθρωποι αντέχουν ταβάσανα και τις συμφορές, όσο από αυτά που ακούγονται στον πρώτο στίχο. Είναι, στ’ αλήθεια, τόσο ελαστική η ανθρώπινη συνείδηση, ώστε να μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως οι άνθρωποι αντέχουν – συνεπώς αποδέχονται – οποιοδήποτε κακό συμβαίνει τριγύρω τους; Οι θεατές τέτοιες ιστορίες τις άκουγαν από παιδιά. Σε άλλες συνθήκες δε θα ’νιωθαν καν έκπληξη. Τώρα, όμως, με φοβερά εγκλήματα συμπυκνωμένα μέσα στους 30 πρώτους στίχους, εκπλήσσονται, ταράσσονται! Γιατί τόση βία, τόσες εικόνες φόβου και φρίκης και μάλιστα πριν καλά – καλά αρχίσει το έργο; Μα, το κακό θέλει να πραγματευτεί ο Ευριπίδης, ομολογούμε όσοι ξέρουμε πως στον πρόλογο ο ποιητής απλώνει τα νήματα του θέματος, της υπόθεσης του έργου του. Προς ποια κατεύθυνση όμως; Ο σκηνοθέτης, έστω και χωρίς το μέλος στα Χορικά, ενορχήστρωσε μια εξ’ όψεως «εμπορική» παράσταση αρχαίου δράματος, αλλά, επί της ουσίας, σκηνοθέτησε μια παράσταση ολοκληρωμένη, με σαφή καλλιτεχνική ταυτότητα και μερικές εξαιρετικές ερμηνείες, όπως αυτές των Μαίρης Μηνά, Άρη Σερβετάλη και Γιώργου Ψυχογιού. Προτάχθηκε μια διπλή εικαστική εγκατάσταση, για να υποδηλώσει τους δυο κόσμους που άπλωσε στην ορχήστρα. Έχουμε το παλάτι και όλα όσα διαδραματίζονται έξω από αυτό. Από τη μια βλέπουμε έναν καθαρό χώρο , μια καθωσπρέπει εικόνα αρχοντικού και από την άλλη βάλτους, απελπισία, καταβαράθρωση, έναν χώρο παθών, βίας και οδύνης. Η τραπεζαρία, όπου οι συνδαιτυμόνες είναι - κατά κανόνα - μια δεμένη οικογένεια, θυμίζει ματωμένο μυστικό δείπνο πάνω στο σάβανο της Κλυταιμνήστρας, ένα «σπλάτερ» φόντο σε όρια υπερβολής, θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς. Ο Χορός, ιέρειες του Απόλλωνα, φορά μαύρα πολυτελή ρούχα, που υπογραμμίζουν την θηλυκότητα δίνοντάς τους μια στιλιστική αμπιγιέ διάθεση. Ελένη και Μενέλαος, σε πλήρη αντίθεση ενδυματολογικά με Ηλέκτρα και Ορέστη. Οι μεν επίσημα ενδεδυμένοι, οι δε ρακένδυτοι, ως κοινωνικά απόβλητοι. Ο Τυνδάρεως εμφανίζεται με μιλιταριστική φορεσιά, υπέρμαχος της τάξης και του μέτρου. Από την αργή κίνηση του Χορού μέχρι το αρχετυπικό λίκνισμα του Σερβετάλη, η παράσταση διαχέει στο κοινό την υπαρξιακή μοναχικότητα του ανθρώπου στην πολιτική της διάσταση. Τη μοναχικότητα έναντι του Θεού και του θανάτου με επίκεντρο την ανθρώπινη ψυχή. Την απόγνωση, την απελπισία και το βάναυσο αδιέξοδο των νέων στην αναζήτηση της Αλήθειας. Ένας απόλυτος Ορέστης ο Άρης Σερβετάλης, αν και δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην τυποποίηση του τρόπου που υποκρίνεται, όπως και στην παγιωμένη κινητικότητα των χεριών του που, εδώ, ωστόσο, θα μπορούσε να εκληφθεί ως απόρροια του νευρικού κλονισμού, που, κατά την ιατρική επιστήμη, ευαισθητοποιεί όργανα του σώματος. Στην παράσταση τα χέρια του Ορέστη, που «έπραξαν» το φονικό, κινούνται από τις Ερινύες αυτονομημένα με τη μορφή φιδιών, ως Νέμεσις. Ο ηθοποιός υποδύεται ευσυνείδητα τον Ορέστη πάνω στη γραμμή που οριοθέτησε ο σκηνοθέτης. Η εξαιρετική Μαίρη Μηνά, επωμίζεται ένα ιδιαίτερο βάρος, αυτό της ερμηνείας της Ηλέκτρας. Στη συνύπαρξή της με τον εκρηκτικό Άρη Σερβετάλη στέκεται με εντυπωσιακό ρεαλισμό και ικανή ενέργεια. Ξεχωρίζει η θαυμάσια άρθρωσή της. Η δόνηση της, ειδικά στη σκηνή της κατάστρωσης του ανίερου σχεδίου για τη σωτηρία τους, είναι εντυπωσιακή. Ο Πάνος Βλάχος ενσαρκώνει , όπως διδάχτηκε από τον σκηνοθέτη, τον χαρακτήρα του Μενέλαου, τον διεκδικούντα περισσότερη εξουσία με τον θάνατο του Ορέστη. Ο έμπειρος Γιώργος Ψυχογιός αποδίδει έναν στιβαρό Τυνδάρεω και, χωρίς εξάρσεις, διατηρεί ακέραιη τη συνθήκη του έργου ερμηνεύοντας με πειθώ τον πατέρα της Κλυταιμνήστρας. Δυνατή η φωνή του Αιμιλιάνου Σταματάκη. Αρέσει και με το παρουσιαστικό του και με τη σωστή του τοποθέτηση , ως Πυλάδης. Απογειώνεται ερμηνευτικά, όταν προτείνει την εκτέλεση της Ελένης και την απαγωγή της Ερμιόνης, ως μοχλό πίεσης για την απελευθέρωσή τους. Ο σκηνοθέτης ακολουθώντας τον Ευριπίδη παρουσιάζει την Ελένη (Νικολέτα Κοτσαηλίδου) ως μια ωραιοπαθή κι αναίσθητη βασίλισσα, σχεδόν με προκλητικό τρόπο, σε αντιδιαστολή με την πληγωμένη, απεριποίητη αλλά και αιμοχαρή Ηλέκτρα. Ο Χορός των γυναικών είναι ένα ζωντανό σώμα που παλινδρομεί ανάμεσα σε θετικές κι αρνητικές στάσεις. Από το αρχικό στάδιο της επιδοκιμασίας για ό,τι σχεδιάζεται, μεταβάλλεται σε ρόλο συνεργού στη δολοφονία της Ελένης, ενώ κλείνει το έργο με ευσεβείς λόγους. Οι γυναίκες του Χορού είναι άξιες επαίνων. Περίεργη καινοτομία η επιλογή να μη φανερωθεί στην Έξοδο ο από μηχανής θεός Απόλλωνας, αλλά να περιοριστεί σ’ έναν «προβολέα» πάνω σε μέλος του Χορού. Γενικότερα, παρόλο που ο Χορός είχε μεγάλη σκηνική παρουσία, σε διάφορα σημεία αυτή η υπερεμφάνισή του δε δικαιολογούνταν από τη δραματουργία της παράστασης. Να, ένας από τους λόγους που ο «Ορέστης» του Κακλέα έφτασε στο Φεστιβάλ με την συνοδεία αμφίσημων σχολίων. Συμπερασματικά, η παράσταση αυτή σε έναν αρχαιολογικό χώρο, όπως το θέατρο των Φιλίππων, κατάφερε να περάσει τα μηνύματα του Ευριπίδη για το σεβασμό προς τους γονείς (αρχαιοελληνική αρετή) και το φρικτό της μητροκτονίας, την αδελφική αγάπη, τη δύναμη της φιλίας ανάμεσα στον Πυλάδη και τον Ορέστη, τον χείμαρρο της εκδίκησης και τη δύναμη του αβυσσαλέου μίσους. Σκηνοθεσία/Δραμ. επεξεργασία: Γιάννης Κακλέας Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς Σκηνικά: Ηλένια Δουλαδίρη/Γιάννης Κακλέας Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος Κίνηση: Άρης Σερβετάλης Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου Βοηθός σκηνοθέτη: Αγγελική Τρομπούκη Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Άρης Κακλέας Βοηθός ενδυματολόγου: Ιωάννα Καλαβρού Βοηθός συνθέτη: Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου Βοηθός Φωτίστριας: Στέβη Κουτσοθανάση Παίζουν: ΑΡΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ (Ορέστης), ΜΑΙΡΗ ΜΗΝΑ (Ηλέκτρα), ΠΑΝΟΣ ΒΛΑΧΟΣ (Μενέλαος), ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ (Πυλάδης), ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ (Τυνδάρεως), ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΚΟΤΣΑΗΛΙΔΟΥ (Ωραία Ελένη), ΖΕΡΟΜ ΚΑΛΟΥΤΑ (Φρύγας) ΧΟΡΟΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΖΙΡΩ, ΝΙΚΗ ΛΑΜΗ, ΙΩΑΝΝΑ ΛΕΚΚΑ, ΔΑΝΑΗ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΜΑΤΙΝΑ ΠΕΡΓΙΟΥΔΑΚΗ, ΕΛΙΖΑ ΣΚΟΛΙΔΗ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ, ΗΛΕΚΤΡΑ ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗ |