Σχετικά άρθρα
ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΙΜΩΡΙΑ ΛΕΦΤΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Δευτέρα, 07 Μάρτιος 2011 18:34 |
Έγκλημα, τιμωρία, λεφτά, δολοφονία συνταξιούχου
του Ματίας Άντερσον Είδαμε προχτές την νέα παράσταση της ομάδας ΝΑΜΑ με τίτλο «Έγκλημα, τιμωρία, λεφτά, δολοφονία συνταξιούχου» του Σουηδού συγγραφέα Ματίας Άντερσον σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου «Επί Κολωνώ» και μας άρεσε πολύ.
Το έργο, στην κόψη σουρεαλισμού και ρεαλισμού, θέτει κρίσιμα ερωτήματα.
Ο ήρωας του έργου που είναι κι ο αφηγητής της ιστορίας διαβάζει φανατικά Ντοστογιέφσκι και συγκεκριμένα το «Έγκλημα και τιμωρία». Ανάμεσα στην ισχνή καθημερινότητα του ίδιου και των συγγενών του και στην πρόκληση ενός διλλήματος που προκύπτει από ανάγκη, μεσολαβεί η Ντοστογιεφσκική φιλοσοφία και μυθοπλασία η οποία έθεσε εκατό χρόνια πριν το ίδιο αυτό δίλλημα αναδεικνύοντας την κρίσιμη διαχρονικότητά του. Τι συμβαίνει όταν ανάμεσα στο σεβασμό για τη ζωή, τη ζωή που δεν μπορούμε να πάρουμε αφού δεν μας ανήκει και την επιθυμία για την αφαίρεση αυτής της ζωής μεσολαβεί η πράξη. Οι περισσότεροι έχουμε έρθει αντιμέτωποι με την επιθυμία να πάψει να υπάρχει κάποιος που να τον θεωρούμε εχθρό μας. Ελάχιστοι όμως έχουμε βρεθεί με το τσεκούρι στο χέρι. Αν η αγάπη μπορεί να μας οδηγήσει σε μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη επικοινωνία με τον εσωτερικό μας κόσμο και με τους άλλους γύρω μας, ωστόσο πάντα θα έρθει η στιγμή που θα διαπιστώσουμε τα όριά της. Και τότε το μίσος είναι αυτό που θα μας ωθήσει σε μια βαθύτερη στιβάδα συναίσθησης. Το μίσος φέρνοντας μας αντιμέτωπους με το σκοτεινό, παραμελημένο εαυτό μας, ανοίγει πύλες για να ανακαλύψουμε τις πιο αραχνιασμένες σοφίτες της ψυχής μας και τα ξεχασμένα δώματα που επισκεπτόμαστε μόνο στους εφιάλτες μας. Μπορεί η αγάπη να είναι ικανή για πολλά αλλά το μίσος είναι ικανό για πολύ περισσότερα. Κι αν την κρίσιμη στιγμή το τσεκούρι κατέβει τότε μια ανείπωτη δύναμη σκοτώνεται μέσα μας και ζούμε πια με την αρρώστια. Αν όμως δεν κατέβει, αν παραμείνει μετέωρο, τότε στο πιο σκοτεινό κι άρρωστο σημείο της συνειδητότητάς μας ανακαλύπτουμε την πιο λυτρωτική εκδοχή της αγάπης, την συχώρεση. Στην μωαμεθανική θρησκεία υπάρχει η εκδίκηση κι όταν ο πιστός σκοτώνει για να τιμωρήσει τους εχθρούς του πηγαίνει στον παράδεισο αλλά στη χριστιανική θρησκεία υπάρχει η συχώρεση που πολύ έχει συζητηθεί αλλά σπάνια έχει αφυπνιστεί ίσως γιατί ειλικρινή συχώρεση και αναφαίρετο δικαίωμα στη ζωή του άλλου μπορείς να εκχωρήσεις μόνο αφού περάσεις από τις πύλες του μίσους και βρεις τον τρόπο να το αντιμετωπίσεις.
Διερευνώντας το ταμπού του φόνου Μ’ άλλα λόγια οι απλοί και βασανισμένοι άνθρωποι αυτής της ιστορίας έρχονται αντιμέτωποι με μια γριά που εκτός από αντιπαθητική είναι και πολλά υποσχόμενη αφού ισχυρίζεται πως έχει κρυμμένα στο σπίτι της, χρήματα, πολλά χρήματα. Η γριά γίνεται όλο και πιο αντιπαθητική, η ανάγκη για χρήματα όλο και πιο επείγουσα, το τσεκούρι εμφανίζεται από το πουθενά, από έναν εφιάλτη ίσως γεννημένο στην κόψη της απελπισίας. Οι ήρωες της αλλοπρόσαλλης οικογένειας είναι μετανάστες, μουσουλμάνοι. Η γριά είναι χριστιανή αν και δεν φαίνεται να την έχει αγγίξει ιδιαίτερα η θρησκεία της συχώρεσης και της αγάπης. Μια μέρα η ανάγκη για χρήματα γίνεται τόσο δυσβάστακτη όσο κι η παραφροσύνη της γριάς. Η εντολή είναι: Σκότωσε αυτή την απαίσια γριά που έτσι κι αλλιώς δεν έχει πολύ ζωή και σώσε τον εαυτό σου, την άρρωστη μητέρα σου, όσους αγαπάς. Δώσε στην ζωή σου εσύ μόνος σου, εκείνη την προοπτική που όλοι οι άλλοι σου αρνήθηκαν. Σκότωσε για να έχεις το δικαίωμα να ζήσεις. Τι μπορεί να αντιτεθεί σ’ αυτό το τόσο λογικό επιχείρημα που όμως μυρίζει θειάφι; Είναι στη φύση μας να προστατεύουμε τη ζωή ή απλά μας έχει επιβληθεί για να διαφυλαχθεί ως ένα βαθμό η ασφάλεια όλων μας μέσα στον κοινωνικό μας περίγυρο; Ποιος από μας πιστεύει, τουλάχιστον εδώ στη Δύση πως αν σκοτώσει θα τιμωρηθεί από το Θεό; Γιατί αυτή η ακραία πράξη γεννά τύψεις και συνοδεύεται από την αρρώστια αφού πάντα υπάρχει ένας σοβαρός λόγος για να διαπράξεις το έγκλημα και πάντα θα δεις να μένουν ατιμώρητοι ακόμα κι εκείνοι που το διέπραξαν μαζικά; Πόσο διαφορετική ή διαταραγμένη είναι η ψυχοσύνθεση εκείνου που μπορεί να σκοτώσει και γιατί στην πορεία ο κάθε δολοφόνος λειτουργεί συνήθως αυτοκαταστροφικά; Τι είναι αυτό που διαχωρίζει έναν φονιά από έναν ο οποίος αρνήθηκε να σκοτώσει αν και το επιθυμούσε και δεν το έκανε μόνο και μόνο από φόβο τιμωρίας; Κι αν έχοντας σηκώσει το τσεκούρι, ο μόνος λόγος που δεν το κατέβασες είναι γιατί το θύμα ήταν ήδη νεκρό, είσαι δολοφόνος; Αν είχες την πρόθεση να σκοτώσεις και δεν σκότωσες επειδή απλά δεν σου δόθηκε η ευκαιρία είσαι δολοφόνος; Αν ο φόνος που έχεις διαπράξει έγινε για να σώσεις ότι περισσότερο αγαπάς κι ότι οφείλεις να προστατεύεις, είναι πράξη μίσους ή βαθιάς αγάπης; Ποιος είναι αυτός ο άγνωστος που κατοικεί μέσα σε όλους μας και που πάντα κρύβει ένα τσεκούρι κάτω από το μπουφάν του και τι ακριβώς είναι αυτό που θα τον κάνει να εμφανιστεί διψασμένος για αίμα; Μήπως δεν θέλουμε να αφυπνιστεί όχι επειδή οι φύση μας είναι καλή αλλά γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με τον πιο ισχυρό μας τρόμο, τον θάνατο; Ή μήπως τελικά ο δολοφόνος είναι κάποιος που γεννιέται όταν ο πιο σκοτεινός εαυτός μας έρχεται αντιμέτωπος με τον φόβο, την ανάγκη και το σπαραγμό; Τα ερωτήματα που θέτει ο Σουηδός συγγραφέας δεν απαντιούνται ούτε μέσα από τις σελίδες του Ντοστογιέφσκι ούτε μέσα απ’ αυτό το έργο. Όμως τίθενται με απλότητα, αμεσότητα και βαθιά τρυφερότητα για τους ήρωες. Θα μπορούσε κανείς με μια πρώτη, επιπόλαιη προσέγγιση να θεωρήσει το έργο αφελές κι απλοϊκό. Όμως αν το επανεξετάσει, θα διαπιστώσει ότι αυτό που χαρακτήρισε αφέλεια δεν είναι παρά η παγίδα που έστησε ο έξυπνος συγγραφέας για να μας φέρει αντιμέτωπους με τα πιο ακραία διλλήματα χωρίς να υποπέσει στην παγίδα της σοβαροφάνειας και χωρίς καν να αφήσει ανέγγιχτο το «ρεαλιστικό» στοιχείο αφού στήνει όλο το δράμα στην κόψη, ανάμεσα στο γεγονός και την φαντασίωση, το όνειρο και το ξύπνημα, την αλήθεια και την υπέρβασή της, τοποθετώντας τους ήρωες ταυτόχρονα κάπου στις σελίδες ενός εκατοντάχρονου βιβλίου, στο σουρεαλιστικό σύμπαν ενός νεαρού, επίδοξου συγγραφέα και σε μια σπαρακτικά σκληρή πραγματικότητα. Η παράσταση ανταποκρίνεται επάξια... Η σκηνοθεσία της Σκότη, πιο ώριμη από ποτέ και προσηλωμένη με ευλάβεια στις βαθύτερες δυναμικές του έργου, προσφέρει μια από τις πιο δυνατές παραστάσεις της εξαιρετικής σκηνοθέτιδος. Διευθέτησε την κάθε λεπτομέρεια με αληθινό μέτρο αποδίδοντας τους χαρακτήρες στην κόψη ανάμεσα στην υπερβολή και την συγκράτηση έτσι ώστε να αναδειχτεί και η υλική τους πραγματικότητα και η συμβολική τους διάσταση. Ανέδειξε το χιούμορ του κειμένου χωρίς να επιτρέψει όμως στους ήρωες να γίνουν καρικατούρες ή σχήματα. Ελευθέρωσε τη συγκίνηση εξουδετερώνοντας μέσα από λεπτές αντιθέσεις κάθε στοιχείο μελό. Έστησε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον που έντεχνα εμπότισε με σουρεαλιστικά στοιχεία μεταθέτοντας διαρκώς την δράση από το ρεαλιστικό στο ονειρικό πλαίσιο κι αντίστροφα. Υπηρέτησε τους κώδικες του παράλογου και της φάρσας σε αρμονία με τις δυναμικές της σπαρακτικής αληθοφάνειας και του δέους απέναντι στο άγνωστο κι ανεξέλεγκτο υπερεγώ. Έπαιξε με τους χώρους και τους χρόνους χωρίς να δημιουργήσει στο θεατή την παραμικρή σύγχυση. Όρισε τόσο το στοιχείο της «δύσης» όσο και της «ανατολής» με διαύγεια και κατανόηση αποδίδοντας μέσα από μικρές λεπτομέρειες τις διαφορετικότητες αλλά και τις ομοιότητες των δύο κόσμων, τις αντιθέσεις τους αλλά και τους κοινούς τους κώδικες. Ευρηματικά έβαλε τον ίδιο ηθοποιό να παίξει τους ρόλους των δύο αδελφών με τους ολότελα διαφορετικούς χαρακτήρες, για να ορίσει ακόμα πιο έντονα, τα διλλήματα που τίθενται από τον συγγραφέα καθώς και την κοινή καταγωγή του μίσους και της συμπόνιας, της οργής και της κατανόησης, του φόνου και της συχώρεσης, των αντιθέσεων αυτών που συνθέτουν τη φύση μας υπονομεύοντας αλλά και διευθετώντας την ορατή της ευθραυστότητα και ταυτόχρονα την αόρατη της τελειότητα. Ο Λεάκος, στο διπλό ρόλο του ντροπαλού ήρωα και του θρασύτατου αδελφού του, ξεδιπλώνει την υποκριτική του γκάμα προσφέροντας μας ένα ρεσιτάλ ισορροπημένης και ευέλικτης ερμηνείας. Η πρωτοεμφανιζόμενη Χρυσή Βιδαλάκη αποδίδει αποθεωτικά τον ρόλο της ηλικιωμένης συνταξιούχου ενισχύοντας την ερμηνεία της με λεπτομέρειες που αναδεικνύουν στο έπακρο τον ακραίο χαρακτήρα που ερμηνεύει. Η Σοφί Κορώνη ερμηνεύει την μετανάστρια μάνα με αφοπλιστική αμεσότητα και σπάνια ερμηνευτική διαύγεια. Τέλος η νεαρή Κατερίνα Κλειτσιώτη ερμηνεύει την Λέιλα με χιούμορ και συνέπεια χωρίς να ανταποκρίνεται ωστόσο απόλυτα στις λεπτότερες αποχρώσεις του αντιφατικού χαρακτήρα. Οι ευέλικτοι φωτισμοί του Παναγιωτόπουλου συνεισφέρουν στη δημιουργία και του σουρεαλιστικού κλίματος αλλά και της ρεαλιστικής ατμόσφαιρας. Τα σκηνικά ανταποκρίνονται στην ευέλικτη σκηνοθεσία και τα κοστούμια αναδεικνύουν τους χαρακτήρες κι εξυπηρετούν τις πολλαπλές τους εκφάνσεις. Μια παράσταση που αξίζει να απολαύσετε. Μετάφραση: Γιάννης Ράμος
Γιάννης Λεάκος Χρυσή Βιδαλάκη Κατερίνα Κλειτσιώτη Σοφία Κορώνη Θέατρο Επί Κολωνώ Κεντρική Σκηνή Διεύθυνση: Ναυπλίου 12 & Λένορμαν Τηλέφωνο: 210 5138067 Δευτέρα: 21:15 Κυριακή: 20:00 Κυριακή 20€ (κανονικό), 15€ (φοιτητικό) Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά |
Τελευταία Ενημέρωση στις Δευτέρα, 07 Μάρτιος 2011 19:58 |
Σχόλια
με πολύ καλές ερμηνείες !!!!!!
Συνγχαρητήρια στο " Επί Κολονώ " για τις
καλέςπαραστάσει ς που μας δίνει.