Σχετικά άρθρα
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Τρίτη, 10 Μάιος 2022 12:52 |
Η Βασίλισσα της Ομορφιάς του Μάρτιν ΜακΝτόνα
Δραματουργία Η Βασίλισσα της Ομορφιάς αποτελεί το πρώτο μέρος της «Τριλογίας της Κοννεμάρα» μαζί με τα έργα «Το κρανίο της Κοννεμάρα» (1997) και «Άγρια Δύση» (2001). Ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Druid στην πόλη Galway της Ιρλανδίας το 1996 και ακολούθησε μεγάλη περιοδεία και νέα ανεβάσματα. Το έργο προτάθηκε για Βραβείο Laurence Olivier καλύτερου θεατρικού έργου, ενώ το ανέβασμά του στο Μπρόντγουει (1998) τιμήθηκε με τέσσερα βραβεία Tony. Η δράση εκτυλίσσεται σε μια αγροτική περιοχή της Ιρλανδίας στη δεκαετία του ‘90, με κεντρικό θέμα την τοξική σχέση ανάμεσα σε μια αυταρχική ηλικιωμένη μάνα και την σαραντάρα κόρη της που την υπηρετεί, Μαγκ Φόλαν και Μωρίν αντίστοιχα, μια σχέση εξάρτησης που γίνεται αφόρητη , όταν για την κόρη παρουσιάζεται η τελευταία ευκαιρία να νιώσει τον αμφίδρομο έρωτα , γεγονός που για τη μάνα σημαίνει την ανεπιθύμητη προοπτική του γηροκομείου. Ανάμεσα στις δύο γυναίκες, που μια ζωή αλληλοσπαράσσονται, η ένταση κορυφώνεται όταν εμφανίζονται ο αμήχανος υποψήφιος εραστής της κόρης, ο Πάτο Ντούλαν, που θα μπορούσε να τη σώσει παίρνοντάς την μακριά και ο αθυρόστομος νεαρός αδελφός του, Ρέι, που παίζει έναν ρόλο καταλύτη. Η ακραία γραφή, το έντονο σασπένς, οι ανατροπές και το διαβρωτικό χιούμορ μετατρέπουν αυτήν την οικογενειακή τραγωδία σε ψυχόδραμα με προεκτάσεις τραγωδίας. Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα χρησιμοποιεί τον ωμό ρεαλισμό για να αναδείξει μια κατάσταση εξάρτησης μητέρας- κόρης, η οποία αποτελεί ανατομία των οικογενειακών σχέσεων και βαθιά τομή στη σύγχρονη ζωή. Η σχέση της εβδομηντάχρονης Μαγκ Φόλαν και της σαραντάχρονης κόρης της Μωρίν είναι σχέση επιβολής, η οποία εκφράζεται μέσα από ακραία συναισθήματα που νιώθουν η μια για την άλλη. Καθώς ξετυλίγει την καθημερινότητά τους, ο Μακντόνα , εμβαθύνει στην ανθρώπινη ψυχή. Ο συγγραφέας επηρεασμένος από τον νατουραλισμό του Στρίντμπεργκ αναζητά αυτό που δεν φαίνεται. Πρόκειται για μία υπόγεια έκφραση συναισθημάτων που έχει ως όχημά της έναν ιδιαίτερο κυνισμό. Συνεπώς, μέσα από το θεατρικό έργο αναδεικνύεται ο απώτερος στόχος του ρεαλιστικού θεάτρου, που είναι η προσπάθεια για μεγαλύτερη πιστότητα στην απόδοση της καθημερινής ζωής. Η αίσθηση της αληθοφάνειας βοηθά να ταυτιστεί ο θεατής με τους ήρωες και να βιώσει μία ανθρωποφαγική, οικογενειακή συμβίωση. Η ρουτίνα των δύο γυναικών διαταράσσεται βίαια, όταν ο Πάτο - ένας εργάτης οικοδομών από άλλη πόλη - μπαίνει στη ζωή της Μωρίν. Εισπράττουμε ένα κομμάτι του ιρλανδικού ταμπεραμέντου στα καλύτερά του, όταν οι χαρακτήρες εκθέτουν τα τρωτά τους σημεία, ενώ μας σοκάρουν, όταν τους βλέπουμε να πλημμυρίζονται από οργή ή να επιδίδονται σε βίαιες συμπεριφορές. Η μητέρα γίνεται πιο δυνατή, καθώς αρχίζει να αποβάλλει τα σκληρά εξωτερικά της γνωρίσματα και να εκθέτει τις αδυναμίες της. Το ειδύλλιο μεταξύ του Πάτο και της Μωρίν , αποπνέει μια εσάνς από τη σεξουαλική λαχτάρα του Τενεσσί Ουίλιαμς, ενώ τα όνειρα της απόδρασης των δυο εραστών από την κουρελιασμένη ζωή στο σπίτι της μαυρίλας και της καταχνιάς, αποτελούν υποκριτική πρόκληση. Όταν ο Πάτο διαβάζει το γράμμα του προς τη «βασίλισσα της ομορφιάς» της πόλης , όπως αποκαλεί τη Μωρίν, μιλά για τη δική του μοναξιά και την επιθυμία για σύνδεση. Το κάνει τόσο ρεαλιστικά και δυνατά, που, προς στιγμήν, απομακρύνει τη συναισθηματική εστίαση του κοινού από το δράμα μητέρας- κόρης. Πρόκειται για μια δραματουργία που διαχειρίζεται με καυστικό, βιτριολικό χιούμορ, με έντονο σασπένς και σοκαριστικές ανατροπές, ζωτικά ζητήματα όπως η μοναξιά κι η διάβρωση σχέσεων, ζωών και προσωπικοτήτων μέσα από την ζήλια, την κτητικότητα, τα ψεύδη και την αρρωστημένη εξάρτηση. Αν και αναφέρεται εν προκειμένω στην αντιπαράθεση δυο γυναικών, μάνας και κόρης, θα μπορούσε να γενικευτεί σαν ανθρώπινη παθογένεια ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, εποχής και τόπου. Η «Βασίλισσα της ομορφιάς» (Beauty Queen of Leenane) παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά, στην Ελλάδα από τον Θύμιο Καρακατσάνη, τη σεζόν 1997-1998 με τον τίτλο «Ωραία μου βασίλισσα», στο θέατρο «Μπροντγουαίη» σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου, τον ίδιο στο ρόλο της Μαγκ και με Μωρίν την Άννα Βαγενά. Μια δεκαετία αργότερα το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη με την Έρση Μαλικένζου - μητέρα Μαγκ και κόρη - Μωρίν τη Ναταλία Τσαλίκη στο θέατρο «Βικτώρια» και τώρα ευτυχεί σε ένα εξαιρετικό ανέβασμα από την ομάδα «Νάμα» και την Ελένη Σκότη. Ο συγγραφέας Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα είναι ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς συγγραφείς και σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς. Τα έργα του εστιάζουν στην απεικόνιση της ακραίας βίας των καιρών μας, σωματικής και ψυχολογικής, κι έχουν κερδίσει την αγάπη του κοινού και πολυάριθμα βραβεία. Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1970 από Ιρλανδούς γονείς και μεγάλωσε σε μια κοινότητα με ισχυρό το ιρλανδικό στοιχείο. Απέρριψε νωρίς την παραδοσιακή εκπαίδευση, εγκατέλειψε το σχολείο στα 16 του και άρχισε να γράφει. Αρχικά, έγραψε 22 έργα για το ραδιόφωνο (απορρίφθηκαν όλα απ’ το BBC) και αρκετά σενάρια. Γνώρισε την επιτυχία, όταν στράφηκε στη συγγραφή θεατρικών έργων. Εκτός από την «Τριλογία της Κοννεμάρα» έγραψε την «Τριλογία των Νησιών Άραν», που περιλαμβάνει τα έργα «Ο σακάτης του Ίνισμαν», «Ο υπολοχαγός του Ίνισμορ» και «Τα ξωτικά του Ινισίερ». Το έργο του «Ο πουπουλένιος», που τιμήθηκε με το βραβείο Ολίβιε καλύτερου νέου θεατρικού έργου, παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας το 2003. Το 2004 μπήκε και στον χώρο του κινηματογράφου γράφοντας και σκηνοθετώντας την ταινία μικρού μήκους «Six Shooter», η οποία βραβεύτηκε με Όσκαρ. Ακολούθησαν οι μεγάλου μήκους ταινίες «In Bruges» (Αποστολή στην Μπριζ) (2008), «Επτά ψυχοπαθείς» (2012) και «Τρεις Πινακίδες έξω απ’ το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» (2017), που τιμήθηκε με βραβεία BAFTA, Satellite, Χρυσές Σφαίρες, καθώς και με επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ. Η παράσταση Η σκηνοθέτις Ελένη Σκότη σπάει το ασφυκτικό lockdown ενός κλειστοφοβικού δωματίου – κουζίνα των Φόλαν, εισέρχεται στην κακοφορμισμένη ατμόσφαιρά του και σμιλεύει με κάθε ουσιαστική λεπτομέρεια πρόσωπα και πράγματα, δίνοντας την ευκαιρία στους εξαιρετικούς ηθοποιούς να απογειώσουν τις σκηνές. Η Σοφία Σεϊρλή στον ρόλο της τυραννικής μητέρας ενσαρκώνει έξοχα ένα υπόγεια χειριστικό πλάσμα, που, ωστόσο, κρύβει εντός του ένα ολόκληρο δαιμονικό εργοτάξιο σκαιότητας και σατραπισμού, που σαρώνει τους πάντες στο πέρασμά του, εξασφαλίζοντας ακόμα και μετά θάνατον την επιβίωσή του, σαν μια συμβολική -προέκταση της μοιρολατρίας και της συνθηκολόγησης. Το έργο τελειώνει με την Μωρίν να «ντύνεται» Μαγκ και να λικνίζεται στην κουνιστή καρέκλα – θρόνο της μητέρας της. Η Ράνια Σχίζα, η μεσήλικη Mωρίν των ανικανοποίητων πόθων και των παρακρούσεων, περιχαρακώνει τον μικρόκοσμό της με ήσσονος σημασίας νίκες επί της μητέρας της και αφήνει, άλλοτε με έκρυθμο μένος και άλλοτε με οδύνη, να εκλυθούν οι τελικοί σπασμοί για να ακουστεί ο βαθύς επιθανάτιος ρόγχος ενός ολόκληρου κόσμου που έχει παραδοθεί άνευ όρων στον λήθαργο και στην αδράνεια. Η απαράμιλλη ερμηνεία της ηθοποιού συγκλονίζει το κοινό. Της αξίζουν πολλοί έπαινοι. Ο εξαιρετικός Ιωσήφ Ιωσηφίδης , ο ματαιωμένος εραστής Πάτο με τους έωλους οραματισμούς και τα θολά αισθήματα, διαγράφει υποκριτικά μια ακόμα ισχυρή πτυχή στον καμβά των τραγικών προσώπων-θυμάτων, όπως και ο ηφαιστειώδης νεαρός Ρέι του Γιάννη Μάνθου, που περιφέρει πειστικά τις πληγωμένες σάρκες του διαταραγμένου ψυχισμού του, με απόγνωση και χωρίς καμιά ελπίδα διαφυγής, σ’ έναν Μπεκετικό κύκλο αλληλοεπιδράσεων των εμμονών του, ενώ το απραγματοποίητο όνειρο μετανάστευσης στο Λονδίνο, αντιπαρατίθεται μάταια με τη στείρα ζωή του στο χωριό της Ιρλανδίας. Το καταπονημένο από τον χρόνο και την ένδεια σπίτι των δύο γυναικών, αποτυπώνεται ατμοσφαιρικά και λειτουργικά στο σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου (μια κουζίνα με όλα τα χρειώδη, μια σόμπα – που συμμετέχει ενεργά στην εξέλιξη της ιστορίας, ένας νιπτήρας που ζέχνει, ένα τραπέζι και μια κουνιστή καρέκλα σαν σύμβολο της ναρκισσιστικής παράκρουσης). Κάτω από τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, ο θεατής βιώνει έντονα τις δυστοπικές συνθήκες και τις ανατρεπτικές εξελίξεις που, σταδιακά, οδηγούν μάνα και κόρη στην τρέλα και στα άκρα. Η παράσταση, καλοζυγισμένη, μετρημένη, με σωστούς ρυθμούς, διεισδύει ως τον πυρήνα του έργου και το αναδεικνύει. Ευτύχησε, επίσης, να έχει τέσσερις ηθοποιούς που στέκονται απολύτως στο ύψος των περιστάσεων.
Παίζουν:Σοφία Σεϊρλή, Ράνια Σχίζα, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Γιάννης Μάνθος
Τσιμισκή 136 Τηλέφωνο: 2310 230 013 Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Διάρκεια παράστασης: 110 λεπτά Τιμές εισιτηρίων Προπώληση: viva.gr& ταμείο θεάτρου ΑΥΛΑΙΑ |