Σχετικά άρθρα
Ο ΑΡΙΣΤΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Δευτέρα, 11 Μάρτιος 2019 11:45 |
Ο «Αρίστος» του Θωμά Κοροβίνη Αρίστο μας, μόνο οι γενναίοι ξέρουν να συγχωρούν. Ένας δειλός δε συγχωράει ποτέ. Δεν είναι στη φύση του. Το είπε ένας Ιρλανδός κληρικός μερικούς αιώνες πίσω. Το ήξερα από παλιά, αλλ’ έπρεπε να έρθω να σε δω, να σ ‘ακούσω, να μαζέψω το δίκιο σου στα μάτια μου, στην καρδιά μου, να φτύσω τ’ άδικο στα μούτρα τους, ξέρεις εσύ, για να σου το πω. Πενήντα ένα χρόνια πέρασαν κόλας, πες εσύ ένα «ποτέ δεν είναι αργά», να νιώσω εγώ καλύτερα. Το κερί απ΄ τη μάνα σου σε σένα αναμμένο, όμως η φλόγα έκαιγε - ποιος ξέρει για πόσα χρόνια- τον Θωμά τον Κοροβίνη. Ναι, αυτόν τον φιλόλογο τον Σαλονικιό, που’ ναι και συγγραφέας με βραβεία, είναι και συνθέτης και τραγουδιστής με τα «μπράβο» του και τα «εύγε» του, πανύψηλος ,βέβαια, και μεγαλοπρεπής στα όλα του. Τα ’μαθες, αφού, τι στα λέω; Το εντυπωσιακό, Αρίστο μας, αυτό που’ κανε τον κόσμο να θαμάξει, να κάνει ουρές στα θέατρα, να χάνεται στον «γύρο του θανάτου» σου, ήταν η μεγαθυμία του κι η τόλμη του να βουτήξει μέσα σε κίτρινες σελίδες εφημερίδων, μέσα σε δικόγραφα, μέσα στις μαρτυρίες που καταγράφηκαν σε κιτάπια, σε πρακτικά, σε θυμικό όσων σε γνώρισαν, να συμμαζέψει τα στίγματα που ’γιναν σφαίρες και σου άρπαξαν τη ζωή στα είκοσι οκτώ σου χρόνια, εκεί στο δάσος του Σέιχ-Σου, όπου ο «Δράκος» ή οι «Δράκοι» εξαργύρωναν το πάθος τους με αίμα και σπέρμα, και να τα κάνει «ψυχή και σώμα» σου. Τα έχουμε κοινωνήσει σχεδόν όλοι οι Έλληνες. Μην τον πιστέψεις, που ’γραψε σε μια φράση ότι «μερικοί εξακολουθούν να σε θεωρούν Δράκο του Σέιχ –Σου». Δε θέλει να ’ναι απόλυτος, γι’ αυτό το έβαλε. Σε διαβεβαιώνω ότι σήμερα δεν είσαι πια κατατρεγμένος, το ανάθεμα φορτώθηκε σ’ άλλες πλάτες κι όλοι σε λένε αθώο. Πλην, ίσως , μερικών ονομάτων και τούτο, από ανάγκη. Αλήθεια, εκείνον τον Ανδρέα Αλετρά, τον Πρόεδρο- Εφέτη που υπέγραψε στις 16 Φεβρουαρίου του 1966 την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου : «Ένοχος. Τετράκις εις θάνατον», τον βλέπεις καθόλου; Συζητάτε; Έδωσε καμιά εξήγηση πειστική; Έκανε καμιά μετάνοια; Ο άλλος, ο ιατροψυχίατρος Αγαπητός Διακογιάννης , ξερνάει ακόμη τερατολογίες ή την κατάπιε τη γλώσσα του; Κούφια λόγια, θα πεις. Δίκιο έχεις. Η αλήθεια σου, Αρίστο μας, μπορεί να στοίχειωσε ανθρώπους που το στόμα τους σε πυροβολούσε από δικαστικών εδράνων, ανθρώπους που τα τουφέκια τους σε αποτελείωσαν το πρωινό εκείνης της Παρασκευής της 17ης Φεβρουαρίου του 1968 , αλλά δίπλα στη δική σου ο Κοροβίνης ξέθαψε κι εκείνη του Γρηγόρη Λαμπράκη και την ταίριασε ιδανικά στο βιβλίο του. Αναβίωσε τολμηρά την εποχή , απ’ τα μέσα της δεκαετίας του '50 ως το '60 κι επανέφερε ολοζώντανη μπροστά μας μια Ελλάδα σκοτεινή, ανελεύθερη, φοβισμένη από το παρακράτος και τις προκαταλήψεις. Το πιο σπουδαίο, μικρέ λευκόψυχε Αρίστο μας, ήταν η μεθυστική περιπλάνησή μου στον κόσμο σου. Απ΄ τον τενεκεδομαχαλά της Τούμπας, στην παραβαρδάρια πουτανιά. Απ’ το λιμάνι του χαρτζιλικιού και της μπινεδιάρικης βαρκαρόλας στα καλντερίμια και στα σοκάκια της χαμοζωής σου. ΄Άσε που, «Πεθερές» και τα συναφή υπόγεια που μάζευαν λογής- λογής αγορογλέντηδες, ψυχοπονιάρες ντιζέζ, δευτεράντζες αγοραίου έρωτα, καψουρογκόμενες σαν τη δική σου τη Σύλβια, μικρά και μεγάλα θύματα της νύχτας, απόνερα και βαλτοχώραφα, έγιναν γραφικές ιστορίες για τηλεκάτι τις, καταβροχθίστηκαν από το ίντερνετ, μετακόμισαν σε αθηναϊκούς και δη, κολωνακιώτικους δρόμους , η τρανς κάνει καριέρα σε κλαμπ καθολικής αποδοχής και αναγνώρισης, ενώ «Γύρος του Θανάτου» ούτε καν σε εικονογραφημένα περιοδικά. Μια δόση , αυτός ο σπουδαίος ηθογράφος, ο Κοροβίνης, είπε : «Ο καθένας κουβαλάει έναν σταυρό, αλλά ο δικός του σταυρός ήταν πολύ βαρύς. Η βιογραφία του καθενός δεν είναι μόνο κισμέτ αλλά και κοινωνικές συνθήκες και χαρακτήρας. Ο Παγκρατίδης ήταν ένα ζωντανό, αγράμματο παιδί που διεκδικούσε τη ζωή του, άτσαλα βέβαια. Παράδερνε ορφανό, χωρίς προστασία, εξασκώντας όλα τα νόμιμα και παράνομα επαγγέλματα που μπορούσε, για να επιβιώσει». Ε, αυτό ζήσαμε, Αρίστο μας, στο θέατρο, στην παράσταση που έστησε ο ευφυής Γιώργος Παπαγεωργίου. Τα πρόσωπα που συνδέθηκαν μαζί σου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, παρέλασαν γρήγορα αλλ΄ όχι βιαστικά. Κι ο μαμουνιάρης ο ψαράς κι ο σκληροτράχηλος ο περιπτεράς κι ο συμβολαιογράφος κι όλοι όσοι σε χαρήκανε, σε κοροϊδέψανε, σε γλυκάνανε, σε σιχτιρίσανε. Την ουσία προσπάθησε ν’ αποστάξει ο σκηνοθέτης, απ’ τον θησαυρό λέξεων, εικόνων, γεγονότων, ντοκουμέντων, τα οποία συνέδεσε δεξιοτεχνικά και αράδιασε συνταρακτικά ο συγγραφέας στις σελίδες του βιβλίου του, και κατάφερε ο Παπαγεωργίου ν΄ αποδώσει χαρακτήρες, να οπτικοποιήσει σκηνές, ν’ ανοίξει παράθυρα για να δει , πόρτες να διαβεί ο θεατής, ανάλογα τη δύναμή του. Περιηγηθήκαμε, λοιπόν, στην πρεμιέρα του «Αθήναιον» , στις γνωστές σου γειτονιές της πόλης, ακούσαμε τη μάνα σου να μιλά ποντιακά, την ερωτευμένη μαζί σου Σύλβια να ξεμπροστιάζει με τόλμη και σπαραγμό υπαίτιους της συμφοράς σου , γελάσαμε με την υπερβολή που έσερνε στη σκηνή η τραβεστί στα ακκίσματά της και στα καλιαρντά της, γνωρίσαμε τους παιδικούς σου φίλους, συγχυστήκαμε με τον πορνοαστό συμβολαιογράφο που σε βάτεψε αμούστακο δεκάχρονο και, κυρίως, συγκλονιστήκαμε με την απολογία σου. Ε, ναι, όταν ξεστόμισες την τελευταία σου φράση: « Μανούλα μου, είμαι αθώος» τον κόμπο στο στομάχι τον κάναμε λυγμό. Αρίστο μας, καταθέτω τη συγγνώμη μου για λογαριασμό των εκτελεστών σου. Κι επειδή εσύ- της δευτέρας του δημοτικού και κείνο με το ζόρι - είσαι ένα αρνάκι του Θεού κι όχι το μαύρο πρόβατο μιας δήθεν άμωμης κοινωνίας , κράτα αυτό που μας άφησε παρακαταθήκη ένας μεγάλος του επίγειου κόσμου, ο οποίος σεργιανάει κάπου στα μέρη σου: « το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» μπορεί να οδηγήσει μόνο στο να τυφλωθεί όλος ο κόσμος» – Γκάντι. Η παράσταση , έμπλεη ευρημάτων, διέθετε σκηνική δυναμική αντίστοιχη του συγγραφικού δράματος, είχε γρήγορους ρυθμούς, συμπλοκή αφήγησης με το ζωντάνεμα χαρακτήρων, έβαζε το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων, δημιούργησε σαφή ερωτηματικά για τις συνθήκες ζωής, τους όρους απόδοσης δικαιοσύνης, το βάθος του αισθήματος δικαίου, την προσωπική ευθύνη και την ενοχή σε μια εποχή που η κοινωνία βρισκόταν σε κρίση, ενώ , σαφώς, ήταν πολιτικά καταγγελτική. Σίγουρα προϋπήρξε μελέτη από τους διασκευαστές κι ύστερα πολλή δουλειά απ’ όλους τους συντελεστές, για να συμπυκνωθεί ο πολυσήμαντος λόγος του Θωμά Κοροβίνη στα ογδόντα λεπτά θεατρικής παράστασης. Τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί , Μιχάλης Οικονόμου, Φιλαρέτη Κομνηνού, Γιώργος Χριστοδούλου, αφηγήθηκαν καταθέσεις μαρτύρων, αποσπάσματα τύπου, δικαστικές αποφάσεις κι ερμήνευσαν όλους τους ρόλους μέσα σε έντονη συναισθηματική , βιωματική φόρτιση. Κατάφεραν αξιοθαύμαστα να εγγράψουν με οξύτητα, συναίσθημα και πλαστικότητα τους ήρωες και τις αντιδράσεις τους. Καθοριστική η συμβολή του πολυτάλαντου μουσικού Κλείτου Κυριακίδη επί σκηνής. Τα εύσημα σε όλους. Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου Διασκευή: Θεοδώρα Καπράλου Μουσικός: Κλείτος Κυριακίδης Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου Κίνηση: Μαρίζα Τσίγκα Σκηνογραφική/Ενδυματολογική επιμέλεια: Κατερίνα Αριανούτσου Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Προϊστάκη Παίζουν Φιλαρέτη Κομνηνού, Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Χριστοδούλου
Θέατρο Αθήναιον Θεσσαλονίκη Τηλέφωνο: 2310 83 20 60 Παραστάσεις: ως 10 Μαρτίου Τιμές εισιτηρίων: Προπώληση: viva.gr & Ταμείο θεάτρου Αθήναιον Το βιβλίο – τοιχογραφία εποχής του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου» στα βιβλιοπωλεία |