Σχετικά άρθρα
Η ΛΕΞΗ ΠΡΟΟΔΟΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΗΧΟΥΣΕ ΠΟΛΥ ΦΑΛΤΣΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Σάββατο, 16 Μάρτιος 2024 16:39 |
Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα του Matéi Visniec Η δραματουργία Το έργο του γαλλόφωνου Ρουμάνου συγγραφέα γράφτηκε το 2003 και πρωτοπαίχτηκε στη Ρουμανία το 2004 στα πλαίσια ενός κύκλου παραστάσεων με άξονα το προσφυγικό ζήτημα. Στην Ελλάδα πρωτοπαίχτηκε το 2007, στην πειραματική σκηνή τέχνης του Νικηφόρου Παπανδρέου και φέτος ανέβηκε στο θέατρο Μπέλλος, σκηνοθετημένο από την Κατερίνα Παπαγεωργίου. Έχει αποσπάσει πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων και το πρώτο Διεθνές Βραβείο Θεάτρου στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. Ο συγγραφέας, έγραψε αυτό το έργο επηρεασμένος από τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία αλλά επεκτείνει τα όρια της δραματουργίας του πέρα από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, δίνοντας μας μια δραματουργία που περιλαμβάνει και τις ιαχές του πολέμου και τους θρήνους των επιζώντων και το δράμα του ξεριζωμού και την ακόμα πιο τραυματική εμπειρία της επιστροφής στα πάτρια εδάφη όταν πια οι συνθήκες έχουν αλλάξει κι οι ήρωες έχουν καταντήσει πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο. Ισορροπώντας ανάμεσα στο γκροτέσκο, το θέατρο του παράλογου και τον βαλκανικό μαγικό ρεαλισμό, ο συγγραφέας δίνει φωνή στους νεκρούς και καθιστά τον διάλογο ανάμεσα στον πατέρα και τον σκοτωμένο γιο του, την ραχοκοκκαλιά της δραματουργικής ανάπτυξης. Παράλληλα αναπτύσσεται το θέμα της ταφής των νεκρών και το δράμα των ανθρώπων που δεν έχουν βρει τους αγαπημένους τους που χάθηκαν στον πόλεμο, ώστε να μπορέσουν να τους προσφέρουν έστω, ένα μνήμα. Η μητέρα δεν μπορεί να κλάψει τον νεκρό γιο της γιατί δεν έχει καταφέρει να βρει ούτε ένα κόκαλο από το νεκρό του σώμα, ώστε να έχει έναν τάφο στον οποίο να εναποθέσει τον πόνο της. Κι όμως το δάσος είναι ένα απέραντο νεκροταφείο καθώς είναι σπαρμένο με τα απομεινάρια νεκρών από όλους τους πολέμους που συνέβησαν εκεί. Νεκρών που δεν μπόρεσαν ποτέ να έχουν ένα τάφο και γι’ αυτό περιφέρονται σαν πνεύματα στον τόπο του θανάτου τους, μην μπορώντας να απελευθερωθούν από το παρελθόν και την εμπειρία τους. Το χωριό δεν είναι πια το ίδιο, οι πρόσφυγες επιστρέφουν ς’ έναν άλλο τόπο, με νέους κανόνες και νέες συνήθειες. Τα κόκαλα των νεκρών γίνονται αντικείμενο αγοραπωλησίας όπως κι όλα τα αγαθά που θα μπορούσαν να επιθυμήσουν ή να χρειαστούν, από τον νέο τους γείτονα, έναν πιεστικό, αδιάκριτο κι αδίσταχτο έμπορα, που πουλάει τα πάντα ενώ έχει επίσης εγκαταστήσει στο χώρο του, ένα ολόκληρο σούπερ μάρκετ με απομεινάρια νεκρών. Αλλά και η γειτόνισσα, μια παρανοημένη γυναίκα που περιφέρεται στοιχειωμένη από τα γεγονότα του πολέμου, είναι πρόθυμη να πουλήσει κόκαλα νεκρών που βρίσκονται ακόμα και στην αυλή της, έναντι μιας αμοιβής, την οποία παζαρεύει ανενδοίαστα. Ωστόσο βλέπει την όλη διαδικασία σαν κάτι μάταιο και κάποια στιγμή αναρωτιέται γιατί αυτοί οι άνθρωποι ξεθάβουν νεκρούς για να τους θάψουν αλλού. Οι υπόλοιποι κάτοικοι, θαμώνες του παρακείμενου καφενείου, σιωπούν είτε γνωρίζουν κάτι είτε όχι. Ο φόβος κι η οργή τους έχουν μεταμορφώσει, δεν είναι πια τα οικεία, φιλικά πρόσωπα, έχουν αποξενωθεί, αρνούνται να συνεργαστούν με το ζευγάρι, να δώσουν μια πληροφορία για τον χαμένο γιο. Το ζευγάρι των τραγικών γονέων, έχει επίσης μια κόρη που έχασε το νεογέννητο βρέφος της κι η οποία για να επιβιώσει, ασκεί το επάγγελμα της πόρνης στην Ιταλία. Εκείνη τους στέλνει τα χρήματα για να ζήσουν και για να αναστηλώσουν το μισογκρεμισμένο και μισοκαμμένο σπίτι τους. Ο πατέρας σκάβει στο δάσος κι ο γιος-φάντασμα τον καθοδηγεί, τον ξεναγεί στις ιστορίες των ξεχασμένων νεκρών, τον πείθει να στείλει στους δικούς τους, ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτούς ώστε να μπορέσουν να αναπαυτούν επιτέλους κι οι πεθαμένοι κι οι ζωντανοί. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα σπαρακτικό, βαλκανικό έργο στο οποίο η θλίψη, ο πόνος, ο σαρκασμός, το χιούμορ κι η παρηγορία, εναλλάσσονται στους περιεκτικούς, λιτούς διαλόγους και μονολόγους, ο καθένας από τους οποίους μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης για την ανθρώπινη φύση στις πιο ακραίες αλλά και στις πιο ταπεινές εκφάνσεις της, για τη φρίκη του πολέμου και της προσφυγιάς, για την διείσδυση του καπιταλισμού στις μικρές κοινωνίεςμε τις ανάλογες επιπτώσεις και για την τραγική μοίρα των απλών ανθρώπων που οδηγήθηκαν άβουλα σε αναίτιο θάνατο ή κατάφεραν να επιβιώσουν, για να αντιμετωπίσουν το βάσανο της απώλειας και του πένθους. Η παράσταση Εξαιρετικά δύσκολο το εγχείρημα του να αποδώσεις σκηνικά ένα τέτοιο έργο καθώς η συγκίνηση εναλλάσσεται με το χιούμορ και τον σαρκασμό, το λογικό συνδιαλέγεται με το παράλογο, ο λυρισμός δίνει τη θέση του στον σκληρό ρεαλισμό, η τραγικότητα εκφράζεται μέσα από το γκροτέσκο κι η ποίηση απογυμνώνεται από τα στολίδια της για να αποκαλύψει τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Η σκηνοθέτης με απλά υλικά και με λειτουργικούς συμβολισμούς όπως τα ματωμένα πουκάμισα απλωμένα σαν μπουγάδα, οι διπλές όψεις των προσφύγων, το σακατεμένο, κουτσό τραπέζι, τα σύνορα σπαρμένα με τα απομεινάρια από τα ρούχα και τις μπότες των σκοτωμένων, δημιουργεί ένα υπερβατικό σύμπαν μέσα στο οποίο τα πάντα αποκτούν υπόσταση κι οι αντιφάσεις εναρμονίζονται. Η συγκίνηση εναλλάσσεται με τον κυνισμό, η κωμωδία δίνει τη θέση της στο δράμα, η φρίκη γεννάει την ελπίδα κι η αγωνία μετουσιώνεται σε λύτρωση. Η κινηματογραφική ροή του έργου αποδίδεται ευφυέστατα ενώ το έντεχνο ζευγάρωμα του φανταστικού με το ρεαλιστικό, του γκροτέσκο με το δραματικό, της έντονης δράσης με την χαμηλόφωνη εσωτερικότητα, ορίζονται ευκρινώς μέσα από την στιβαρή διαχείριση των σκηνοθετικών ευρημάτων της και της διδασκαλίας των ηθοποιών. Διότι σημαντικό ρόλο ς’ αυτήν την τόσο επιτυχημένη απεικόνιση του σκοτεινού κόσμου του Βίζνιεκ, παίζει κι η ερμηνεία των ηθοποιών οι οποίοι αντιμετωπίζουν μια επί πλέον δυσκολία καθώς εναλλάσσονται σε διαφορετικούς ρόλους. Η μάνα της Μάνιας Παπαδημητρίου είναι ταυτόχρονα λιτή και σπαρακτική, επιτακτική και συντριμμένη, σκληρή και τρυφερή και μέσα από τις ερμηνευτικές αυτές αποχρώσεις της, δημιουργεί έναν συγκλονιστικό, θεατρικό χαρακτήρα. Ο Δημήτρης Πετρόπουλος που ενσαρκώνει τον πατέρα δίνει γλαφυρά την εικόνα του ραγισμένου οικογενειάρχη που οφείλει να ξανακτίσει τον κόσμο του πατώντας γερά στη γη του ενώ ταυτόχρονα του είναι αναγκαίο να διεισδύσει στον κόσμο των νεκρών, για να κατανοήσει την τραγική τους πορεία και να αποδώσει στα λείψανα τους το μόνο που χρειάζονται πια, μια ταφή. Οι ερμηνευτικές του μεταπτώσεις, οι σιωπές του, η κίνηση του σώματος του, τα βλέμματα του συνθέτουν την τραγική φιγούρα ενός πατέρα, διχασμένου ανάμεσα στο χρέος προς την μητέρα και στην ανάγκη της συνέχισης της ζωής. Ο Τάσσος Λέκας υποδύεται με μια συγκινητική απλότητα τον νεκρό γιο, αιωρούμενος ερμηνευτικά ανάμεσα στον κόσμο των νεκρών και ς’ αυτό των ζωντανών χωρίς να χάνει ποτέ την φυσικότητα, το χιούμορ αλλά και την δραματική του ένταση. Ο Αλέξανδρος Βάρθης κτίζει τον χαρακτήρα του αδίστακτου κι επιτήδειου μαυραγορίτη κι εμπόρου κοκάλων με μια ακαταμάχητα σαρκαστική διάθεση, ενισχύοντας τα σουρεαλιστικά στοιχεία του χαρακτήρα κι αποδίδοντας με πειθώ τις κωμικές προεκτάσεις του. Η Ελίζα Σκολίδη στον σχεδόν βουβό ρόλο της κόρης, εντυπωσιάζει με τον αισθησιασμό της, έντεχνα εναρμονισμένο με την σχεδόν αυτιστική στάση της απέναντι σε μια πραγματικότητα στην οποία αδυνατεί να ενσωματωθεί. Μας προσφέρει επίσης ένα συγκινησιακά φορτισμένο φινάλε, καθώς παραπαίει ανάμεσα στην απόρριψη που την απελπίζει και στην βαθιά ανάγκη της αντίστασης στη φθορά, που την εξοπλίζει με εμβολιασμένη από βαθύ πόνο, αισιοδοξία. Η σκηνογραφία της Μυρτώς Σταμπούλου, που αξιοποιεί στο έπακρο την ιδιόμορφη σκηνή του Μπέλλου, αποδίδει και τα συμβολικά στοιχεία του έργου και το σκηνοθετικό όραμα και την ποιητική ατμόσφαιρα που διαχέεται ευκρινώς ς’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ευρηματικά επίσης και τα ευφάνταστα και λειτουργικά κουστούμια της Ειρήνης Γεωργακίλα, ειδικά τα παράδοξα ενδύματα με τις δαντελένιες μάσκες με δύο πρόσωπα, των προσφύγων που επιστρέφουν, σέρνοντας τα απομεινάρια της λεηλατημένης τους ζωής. Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στην κινησιολογία της παράστασης από την Χρυσηίδα Λιατζιβίρη, η οποία έστησε μικρούς κόσμους μέσα από τις κινησιολογικές δράσεις και τις χορογραφικές εμπνεύσεις της. Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη Σκηνοθεσία: Κατερίνα Παπαγεωργίου Σκηνικά: Μυρτώ Σταμπούλου Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα Μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου Φωτισμοί: Κωστής Μουσικός Χορογραφία: Χρυσηίς Λιατζιβίρη Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Μαρτίνη Παίζουν:Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας, Μάνια Παπαδημητρίου, Δημήτρης Πετρόπουλος, και Ισιδώρα Δωροπούλου (στους ρόλους της Ελίζας Σκολίδη, η οποία έπαιζε στην παράσταση που παρακολούθησα). Θέατρο Μπέλλος Τηλέφωνο: 6948230899 Κέκροπος 1 Πλάκα Παραστάσεις: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00 Διάρκεια:105' Τιμές Εισιτηρίων:14 ευρώ κανονικό, 12 ευρώ μειωμένο (ΑΜΕΑ, φοιτητικό, άνω των 65, ανέργων) Link Εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/i-leksi-proodos-sto-stoma-tis-miteras-mou-ixo/ |