Σχετικά άρθρα
ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΕΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Δευτέρα, 11 Δεκέμβριος 2017 12:43 |
ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΕΣ του Ignacio Del Moral και της Verónica Fernández
Το έργο Την αποπνικτική ατμόσφαιρα της ενδοχώρας της Ισπανίας που για χρόνια, παγίδευε ανθρώπους και όνειρα, μετατρέποντας τις ζωντανές υπάρξεις, κυρίως γυναίκες, σε αποχυμωμένα μνησίκακα σκέλεθρα, έχουμε γνωρίσει μέσα από τα έργα του Λόρκα με κορυφαίο το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα». Στις «Φυλακισμένες» γραμμένες το 2007, μεταφερόμαστε στην νοσηρή δεκαετία του -40 μετά την επικράτηση του Φρανκικού καθεστώτος, σε μια γυναικεία φυλακή στην οποία η ατμόσφαιρα της πνιγμονής αυτής είναι τόσο έντονη ώστε να δημιουργεί ρωγμές μέσα από τις οποίες ξεχύνονται έντονα όλα τα συναισθήματα των ηρωίδων και των ηρώων της σπαρακτικής αυτής δραματουργίας. Η μισαλλοδοξία του καθολικισμού, η πολιτική καταπίεση, η απελπιστική υποταγή των γυναικών στην αντρική εξουσία, η εξαπάτηση κι η διασάλευση κάθε έννοιας ηθικής μαζί με το σκληρό κλίμα, τις άθλιες συνθήκες στη φυλακή, την οικονομική κατάρρευση και την αναλγησία της ηγεσίας εντός κι εκτός φυλακής συνθέτουν μια εικόνα της επί γης κόλασης. Μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό περιβάλλον οι φυλακισμένες γυναίκες αποκαλύπτονται σταδιακά προσφέροντας μας μέσα από τις διαφορετικές ιστορίες τους, τις βαθύτερες, τις κρυμμένες όψεις της τραγικής τους μοίρας η οποία πηγάζει από την έξω κόλαση και τις οδηγεί αναπότρεπτα στην μέσα κόλαση. Γυναίκες έγκλειστες, καταδικασμένες για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, για την ιδεολογία τους, εξ αιτίας της διπολικής τους διαταραχής, επειδή υπήρξαν πόρνες, μοιχαλίδες, επειδή παραδόθηκαν σ’ έναν καταβρωχθιστικό, ανέλπιδο έρωτα, γυναίκες που έκλεψαν ή λήστεψαν για έναν άντρα, που σκότωσαν τον δυνάστη τους, που αντιτάχθηκαν στην εξουσία άλλες σθεναρά κι άλλες αυτοκαταστροφικά, γυναίκες που έγιναν η βορά μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, κηρύχτηκαν ένοχες, προδόθηκαν και λεηλατήθηκαν. Οι γυναίκες αυτές της Ισπανίας κι όλης της γης, του τότε και του σήμερα, τιμωρούνται όχι μόνο για όσα έκαναν αλλά και για την ίδια τη γυναικεία τους φύση. Κι ανάμεσα τους οι μαντιλοδεμένες καλόγριες κουβαλούν κι αυτές ένα διαφορετικό φορτίο, μια κατάρα εξ ίσου δυσβάστακτη κι αποπνικτική υπό την κυριαρχία του μέγιστου δυνάστη, του θεού τους και των επί γης εκπροσώπων του. Υπάρχουν φυσικά και οι άντρες, παρόντες κι απόντες. Κυρίαρχοι ωστόσο. Δειλοί, υποταγμένοι στην εξουσία, χαϊδεμένα παιδιά μιας κοινωνίας που τους τα συγχωρεί όλα, διεστραμμένοι, αθώοι ενίοτε με καλές προθέσεις αλλά αδύναμοι, ελεύθεροι αλλά σκλάβοι της ίδιας τους της φύσης που δεν μπορεί ούτε να εξημερωθεί ούτε να εξημερώσει, μπορεί μόνο να μάχεται σε αιματηρούς πολέμους, να εξουσιάζει βάναυσα ή να καρπώνεται τα λάφυρα της λαγνείας της. Οι ηρωίδες έρχονται αντιμέτωπες όχι μόνο με τα σίδερα της φυλακής τους αλλά και με άλλες απειλές εξ ίσου απτές αν και συχνά ανομολόγητες, με το σκοτάδι της άγνοιας, με το κρύο, με την στέρηση, με τη βία, με τον αποκλεισμό, με την ανάγκη για επιβίωση, με τις τύψεις τους, με τους ακατανίκητους πόθους τους, με την ανυποταξία τους, με τον θάνατο, με την ερωτική απώλεια, με την στέρηση του παιδιού τους, με την προδοσία, με τον βιασμό, με όλους αυτούς τους δαίμονες γύρω τους και με το θεό από πάνω τους. Συνθλίβονται κι εντούτοις τραγουδούν σαν ένας χορός Ελληνικής τραγωδίας, ο πόνος τους γίνεται στίχοι, μελωδίες, τρυφερότητα, κατανόηση, συχώρεση. Γιατί είναι γυναίκες. Ικανές να φέρουν λίγο παράδεισο στην κόλαση που οι άλλοι ετοίμασαν γι’ αυτές. Αλλά και αναπόδραστα παγιδευμένες αφού ακόμα κι όταν ανοίξει η πόρτα του κλουβιού τους, καραδοκεί η απειλή του θανάτου σαν να ήταν και να είναι αυτή η κοινωνία γύρω τους, ένα θηρίο που δεν μπορεί να τραφεί παρά μόνο με τις σάρκες τους. Γιατί ακόμα και σήμερα μια γυναίκα οφείλει ή να υποταχτεί ή να καταστραφεί, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο στους σύγχρονους καιρούς μας. Με τρόπους διαφορετικούς αλλά εξ ίσου τρομακτικούς είμαστε όλες φυλακισμένες εξ αιτίας του φύλου μας. Κι εδώ μπορεί κανείς να αναζητήσει την διαχρονικότητα του έργου αυτού το οποίο προσεγγίζει πολύπλευρα την περιπέτεια της γυναίκας μέσα σ’ ένα κόσμο που τον κυβερνούν άντρες. Εξαιρετική η δόμηση του έργου, στο οποίο οι σεκάνς ολοκληρώνουν σταδιακά τις επί μέρους ιστορίες καθώς τα μέλη ενός χορού καταραμένων, αποσπώνται από το σύνολο για να γίνουν τα τραγικά πρόσωπα και συγχωνεύονται ξανά σ’ αυτό για να αποτελέσουν μια μάζα αδιάσπαστη, με κοινή μοίρα και κοινούς πόθους, την ελευθερία, την μητρότητα, τον έρωτα. Οι κορυφώσεις διαδέχονται η μία την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό, οδηγώντας στην έκρηξη του φινάλε που απελευθερώνει ή μέσα από τον θάνατο τις φυλακισμένες ή μέσα από μια ξέφρενη πορεία προς αυτόν ή μέσα από έναν εξ ίσου επώδυνο συμβιβασμό. Κάτι που επιβεβαιώνεται και με το τραγούδι του φινάλε. Έντονες οι συναισθηματικές εκρήξεις, έντονες εξ ίσου κι οι εύγλωττες σιωπές, έντονες οι ψιθυριστές συνομιλίες αλλά κι οι δυναμικές συγκρούσεις σ’ ένα έργο που κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση από την πρώτη ως την τελευταία του δράση. Οι «χαρακτήρες» του έργου διαθέτουν τα προσόντα μιας ισχυρής δραματουργίας. Είναι ολοκληρωμένοι, δικαιώνονται μέσα από τις ίδιες τις αντιθέσεις τους, είναι διαφορετικοί μεταξύ τους, έχουν σκοτεινές και φωτεινές όψεις, έχουν ιστορία η οποία αποκαλύπτεται στα κρίσιμα σημεία και κλιμακωτά καθώς εντείνεται η δράση, φέρουν την εποχή τους αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και διαχρονικές μορφές, έχουν ισχυρή υπόσταση και κρυμμένες πτυχές. Συνθέτουν το δράμα σε όλες τις πτυχές του, μας παραδίδουν μια ολοκληρωμένη μαρτυρία της καταδυνάστευσης και του πόνου. Η παράσταση Και περνάμε τώρα στον τρόπο με τον οποίο ένας σκηνοθέτης ανεβάζει αυτό το πολυπρόσωπο και δύσκολο έργο στο θέατρο σήμερα και μάλιστα σε μια μικρή σκηνή τύπου black Box σαν αυτή του Vault. Ο Καρατζιάς κατάφερε να επιτύχει αυτό το εγχείρημα χρησιμοποιώντας σαν εργαλεία του, εκτός από το ταλέντο του, την πείρα, την έμπνευση και την ολοφάνερη αγάπη του για το έργο, κάποια σκηνοθετικά, φωτιστικά και σκηνογραφικά ευρήματα που μετέτρεψαν τα εμπόδια σε δυνατότητες. Ο σκηνοθέτης ηθοποιών, δούλεψε σε βάθος και με συνέπεια τον καθένα από αυτούς τους πολυδιάστατους ρόλους, οργάνωσε στην εντέλεια τις δράσεις του, εργάστηκε πάνω σ’ ένα απλό αλλά απόλυτα λειτουργικό σκηνικό, έντεχνα φωτισμένο το οποίο μετασχηματίζονταν, ορίζοντας όχι μόνο τους χώρους και την κινησιολογία αλλά και τον βαθύτερο συμβολισμό της δραματουργίας. Δημιούργησε μια σειρά από κινηματογραφικές σεκάνς οι οποίες ενέτειναν τους ρυθμούς και έστησε αντιστικτικές δράσεις που αλληλεπιδρούσαν μέσα από μια υπόγεια δυναμική, ενισχύοντας το συναίσθημα και τις εντάσεις. Πολύτιμος αρωγός του η μουσική η οποία ενσωματώνεται στη σκηνοθεσία και διακινεί συναισθήματα πέρα από τα λόγια και τις δράσεις. Έδωσε στην παράσταση ρυθμούς που εναλλάσσονταν και κορυφώσεις που ολοκληρώνονταν σαν κυματισμοί μέχρι την τελική έκρηξη, έκτισε επιβλητικές ατμόσφαιρες, όρισε τα μέτρα της υποκριτικής ώστε να έχει παλμό, εσωτερικότητα και δυναμισμό χωρίς να εκτρέπεται σε υπερβολές.
Οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν στη σκηνοθετική γραμμή, ακολούθησαν με συνέπεια τους χαρακτήρες τους, εκτέλεσαν με ακρίβεια την κινησιολογία, δημιούργησαν χημεία σωματική και ερμηνευτική ανάμεσα τους, ερμήνευσαν με αυθεντική συγκίνηση, θαυμάσια αίσθηση του μέτρου και του ρυθμού και προσήλωση στην λεπτομέρεια τους δύσκολους ρόλους τους ενώ ταυτόχρονα συντονίστηκαν θαυμάσια στα χορικά τους, στις ομαδικές τους δράσεις. Λειτουργικά και καλόγουστα τα κοστούμια. Χωρίς να ξέρω ισπανικά έχω την αίσθηση πως η μετάφραση απέδωσε τον λόγο με ακρίβεια, εσωτερικό ρυθμό και συνέπεια ως προς τις ιδιαιτερότητες των διαφορετικών χαρακτήρων, ήταν αυθεντική, δυναμική και εξ ίσου λειτουργική. Μια παράσταση που σας συνιστώ ανεπιφύλακτα. Το έργο (από το δελτίο τύπου)Το έργο γράφτηκε αρχικά κατ’ ανάθεση για να παρουσιαστεί από τους τελειόφοιτους της Βασιλικής Ακαδημίας τής Μαδρίτης το 2007, λόγω της μεγάλης επιτυχίας του όμως παίχτηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού θεάτρου τής Μαδρίτης το 2008 σε σκηνοθεσία Ερνέστο Καμπαγέρο. Ο πρώτος που ανέβασε έργο τουIgnaciodelMoralσε Ελληνική σκηνή ήταν ο Στάθης Λιβαθινός στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (2006), «Το βλέμμα του Μελαμψού Άνδρα». Το έργο «οι φυλακισμένες» γράφτηκε αρχικά κατ’ ανάθεση για να παρουσιαστεί από τους τελειόφοιτους της Βασιλικής Ακαδημίας της Μαδρίτης το 2007, λόγω όμως της μεγάλης επιτυχίας του, παρουσιάστηκε και στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου της Μαδρίτης το 2008, σε σκηνοθεσία Ερνέστο Καμπαγύρο. Ισπανία, χειμώνας του 1950, μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Η Δικτατορία του Φράνκο στην εξουσία. Συνεργασία Εκκλησίας και Φασιστών. Καθολικισμός. Γυναικείες Φυλακές μέσα σε ένα Μοναστήρι έξω από μία επαρχιακή πόλη της Ισπανικής ενδοχώρας. Με συνθήκες άθλιες. Κρύο, βρωμιά, πείνα, αρρώστιες, απομόνωση, κακοποίηση, βία, θάνατος. Με αφορμή μία χάρη που ζητάει ο επίσκοπος της περιοχής κάθε δέκα χρόνια από την κυβέρνηση για την απελευθέρωση μίας από τις κρατούμενες, παρακολουθούμε τις ζωές, τα όνειρα, τις αγωνίες κάποιων φυλακισμένων, σε μια από τις πτέρυγες της φυλακής. Κάποιες βρίσκονται εκεί για πολιτικούς λόγους, όπως κουμουνίστρια και η αναρχικιά, κι άλλες για κλεψιές, πορνεία, μοιχεία, παράνομες εκτρώσεις, μέχρι και για φόνους, μία που σκότωσε τον άντρα της και μια άλλη που έπνιξε το παιδί της.
Ignacio Del Moral
Ο ένας από τους δύο συγγραφείς (δεξιά) μαζί με τον σκηνοθέτη της παράστασης
Άρχισε την καριέρα του στο θέατρο το 1977 ως ηθοποιός με διαφόρους θιάσους και ανεξάρτητες ομάδες, αν και από το 1990 ασχολείται αποκλειστικά με τη γραφή (θεατρική και σεναρίων). Έργα του έχουν μεταφραστεί στην καταλανική, αγγλική, ελληνική, τσεχική, γαλλική, ιταλική, σουηδική, ρουμανική και φλαμανδική γλώσσα και έχουν παρασταθεί σε χώρες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής.Από τα θεατρικά του έργα ξεχωρίζουν: Το μεγάλο τείχος (βραβείο παιδικού θεάτρου Aytode Badajoz 1982), Ιστορίες πείνας (σε συνεργασία με τη Margarita Sánchez), Ζεστές μέρες (βραβείο Cabildo Insular της Gran Canaria), Το βλέμμα του μελαμψού άντρα (βραβείο της Ένωσης Ισπανών Θεατρικών Συγγραφέων 1992), Ριπές του ανέμου, Να μη μας πάρουν… πριν γίνουν οι εκλογές (βραβείο Hogar Surde Teatro de Comedia), Η νύχτα της αρκούδας (βραβείο Carlos Arniches 2002) Φυλακισμένες (σε συνεργασία με τη Verónica Fernández), Το ταξίδι στο πουθενά (διασκευή για το Θέατρο του ομώνυμου μυθιστορήματος του Φερνάντο Φερνάν Γκόμεθ, ανέβηκε στο CDN (Centro Dramático Nacional) της Μαδρίτης με μεγάλη επιτυχία τον Φεβρουάριο-Απρίλιο 2014), Ο οίκτος (βραβείο του Α’ τουρνουά δραματουργίας 2017) κλπ. Ως σεναριογράφος συνεργάζεται τακτικά σε τηλεοπτικές σειρές όπως: Farmacia de Guardia, Ay Señor, Señor, El Comisario, El Síndrome de Ulises, ενώ εδώ και 5 χρόνια προΐσταται της ομάδας σεναριογράφων μιας από τις δημοφιλέστερες σειρές της ισπανικής τηλεόρασης Cuénta me cómo pasó (Πες μου πώς έγινε), που μπαίνει τον Οκτώβριο του 2017 στη 17η σεζόν προβολής του από την RTVE.Επίσης γράφει σενάρια για τον κινηματογράφο. Οι γνωστότερες ταινίες του είναι οι εξής:Los Lunes al sol (Δευτέρες με λιακάδα), σκην. Fernando Leónde Aranoa με πρωταγωνιστή τον Χαβιέρ Μπαρδέμ (2002). Η ταινία κέρδισε πέντε βραβεία Γκόγια (τα ισπανικά Όσκαρ), μεταξύ αυτών και το Βραβείο καλύτερης ταινίας το 2003, Lope σκην. Andrucha Waddington (Βιογραφική ταινία για τον κολοσσό των ισπανικών κλασικών γραμμάτων Λόπε δε Βέγα.) , La Voz Dormida, σκην. Benito Zambrano, Las aventuras de Tadeo Jones (Οι περιπέτειες του Ταντέο Τζόουνς), με το οποίο κέρδισε το Βραβείο Γκόγια για διασκευασμένο σενάριο το 2013. Ταινία μεγάλου μήκους κινουμένων σχεδίων, σκηνοθεσία: Ενρίκε Γκάτο, κ.α.
Γκάζι Βοτανικός Ημέρες παραστάσεων:Τετάρτη και Πέμπτη: 21:15 Τιμές εισιτηρίων:Γενική είσοδος: 15 ευρώ Διάρκεια:100 λεπτά (χωρίς διάλειμμα) Πληροφορίες-κρατήσεις:213 0356472 / 6949534889 |