Σχετικά άρθρα
"Bob theatre 2009" Οι συνεντεύξεις - ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΟΥΜΠΗΣ |
Τρίτη, 26 Μάιος 2009 18:00 | |
Σελίδα 4 από 6
Επιχειρώντας μέσα απ’ τα «μικρά» να αντιμετωπίσεις τα «μεγάλα» Πως ξεκίνησε το Νο 44; Ο Στάθης ο Λιβαθηνός ήθελε μεταξύ άλλων να δημιουργήσει και μια ενότητα τριών παραστάσεων στο Μεταξουργείο. Μου έγινε το αίτημα με γενικό θέμα «βιογραφίες». Επειδή κι οι τρεις που συμμετείχαν στράφηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση, το πρότζεκτ περιορίστηκε σε βιογραφίες ανθρώπων του περιθωρίου. Τότε και με έναν τέτοιο στόχο, είχα την γνωριμία με αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος διανύει τον έβδομο χρόνο στη φυλακή κι αποφυλακίζεται τον Ιούνιο. Επέλεξα τους ηθοποιούς μου χωρίς να ξέρω ακόμα τη μορφή της παράστασης. Πήραμε τα πρώτα γράμματα του ανθρώπου αυτού ενώ τον είχα ήδη συναντήσει μια φορά. Είχαμε σύνολο γύρω στα οκτώ γράμματα κι άλλες δύο συναντήσεις. Μία μέρα της πενθήμερης άδειά του τον κρατήσαμε ώρες , τον πυροβολούσαμε με ερωτήσεις κι ο άνθρωπος ήταν πολύ δεκτικός να απαντήσει στα πάντα. Από τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι Φεβρουάριο που ανεβήκαμε συλλέγαμε συνεχώς πληροφορίες και διαμορφώσαμε έτσι την τελική μορφή της παράστασης. Ο Σαρακατσάνης που είχε δει δουλειές μου, μου πρότεινε να συμμετέχω μ’ αυτό το έργο στο Bob theatre festival και δέχτηκα με χαρά γιατί εκτιμώ πολύ τη δουλειά των AbOvo και πιστεύω στις δυναμικές αυτού του φεστιβάλ με συμμετοχές, από νέους ταλαντούχους δημιουργούς και ομάδες. Εσύ ήσουν ο βασικός υπεύθυνος και για το κείμενο της παράστασης το οποίο βασίζεται σε μαρτυρίες ενός φυλακισμένου και αποτελείται από τρεις ενότητες. Την σκηνή της επιστροφής του ήρωα στο σπίτι από τη φυλακή όπου και συναντάει την πρώην φίλη του και τον αδελφό του και δύο μονολόγους οι οποίοι αναφέρονται στη ζωή του στη φυλακή και στο πως κατέληξε εκεί. Όλο το έργο εξελίσσεται στη διάρκεια της ημέρας που αυτός ο ήρωας βγαίνει από την φυλακή. Είναι πια ελεύθερος αλλά δεν το νοιώθει ακόμα, δεν μπορεί να το νοιώσει. Μαθαίνει ή μάλλον επαληθεύει ότι η κοπέλα του δεν είναι πια μαζί του. Έρχεται να τον δει ο αδελφός του, ο οποίος συγκρούεται με την πρώην κοπέλα του. Ο ήρωας τους απομονώνει από τη σκέψη του, κλείνοντάς τους σε ένα κουτί της φαντασίας του και ταξιδεύει μέσα από την εμπειρία του. Έτσι, εκεί που ήταν εγκλωβισμένος συναισθηματικά και ψυχικά, μέσα από αυτή την διαδικασία ενδοσκόπησης, συνειδητοποιεί ότι έχει ξαναπάρει πίσω την ελευθερία του. Τώρα είναι πιο ώριμος, ξέρει τι να κάνει με την ελευθερία του, πώς να διαχειριστεί αυτό που ξανακέρδισε και τον εαυτό του. Μέσα από την παρένθεση της εσωτερικής του σκέψης, μαθαίνουμε και την ιστορία του. Μέσα από μια δεύτερη παρένθεση που προηγείται, διηγείται τις εμπειρίες του από τη φυλακή και την ουσία της τιμωρίας, να ονειρεύεσαι αυτά που δεν μπορείς να αγγίξεις. Δεν πρόκειται για ένα θεατρικό έργο αυτόνομο. Θα έλεγα πως είναι ένα θεατρικό έργο-γεγονός-παράσταση. Μίλησέ μου για την προηγούμενη δουλειά σου, τους «Δανειστές» του Αουγκούστ Στρίμπεργκ. Είμαι πολύ ευχαριστημένος που έκανα τους «Δανειστές» επειδή ήταν μια δοκιμασία σε ένα πολύ διαφορετικό είδος. Έπαιξαν οι Θάνος Αλεξίου, Άγις Εμμανουήλ και Αθηνά Αλεξοπούλου. Και γω κι οι ηθοποιοί μου βγήκαμε απείρως πιο δυνατοί απ’ αυτή την εμπειρία. Ήταν ένα κλασσικό κείμενο και σε τέτοιες περιπτώσεις σε χτυπάνε από παντού. Άλλοι σχολιάζουν την σκηνοθεσία, δεν το βρίσκουν όσο μοντέρνο θα θέλανε να είναι από μια νέα ομάδα, άλλοι την μικρή ηλικία των ηθοποιών. Παίζεται από ηλικίες άνω των πενήντα συνήθως. Εμείς το παίξαμε με ηλικίες τριάντα, τριάντα-πέντε, εκεί. Η αλήθεια είναι πως αν σκεφτείς ότι μιλάμε για το 1988, οι ηλικίες σίγουρα θα ήταν μικρότερες όταν γράφτηκε γιατί τότε οι άνθρωποι πραγματεύονταν ζητήματα τέτοια στα τριάντα τους. Στα πενήντα ήταν γέροι ή ακόμα και πέθαιναν. Τέλος πάντων αυτό δεν έχει σημασία για μένα, το θέμα είναι να βγει η ουσία του πράγματος. Δηλαδή ακολούθησες μια κλασσική γραμμή στην σκηνοθεσία των «Δανειστών»; Δεν ήταν ακριβώς κλασσική με την έννοια ότι δεν κρατήσαμε το ενδυματολογικό και σκηνογραφικό πλαίσιο της εποχής. Το σκηνικό ήταν ένα τρίγωνο στο έδαφος με κάποια στοιχεία πάνω του κι οι ηθοποιοί ήταν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης στη σκηνή με κάποια συνθήκη πάντα ενώ ο διάλογος γινόταν μεταξύ των δύο κάθε φορά, αφού παίζουν μόνο δύο χαρακτήρες σε κάθε σκηνή, σε τρεις συνδυασμούς. Ήταν μια λιτή, θα έλεγα με κάθε επιφύλαξη, μοντέρνα άποψη του πράγματος, χωρίς να φτάνει στα άκρα από καινοτομίες. Το παιχνίδι παιζόταν καθαρά στο πως θα συμβεί η επικοινωνία ανάμεσα στους ηθοποιούς στη σκηνή εκείνη τη στιγμή κι όταν αυτό πετύχαινε είχαμε μια πολύ ωραία παράσταση. Ε! εντάξει ήταν εύκολο να χτυπηθεί από παντού αυτό, και από κριτικούς κι από κάποιο κόσμο. Αυτό που αντιλήφθηκα ήταν πολύ αντιφατικές απόψεις. Σε άλλους άρεσε πάρα πολύ, και σε άλλους καθόλου. Ξέρεις, θέατρο είναι, δεν μπορείς να αρέσεις σε όλους, θα ήταν και ανησυχητικό… Μετά από μια σειρά παραστάσεων στο χώρο, μπορείς τώρα να προσδιορίσεις ποιο είναι το κοινό σου; Δεν έχω καταλάβει αν είναι οι νεώτεροι από μένα, αν είναι μεγάλοι άνθρωποι… Έχω δει θεατές απ’ όλες τις ηλικίες στις παραστάσεις μου κι έχει τύχει να τους αρέσει αυτό που είδανε και να μην τους αρέσει επίσης… Δεν ξέρω ακόμα αλλά νομίζω πως υπάρχουν κάποιοι που έχουν σταμπάρει το όνομά μου και παρακολουθούν τις παραστάσεις μου. Οικονομικά πως αντιπαρέρχεσαι; Μπορείς να ζήσεις από τις σκηνοθεσίες σου; Δεν μπορείς να περιμένεις από τις παραστάσεις. Τα εισοδήματα από τις σκηνοθεσίες δεν είναι σταθερά, ούτε και αρκετά. Ζω κάνοντας μαθήματα υποκριτικής. Τώρα διδάσκω σ’ ένα πολιτιστικό κέντρο στην Κηφισιά. Η διδασκαλία είναι κάτι με το οποίο έχω τριφτεί εδώ και έξι επτά χρόνια και έχω μια συγκεκριμένη μέθοδο που δουλεύω με τους ηθοποιούς. Είναι κάτι που μου αρέσει και μου προσφέρει κάποια σταθερά έσοδα, … Έχω και την ομάδα μου στη Νέα Αρτάκη όπου πληρώνομαι από το Δήμο σταθερά και με την οποία συνεχίζω. Θα ανεβάσουμε φέτος το καλοκαίρι Μολιέρο, το «Γιατρό με το στανιό». Το χειμώνα θα ολοκληρώσουμε την παράσταση που ξεκινήσαμε να δουλεύουμε φέτος πάνω στους «Δέκα μικρούς νέγρους» της Αγκάθα Κρίστι. Όλα αυτά για μένα είναι σπουδή, να δουλεύω δηλαδή πάνω σε έργα που δεν θα ανέβαζα ποτέ σε κάποιο θέατρο στην Αθήνα. Δεν έχεις σκεφτεί να δημιουργήσεις μια δική σου ομάδα; Δεν μου είναι πολύ εύκολο να κινώ καταστάσεις και να δημιουργήσω ομάδα η οποία θα μπει στο χώρο με δική της παραγωγή, ρισκάροντας χρήματα. Σε ότι έχω κάνει μέχρι στιγμής είμαι μέρος μιας παραγωγής υπάρχουσας. Και νομίζω πως έτσι θάπρεπε να είναι τα πράγματα για να μπορεί ο καθένας να κάνει σωστά τη δουλειά του στον τομέα του. Παιδιά που εκτιμώ τα βλέπω να τρέχουν για να στήσουν την παραγωγή τους, κάτι που τους τρώει δυστυχώς πολύ ενέργεια την οποία θα έπρεπε να διοχετεύουν στη δουλειά τους, που επί της ουσίας είναι η θεατρική δημιουργία. Στη θεατρική δημιουργία λοιπόν ποιος είναι ο δικός σου δρόμος; Ο δρόμος, ο ένας από τους κυριότερους που θα ‘θελα να ακολουθήσω είναι αυτός που άνοιξε η παράσταση «πέναλντι» και συνεχίστηκε και φέτος με το Νο44. Χωρίς φυσικά να υποτιμώ καμμία από τις άλλες μου δουλειές… Σ΄αυτό το δρόμο δούλεψα και το «Επείγον», μια παράσταση με τους μαθητές μου στην Αρτάκη, όπου είχαμε δημιουργήσει μια ταβέρνα και παίζανε εικοσιπέντε άτομα. Βρήκαμε αυτή τη συνθήκη και αρχίσαμε να κάνουμε αυτοσχεδιασμούς, πολλούς αυτοσχεδιασμούς ανά δύο, ανά τρεις, και μετά το βλέπαμε, συζητάγαμε πάνω σ΄ αυτό, εξελίσσοντας τους χαρακτήρες. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να κρατάμε σημειώσεις, γυρίσαμε βίντεο… Κάποια στιγμιότυπα είχανε ήδη δημιουργηθεί και μείνανε ως κομμάτια και σε κάποια άλλα έγραψα το κείμενο πάνω στις σημειώσεις. Όταν έδωσα πια τα κείμενα στα παιδιά, τα έπαιξαν αμέσως. Ήξεραν ακριβώς την κατάσταση. Είχαν, μέσα από τη διαδικασία, καταλάβει πως προήλθε. Ήταν τα δικά τους λόγια αλλά τοποθετημένα πλέον σε κανόνες. Κάπως έτσι συνέβη και με το Νο 44 βέβαια. Δεν είναι ακριβώς ντιβάιστ, τα κείμενα φιλτράρονται πολύ από μένα. Είναι μια μικτή διαδικασία όπου υπάρχει μια βασική ιδέα, δουλεύεται με αυτοσχεδιασμούς, κάποιες σκηνές προκύπτουν από αυτούς, κάποια τα γράφω εγώ πάνω στους αυτοσχεδιασμούς. Είναι κουραστική και δύσκολη διαδικασία που δεν μπορεί να γίνεται συνέχεια αλλά μου επιτρέπει να μελετώ και να ψάχνομαι πάνω σ’ ένα θέμα που αφορά την τελείως σημερινή Ελληνική πραγματικότητα. Μ’ αυτή την πρόταση που μου έκανε ο Λιβαθηνός, βρήκα το δρόμο για να ασχοληθώ και πάλι με το αγαπημένο μου θέμα, με τους διπλανούς μας ανθρώπους που έχουν τα προβλήματά τους, που τρώγονται, που συγκρούονται, που έχουν όνειρα. Αλλά βέβαια όχι σ’ ένα πλαίσιο μικροαστικού κουτσομπολιού πάνω στα μικροπροβλήματα μας αλλά επιχειρώντας κάθε φορά μέσα από τα μικρά να ανιχνεύσεις και να αντιμετωπίσεις μεγάλα θέματα. Έχεις κάποιο πρότυπο σε σχέση μ’ αυτή την μεθοδολογία, αυτό τον δρόμο; Θαυμάζω τον Μάικ Λη, τον κινηματογραφικό σκηνοθέτη. Νομίζω ότι θα ήθελα συνειδητά να κάνω σε σχέση με τα ελληνικά δρώμενα κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει εκείνος αντλώντας από την δική του, την Βρετανική πραγματικότητα. Και ακολουθώντας τον τρόπο που δουλεύει αυτός, δημιουργώντας χαρακτήρες και φτιάχνοντας ιστορίες μέσα από τις συγκρούσεις, ξεκινώντας από το καθημερινό για να θίξεις το μεγάλο θέμα. Θα ήθελα και γω ανάλογα να χρησιμοποιήσω το ρεαλισμό που είναι μάλλον το καλύτερο πράγμα που ξέρω να κάνω. Τον θαυμάζω αυτό τον καλλιτέχνη και με εμπνέουν πολύ όλα του τα έργα. Τέτοιου τύπου συνδυασμοί, Ελληνική πραγματικότητα και μεγάλα θέματα… Αυτός είναι ο δρόμος που θα ήθελα να ακολουθήσω. Και περιλαμβάνει αρκετά και το κομμάτι της συγγραφής του έργου. Δεν αποκλείω τίποτε άλλο, και μιούζικαλ θα ήθελα να κάνω, μα κυρίως με ενδιαφέρει αυτό. Να το κάνω όσο γίνεται πιο συχνά. Βλέπεις είναι και δύσκολο να σου εμπιστευτούν τέτοιες δουλειές, δεν ποντάρουν σε τέτοιες δουλειές. Ποια είναι η ουσία της τεχνικής που δουλεύεις με τους ηθοποιούς σου; Μιλούν γρήγορα αλλά καθαρά και με φυσικότητα. Είναι πολύ αληθινοί στη σκηνή. Το θέμα είναι να συμβαίνει το ουσιώδες μεταξύ τους, να μην χάνουν τον παλμό, τη ροή, να είναι συγκεντρωμένοι και να διεκδικούν τη δράση τους. Ξέρουν καλά, ηθοποιοί είναι, ότι στο θέατρο πρέπει να ακούγονται αλλιώς δεν αφορά κανέναν. Ξέρουν ότι πρέπει να ανοίξουν. Είναι το τελευταίο μέρος της δουλειάς μου αυτό, το να το ανοίξω τους ηθοποιούς και να περάσει το κείμενο στην πλατεία, στο κοινό. Όλο το θέμα είναι να καταλάβουν καλά τι συμβαίνει ανάμεσά τους. Ακόμα κι όταν διακόπτονται, γιατί είναι συνηθισμένο στα έργα μου να διακόπτονται, να προσπαθούν να βρουν το στόχο τους μέσα από όλα αυτά τα εμπόδια. Διακόπτεσαι αλλά δεν διακόπτεται κι η ζωή σου. Πάνω σ’ αυτό δουλεύουμε πολύ. Μέσα από τις επαναλήψεις συντονίζονται έτσι ώστε να ελέγχουν τα σημεία στα οποία διακόπτονται και το πώς θα ξαναμπούν. Είναι θέμα επαναλήψεων, ρυθμού… Να κατανοήσεις την ουσία του πράγματος και να προχωρήσεις μέσα από τις διακοπές. Γι’ αυτό είναι και επικίνδυνο, γι’ αυτό μπορεί να χάσουμε και παραστάσεις. Μπορεί να χαθεί όλο αυτό το κομμάτι συντονισμού τους και να το ψάχνουν την ώρα της παράστασης. Αυτό με προβλημάτισε πάρα πολύ φέτος, η αστάθεια των παραστάσεών μου. Προσπαθώ να βρω τρόπους ώστε σ’ αυτό το πολύ ρευστό σύστημα, όπου μόνο την ουσία ξέρεις και διεκδικείς, να υπάρξει μια συνέπεια, να σταθεροποιηθεί το επίπεδό του.
|