Ποιος ήταν ο Κύριος; «Ο Διάλογος», «Ο Επικήδειος» και «Ποιός ήταν ο κύριος;» Τρία μονόπρακτα του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Τρία μονόπρακτα του Ιακώβου Καμπανέλη σκηνοθέτησε φέτος η Κατερίνα Πολυχρονοπούλου με ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών που ανέδειξαν και το υπόγειο χιούμορ αλλά και την τραγικότητα της δραματουργίας. Και τα τρία έργα έχουν μια σαφή αναφορά στις διαψευσμένες ελπίδες και στην αγωνία του ανθρώπου να επικρατήσει πέρα από το χωρόχρονό του, να δημιουργήσει τον προσωπικό του μύθο.
Τα κείμενα: Τον «Επικήδειο», τον οποίο έχω απολαύσει παλαιότερα ερμηνευμένο δεξιοτεχνικά από τον Θανάση Παπαγεωργίου στο θέατρο «Στοά», ανέλαβε για πρώτη φορά να ερμηνεύσει γυναίκα. Πρόκειται για ένα μονόλογο ο οποίος μέσα από ένα τηλεφώνημα αποκαλύπτει στην ουσία την βαθύτερη φύση της φιλοδοξίας και τον τρόμο της αφάνειας. Ένας συγγραφέας που απεγνωσμένα αναζητάει την προβολή του, καταλήγει να σχεδιάζει μια περίλαμπρη κηδεία για να ανταγωνιστεί τον πρόσφατα κηδευθέντα συνάδελφό του αφού ο ίδιος νοιώθει υποτιμημένος όσον αφορά την αναγνώριση του έργου του. Με διαύγεια λεκτική, υποφόσκον χιούμορ και έντονο σαρκασμό ο συγγραφέας μας δίνει την εικόνα ενός ανθρώπου που ορίζει μακάβρια την επιβεβαίωσή του, που θεωρεί το γεγονός της ανάδειξής του σημαντικότερο ακόμα κι από τη ζωή του, σαν ένα επίτευγμα ανώτερο της ίδιας του της ύπαρξης. «Ας μην ζω αλλά επιτέλους ας αποδείξω πως υπάρχω». Και είναι ικανός να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο πλάγιο ή ευθύ προκειμένου να πετύχει το στόχο του μεταθέτοντας την βαρύτητα της ιδιότητάς του από την ευθύνη της δημιουργίας, στις δημόσιες σχέσεις. Κάτι το οποίο μπορούμε διαχρονικά να αναγνωρίσουμε ως κρίσιμο ζήτημα σε κάθε καλλιτεχνικό ή συγγραφικό κύκλωμα. Στο μονόπρακτο «Ο διάλογος» το οποίο παίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, ο συγγραφέας μας δίνει την εικόνα ενός ζευγαριού που το στοιχειώνει το ανεκπλήρωτο. Μέσα από την εξοικείωση της πολύχρονης συμβίωσης αλλά και μέσα από την αφόρητη μοναξιά τους οι ήρωες παύουν πλέον να απευθύνονται και επιδίδονται σε απανωτούς μονολόγους χωρίς καν να ακούν ή να συναισθάνονται ο ένας τον άλλο. Μια πρωτοποριακή γραφή καθώς οι μονόλογοι εκστομίζονται παρουσία και των δύο χαρακτήρων στη σκηνή-σαλόνι κι η δυνατότητα να επικοινωνήσουν μηδενίζεται όχι από την συνθήκη αλλά από το χάσμα, το αγεφύρωτο ανάμεσά τους. Και πάλι έντονο το στοιχείο του χιούμορ και του σαρκασμού καθώς η απελπισία ορίζεται όχι μόνο από αυτά που δεν έκανε ο καθένας μόνος του αλλά κι από αυτά που δεν έκαναν κι εξακολουθούν να μην κάνουν μαζί. Οι ήρωες είναι δυστυχείς και μαζί φαιδροί. Προσπαθούν να δικαιώσουν τους εαυτούς τους επικαλούμενοι τις χαμένες ευκαιρίες, υπονοώντας πως τους έπνιξε ο γάμος τους αλλά είναι ολοφάνερο πως ουδέποτε οι ίδιοι έδρασαν δυναμικά ώστε να ανατρέψουν τη μοίρα τους και να διεκδικήσουν κάποια από τις επιθυμίες τους. Μου θυμίζουν εμάς τους Έλληνες πολίτες, που εν τω μέσω της κρίσης διαμαρτυρόμαστε από τους καναπέδες μας για την άδικη κυβέρνησή μας ενώ ταυτόχρονα δεν κάνουμε την παραμικρή κίνηση να την ανατρέψουμε περιμένοντας ίσως κάποιον σωτήρα, έναν Μπεκετικό «Γκοντό» ο οποίος δεν θα εμφανιστεί ποτέ.
Το τρίτο μονόπρακτο κλείνει την παράσταση, είναι επίσης άπαιχτο και έχει τον τίτλο «Ποιος ήταν ο κύριος» Μια οικογένεια πενθεί για τον απρόβλεπτο θάνατο του πατέρα, συζύγου και αδελφού τους. Ένας άγνωστος εισβάλει στο χώρο τους κι αρχίζει να μιλάει για τον εκλιπόντα παρουσιάζοντάς τον ως επιστήθιο φίλο του και ούτε λίγο ούτε πολύ ως έναν άνθρωπο με σπάνια ταλέντα, μοναδικό ήθος κι άφθαστο ηρωισμό. Η οικογένεια σχεδόν άφωνη παρακολουθεί την διήγηση του επισκέπτη ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να βλέπουν τον δικό τους άνθρωπο με τα μάτια του φίλου του, τον οποίο επιπροσθέτως δεν αναγνωρίζουν. Κι ωστόσο υπάρχει μια ρωγμή εδώ. Γιατί ο νεκρός κράτησε μακριά τους τα πιο σημαντικά του επιτεύγματα; Γιατί δεν βρέθηκε αρκετά κοντά τους ώστε να τους εμπιστευτεί το πιο λαμπρό κι ενδιαφέρον κομμάτι της ύπαρξής του; Γιατί δεν όρισε τη σχέση τους σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο παρά την άφησε να ξεφτίσει στη ρουτίνα μιας άχαρης καθημερινότητας; Ή μήπως ο άγνωστος έστησε απλά ένα παραμύθι, μια επικήδεια μυθοπλασία για να δημιουργήσει μέσα από τον εκλιπόντα, τον ιδανικό άνθρωπο και να δικαιώσει έτσι τις δικές του προσδοκίες από κάποιον που θα μπορούσε να είναι φίλος του, μέσα από μια φαντασιακή διάδραση; Η δραματουργία κινείται σε δύο επίπεδα, το κομμάτι της εμπειρίας και το κομμάτι της αφήγησης που ανατρέπει την εμπειρία προσφέροντας όμως στη θέση της μια πολύ πιο δελεαστική εκδοχή. Οι πενθούντες ανατριχιάζουν γιατί συνειδητοποιούν πως πίσω από την κοινότοπη πραγματικότητα την οποία έχουν βιώσει, θα μπορούσε να υπάρχει μια άλλη, ισχυρή εκδοχή ζωής ανώτερη και συναρπαστική αλλά ίσως και πολύ πιο δύσκολη στο να την διαχειριστούν. Όταν στο τέλος αναρωτιούνται «Ποιος ήταν ο κύριος» η φράση ακούγεται δισήμαντη. Ποιος ήταν ο επισκέπτης ή μήπως ποιος τελικά ήταν ο νεκρός, εκείνος τον οποίο γνώριζαν τόσο καλά ή μήπως όχι; Εκείνος στον οποίο ίσως και να μην επέτρεπαν να είναι κάποιος άλλος κι έτσι μέσα τους τον όρισαν ως τον ασήμαντο καθημερινό συνοδοιπόρο τους που έζησε μια ασήμαντη καθημερινή ζωή μαζί τους για να έχει έναν ξαφνικό αλλά εξ ίσου ασήμαντο θάνατο. Εκείνος όμως θα μπορούσε να είναι ο «Κύριος» της μοίρας του και να έχει αφήσει χνάρια με το πέρασμά του, να έχει σπείρει ελπίδες… Κι αυτό κανείς δεν ξέρει, τι τίμημα θα είχε για όλους. Οι ιστορίες των προσώπων είναι όλες ιστορίες πλασμάτων με προοπτικές οι οποίες παραμένουν αφανέρωτες κι ανεκπλήρωτες. Είτε επιδιώκουν μια λαμπρή κηδεία για να αναπληρώσουν την αποτυχία τους εν ζωή να αναδειχτούν, είτε αναπολούν δόξες που θα μπορούσαν αλλά ποτέ δεν απέκτησαν, είτε κάποιος ανατρέπει την εικόνα τους παρουσιάζοντάς τους έτσι όπως ίσως θα ήθελαν ή θα μπορούσαν να είναι, οι άνθρωποι αυτοί θα παραμείνουν, ανώνυμοι, ασήμαντοι κι ευτελείς αφήνοντας το ρεύμα της ζωής να τους παρασύρει χωρίς να είναι σε θέση να διεκδικήσουν εκείνη τη μαγική και ετοιμοπόλεμη μοίρα που θα διέλυε τη μοναξιά τους αξιοποιώντας την ύπαρξή τους. Ο συγγραφέας τους παρακολουθεί, τους αποκαλύπτει σε βάθος, αστειεύεται μαζί τους, τους σαρκάζει, τους αγαπά και τους αποδέχεται, τους κάνει θεατρικούς ήρωες και τους δίνει μια υστεροφημία γλυκιά, διακριτική, χαμηλόφωνη πλέκοντας έτσι το εγκώμιο του ασήμαντου ανθρώπου κι υψώνοντας ταυτόχρονα στο κοινό ένα κάτοπτρο για να δει το είδωλό του και να το αποδεχτεί προτού ο ζωντανός ή ο φυσικός θάνατος, του στερήσει και την τελευταία ευκαιρία ευτυχίας. Η οποία καμία σχέση δεν έχει με την αναγνώριση ή το μεγαλείο αλλά ορίζεται πάντα από την ουσιώδη επικοινωνία και την τόλμη να επιχειρείς να ορίσεις μόνος σου τις συντεταγμένες της ζωής σου.
Η παράσταση Σ’ ένα σεμνό και διακριτικό εικαστικό πλαίσιο άψογης αισθητικής και λειτουργικότητας της Καμπανέλη, η σκηνοθέτις έστησε τις σκηνές με απόλυτο σεβασμό στο λόγο και στο υπονοούμενό του, επικεντρώνοντας στις ερμηνείες κι εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τις μικρές, σχεδόν αόρατες δυναμικές των χαρακτήρων χωρίς να επιχειρήσει να εντυπωσιάσει ανατρέποντας με εύκολα ευρήματα την ποιότητα της δραματουργίας του συγγραφέα. Με μια άψογη αίσθηση ρυθμού κι ακαταμάχητο χιούμορ δημιούργησε ένα συμπαγές σύνολο εκμεταλλευόμενη στο έπακρον την χημεία των ηθοποιών και τις αποχρώσεις της φωνής τους. Ο Νικολάου αποδίδει τον ήρωα του με χιούμορ, συνέπεια και εσωτερική ποιότητα, προσφέροντάς μας έναν σύζυγο αυθεντικό μέσα στην μετριότητά του και σπαρακτικό στις ελλείψεις του. Η Αποστόλου πλάθει μια σύζυγο απολαυστική, αστεία και ταυτόχρονα τραγική, με διαρκείς ερμηνευτικές ανατροπές και υποκριτική ευελιξία. Ο Ιωσηφίδης δημιουργεί έναν επισκέπτη-ξένο, ανατρεπτικό, μαγνητικό, σχεδόν υπνωτιστικό που ελέγχει απόλυτα τον λόγο του και τις εκφράσεις του έτσι ώστε να γοητεύει τόσο τους επί σκηνής συγγενείς όσο και το κοινό παρασύροντάς τους στην αφήγηση χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ανατρεπτικής αποκάλυψής του. Ταυτόχρονα επεξεργάζεται υποκριτικά τις ρωγμές του ρόλου του, δημιουργώντας μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που φτάνει στις παρυφές της απειλής κι ορίζοντας την παρουσία του μέσα από μικρές αλλά σαφείς κινήσεις οι οποίες στεριώνουν τις αποχρώσεις της καλοδουλεμένης φωνής του. Αφήνω τελευταία την Κοντομάρη η οποία στον ρόλο του συγγραφέα στον «Επικήδειο» με εξέπληξε. Πρόκειται για μια ηθοποιό εξαιρετικής ερμηνευτικής γκάμας με σπάνιες αποχρώσεις στο λόγο, σαγηνευτική σκηνική παρουσία και μια μοναδική αίσθηση του χιούμορ. Ο «Επικήδειος» της είναι σπαρταριστός, γεμάτος χυμούς και αποχρώσεις, στιβαρός και ταυτόχρονα ευέλικτος, σε άψογους ρυθμούς και με δυναμικές, συναρπαστικές εξάρσεις. Υπέροχοι ήταν οι ηθοποιοί του θιάσου και στους μικρούς ρόλους των μελών της οικογένειας που δέχεται την επίσκεψη του αγνώστου φίλου, όπου κέντησαν τις ατάκες τους με λεπταισθησία και μέτρο, ισορροπώντας έντεχνα ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό.
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Πολυχρονοπούλου Εικαστική επιμέλεια: Κατερίνα Καμπανέλλη Μουσική επιμέλεια: Κατερίνα Πολυχρονοπούλου Επιμέλεια κίνησης: Βάσια Αγγελίδου Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάριος Παϊτάρης Φωτογραφίες: Αγγελίνα Παγώνη
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ευγενία Αποστόλου Ιωσήφ Ιωσηφίδης Βίβιαν Κοντομάρη Γιάννης Νικολάου
Από τη Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014 και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 το βράδυ (Έως 2/12)
Διάρκεια παράστασης: 85 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Εισιτήρια: Κανονικό 12€ Μειωμένο: 8€ (Φοιτητές / Μαθητές / Σπουδαστές / Κάτοχοι Κάρτας Πολυτέκνων (ΑΣΠΕ) / ΑμΕΑ / Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ)
Πολυχώρος «Vault» Μελενίκου 26 Γκάζι Βοτανικός Πλησιέστερος σταθμός μετρό: Κεραμεικός (8’ περίπου με τα πόδια) Τηλέφωνα: 213 0356472 / 6945 993870 (για τηλεφωνικές κρατήσεις 11:00 – 14:00 και 17:00 -21:00) Email:
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.
http://www.facebook.com/VAULTTheatreGr1
|