Σχετικά άρθρα
ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τρίτη, 08 Μάρτιος 2016 08:31 |
Το Δηλητήριο του Ροντόλφ Σιρέρα '' Είμαστε πάντα..χάρη στην ανθρώπινη φύση μας Καρλ Γ. Γιουνγκ
Ένας μαρκήσιος καλεί στην έπαυλή του, έναν διάσημο νεαρό ηθοποιό με στόχο να του κάνει οντισιόν για το ρόλο του Σωκράτη, ο οποίος βιώνει την εμπειρία του θανάτου του, μετά την κατάποση του κώνειου. Το έργο είναι δημιούργημα του ίδιου του Μαρκήσιου ο οποίος διανύοντας την ταραγμένη αλλά και γόνιμη περίοδο λίγο πριν την Γαλλική επανάσταση, προβληματίζεται με ζητήματα όπως η ανθεκτικότητα της τέχνης του θεάτρου κι η αυθεντικότητα της υποκριτικής των ηθοποιών. Το ίδιο θέμα του έργου, «αποπλάνησε» όπως θα ήταν φυσικό τους ηθοποιούς με αποτέλεσμα να γίνει ιδιαίτερα αγαπητό και γνωστό σε πολλές χώρες το δημιούργημα αυτό του Καταλανού συγγραφέα ο οποίος το είχε γράψει αρχικά για την τηλεόραση και δεν περίμενε την απρόσμενη επιτυχία του. Το έργο αρχίζει παράδοξα αλλά και πολύ ατμοσφαιρικά. Μέσα από την ενασχόληση του με τους θεατρικούς κώδικες ή και εξ αιτίας αυτής, ο μαρκήσιος επιχειρεί να ερμηνεύσει τον πρώτο του ρόλο, διαλέγει να υποδυθεί τον υπηρέτη του, με θεατή τον προσκεκλημένο του ηθοποιό. Παρά το γεγονός πως δίνει μια πειστική εικόνα υπηρέτη μέσα από την αμφίεση και την ταπεινή συμπεριφορά του, προδίδει την πραγματική του ιδιότητα, φανερώνοντας την θεωρητική του κατάρτιση, σε μια συνομιλία. Κι ωστόσο πείθει τον ένα και μοναδικό θεατή του ίσως γιατί εκείνος είναι ναρκισσιστικά προσηλωμένος στην ίδια του την εικόνα και δεν πολυπροσέχει τις ιδιομορφίες του υπηρέτη ο οποίος σαν «σχήμα» δεν τον αφορά. Ο ηθοποιός άλλωστε βρίσκεται στην έπαυλη όχι για να συνάψει φιλίες με τον υπηρέτη αλλά επιθυμώντας να χρησιμοποιήσει κάθε πιθανή πρόταση του πλούσιου και ισχυρού μαρκήσιου ώστε να ενισχύσει την καλλιτεχνική του καριέρα. Αυτόν ακριβώς τον στόχο του θα χρησιμοποιήσει σαν δόλωμα ο μαρκήσιος για να τον εμπλέξει σ’ ένα παιχνίδι εξουσίας με αντίτιμο την ίδια του τη ζωή. Ο νεαρός -και σίγουρος για την απήχησή του στο κοινό- ηθοποιός θα πρέπει να ερμηνεύσει πειστικά έναν άντρα που περνάει δηλητηριασμένος από τη ζωή στο θάνατο. Θα μπορούσε να το κάνει επαρκώς βασισμένος στο ταλέντο του; Θα χρειαζόταν ίσως να πιστέψει ψευδώς ότι όντως πεθαίνει ώστε να αποδώσει τις κρίσιμες αυτές στιγμές με αυθεντικότητα; ‘Η μήπως εν τέλει ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί η απόλυτη ερμηνεία, θα ήταν να πεθάνει όντως την ώρα που ερμηνεύει το ρόλο του; Ερωτήματα που έχουν τεθεί από τους σημαντικούς δασκάλους του θεάτρου και έχουν επιλυθεί ως ένα βαθμό μέσα από διαφορετικές ή και συγγενείς ερμηνευτικές μεθόδους, εξυπηρετώντας την μία ή την άλλη κατεύθυνση, την ταύτιση με τον χαρακτήρα ή την αποστασιοποίηση. Φυσικά ο Μαρκήσιος δεν αναζητάει απλά την απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα, επιχειρεί επιπλέον να δημιουργήσει για τον εαυτό του ένα θέαμα το οποίο να υπερβαίνει της ικανοποίησης που προσφέρει μια συμβατική θεατρική παράσταση και να ανιχνεύεται μόνο στα σκιώδη τοπία της υπέρβασης και της έκστασης. Αναζητά την ακραία συγκίνηση της απόλυτης ερμηνευτικής αυθεντικότητας για την αυστηρά προσωπική του απόλαυση. Δεν τον ενδιαφέρει το ένδυμα, η προσέγγιση του χαρακτήρα, η εποχή, όλα τα αναπαραστατικά μέσα, ακόμα και το έργο του το χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα, τον ενδιαφέρει μόνο η ίδια η στιγμή του θανάτου ως η υπέρτατα ηδονική κι αφοπλιστικά καταλυτική έκφανση της ανθρώπινης περιπέτειας. Και φυσικά ως ευγενής και μαρκήσιος χωρίς ιδιαίτερα δημοκρατικές ιδεολογικές τάσεις, έχει την πεποίθηση πως η ανθρώπινη ζωή αξίζει να θυσιαστεί προκειμένου να του αποκαλυφθεί στην τελείωση του, ένα τέτοιο μυστήριο. Δεν διαφέρει βέβαια και πολύ από τον όχλο ο οποίος λίγο καιρό μετά θα παρακολουθεί εκστασιασμένος τους αποκεφαλισμούς των ευγενών δυναστών του όχι από μια αίσθηση δικαιοσύνης ή εκδίκησης αλλά από την ίδια την απόλαυση της γειτνίασης με τον βίαιο θάνατο, το ακραίο ταμπού της ανθρωπότητας. Τίθεται λοιπόν εδώ ένα ζήτημα που θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον άκρατο ενθουσιασμό του πλήθους στις αιματηρές μονομαχίες των ρωμαϊκών αρένων, την προσήλωση του στις δημόσιες εκτελέσεις, την αδηφάγα περιέργεια που ικανοποιούν τα ντοκουμέντα από μαζικούς ή και ατομικούς θανάτους, την ίδια την περιπέτεια των ευγενών του Μαρκήσιου ντε Σαντ οι οποίοι δημιουργούν ως θεάματα τους βασανισμούς και τις περίτεχνες εκτελέσεις των θυμάτων τους για να αντλήσουν από αυτές σεξουαλική ηδονή, την αντίστοιχη ευχαρίστηση των θεατών των σταφ-βίντεο όπου τα θύματα-ηθοποιοί βασανίζονται και εκτελούνται ον κάμερα, την ηδονή τέλος την οποία αντλεί ο κάθε βασανιστής όταν ξεπερνώντας τους αρχικούς ενδοιασμούς του, προχωράει καθ’ υπέρβαση του καθήκοντος σε ιδιαίτερα απεχθείς ανακριτικές μεθόδους ώστε να αντλήσει την «αλήθεια» από το θύμα του. Ο ίδιος ο μαρκήσιος άλλωστε σχολιάζει αυτήν την αρνητική όψη της ανθρώπινης φύσης, η οποία σε ένα πρώτο επίπεδο λειτουργεί ως «περσόνα» ακολουθώντας τους κανόνες της κοινωνίας και με απόλυτο σεβασμό στα ταμπού αλλά πίσω από την «μάσκα» κρύβει έντεχνα τη «σκιά» το σκοτεινό εκείνο πεδίο στο οποίο τα καθαρά ένστικτα υπό την επιρροή και τον εμβολιασμό των νοητικών επεξεργασιών του «ευφυούς όντος», ξεπερνούν την αναγκαιότητα της επιβίωσης και μετατρέπονται σε θανάσιμες, ηδονικές διαστροφές. Ο μαρκήσιος είναι ο άνθρωπος και επιχειρεί μέσα από την πραγματοποίηση αυτού του πειράματος να οδηγηθεί στο «νουέντε», στην ερωτική αυτή κόψη ανάμεσα στη δημιουργία και τον θάνατο, στην κρίσιμη αιχμή όπου η ανθρώπινη ύπαρξη μετεωρίζεται ανάμεσα στην θεϊκή καταγωγή της και στην υλική της έκπτωση και που είτε ως θύμα είτε ως θύτης κατακτά μέσα από το θυσιαστικό τελετουργικό έστω και στιγμιαία την διονυσιακή έκσταση, την βακχική μανιώδη επίγνωση της διπολικής της φύσης και την εναρμόνιση της επιθυμητής αλλά ανέφικτης αιωνιότητας με την καταναγκαστική θνητότητά της. Ένα τελετουργικό λοιπόν στήνει ο μαρκήσιος, μια θεία λειτουργία που περιλαμβάνει την αναπαράσταση της αιματηρής θυσίας του «ιερού Διονύσου-Ιησού» και κατ’ επέκταση του κάθε θεανθρώπου, επαναπροσδιορίζοντας το θέατρο ως ιερή τέχνη της θέωσης, της επικοινωνίας του θεατή με το υπέρτατο ον-δημιουργό του κι αντικαθιστώντας τον «πάσχοντα θεό» ως εξιλαστήριο θύμα, με τον «πάσχοντα ηθοποιό-ιερέα» ο οποίος πρέπει εντέλει να αναμετρηθεί με την τέχνη του, να αποδεχτεί τον ρόλο του θυσιαστήριου «αμνού» και να προσφέρει ως αντίτιμο για την υπέρβαση της ερμηνευτικής σύμβασης, την ίδια του τη ζωή, μετατρέποντας έτσι σε τελετουργία την θεατρική πράξη και σε ιερό μυστήριο, την σκηνική αναπαράσταση. Ο Πετρόπουλος που έχει εμβαθύνει ιδιαίτερα κι επί σειρά ετών στο έργο αυτό του Σιρέρα κι έχοντας επίσης μεταφράσει το έργο στα Ελληνικά, στήνει μια παράσταση εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την οποία ενισχύει με την έμπειρη, πολυεπίπεδη, ατμοσφαιρική και γεμάτη αποχρώσεις και μεστές παύσεις, ερμηνεία του στο ρόλο του Μαρκήσιου. Σ’ ένα σκηνικό που δεν επιχειρεί να αναπαραστήσει αλλά να υποδείξει στον θεατή το σαλόνι της έπαυλης και τον θυσιαστήριο βωμό-θεατρική σκηνή, με φωτισμούς που επικεντρώνουν στις ατμόσφαιρες και με αρχετυπικά κοστούμια, με ελάχιστα αλλά λειτουργικά ευρήματα και με έμφαση στις συμβολικές λεπτομέρειες όσον αφορά τα σκηνικά αντικείμενα, δημιουργεί ένα ιδανικό περιβάλλον για να αναπτυχθούν οι συγκρούσεις, να αναδειχτεί ο λόγος κι η δράση, να οριστεί η εποχή κι η διαχρονικότητα ταυτοχρόνως και να μεγεθυνθούν οι λεπτομέρειες που αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες των δύο ηρώων. Ο Σάββας ερμηνεύει πειστικά τον ηθοποιό, προσδίδοντας του και τον αέρα του ειδώλου-σταρ και την αύρα του θύματος, αποδίδοντας και τον ναρκισσισμό και την ανασφάλεια και την ιδιοτέλεια του ρόλου. Το μόνο που δεν κατάφερε να προσεγγίσει, είναι οι ρωγμές του χαρακτήρα από την στιγμή που αντιλαμβάνεται την θανάσιμη παγίδα του μαρκήσιου, η εξέλιξη του από ένα πλάσμα εγωκεντρικό που φέρει αλαζονικά το «ιδεώδες» σ’ ένα συντριμμένο ανθρώπινο ον το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με την υπέρτατη πρόκληση, να υπερβεί το ταλέντο του στην υποκριτική ή να πεθάνει. Εκεί η νάρκωση έγινε το κυρίαρχο υποκριτικό εργαλείο κι οι αδύναμες αναταράξεις των συναισθημάτων του δεν μπόρεσαν να βγουν στην επιφάνεια. Ο Πετρόπουλος αντιθέτως δούλεψε υποκριτικά και με το δεύτερο επίπεδο του ρόλου του, δημιουργώντας εκείνες τις απαραίτητες ρωγμές που μας επέτρεψαν να διακρίνουμε το εσωτερικό κι ανομολόγητο τοπίο της ψυχής του μαρκήσιου ο οποίος διαχειρίζεται επιδέξια τον κυνισμό του, ηδονίζεται από την άσκηση εξουσίας, απολαμβάνει το παιχνίδι του, ανατριχιάζει μπρος στην τελετουργική δολοφονία που σχεδιάζει να προκαλέσει αλλά ταυτόχρονα παραδίδεται στον μαγνητισμό του ηθοποιού εξ αιτίας της βαθιάς γοητείας που του ασκεί και ως μελλοθάνατος κι ως εξιλαστήριο θύμα. Η σκηνοθεσία επιχειρεί να ανατρέψει ως ένα βαθμό την αναλγησία του μαρκήσιου και να μετατρέψει το θανάσιμο παιχνίδι σε μια επώδυνη ίντριγκα ενώ η σκηνή του φινάλε μετατρέπει τον πάσχοντα ηθοποιό σ’ ένα νεογέννητο πλάσμα, γυμνό από προσωπεία κι ενδύματα, πρωτόπλαστο ξανά και ταυτόχρονα μαρτυρικό, έτοιμο να βιώσει από την αρχή την εμπειρία της υλικής του υπόστασης, να ξαναγευτεί δηλαδή, το δηλητήριο…
Ροντόλφ Σιρέρα Τουρό Ο πολυβραβευμένος ισπανός συγγραφέας, γεννήθηκε στην Βαλένθια στις 26 Φεβρουαρίου του 1948, σπούδασε ιστορία φιλολογίας, είναι θεωρητικός και θεατρικός συγγραφέας και γράφει στην καταλανική γλώσσα (το να γράφεις -επί Φράνκο- στα καταλανικά ισοδυναμούσε με ακραία αντιστασιακή ενέργεια). Από το 1984 είναι υπεύθυνος για θέματα πολιτισμού στην Περιφέρεια της Βαλένθια. Ενταγμένος αρχικά στην ευρωπαϊκή θεατρική πρωτοπορία, δοκίμασε στη συνέχεια τις δυνάμεις του στο «λαϊκό» θέατρο με μια διασκευή της «Ειρήνης» του Αριστοφάνη που έκανε πάταγο και τον καθιέρωσε. Ο συγγραφέας ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς της παράστασης
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Πετρόπουλος Παίζουν: Διονύσης Σάββας Δημήτρης Πετρόπουλος Παραστάσεις: Κάθε Κυριακή στις 19.00 Θέατρο Αλκμήνη Γκάζι (Μετρό Κεραμεικός) Τηλέφωνο: 210-3428650
|