Σχετικά άρθρα
ΑΜΛΕΤ |
Συντάχθηκε απο τον/την Πηνελόπη Χριστοπούλου |
Πέμπτη, 28 Μάρτιος 2013 13:28 |
Άμλετ του William Shakespeare
Ο Άμλετ του William Shakespeare σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά και σκηνοθεσία Θάνου Νίκα, παρουσιάστηκε από την ομάδα «Αrs Moriendi» στο δημοτικό θέατρο «Άνετον» της Θεσσαλονίκης, στις 22 Μαρτίου 2013 (για τρεις παραστάσεις) στο πλαίσιο της ετήσιας καλλιτεχνικής διοργάνωσης του Δήμου Θεσσαλονίκης «Ανοιχτή Σκηνή-Θεατρικές φωνές της πόλης».
Το κείμενο Είναι δίκαιη πράξη ο φόνος όταν μέσα από αυτόν ξεριζώνεται το «κακό»; Η ιστορία του Άμλετ είναι γνωστή και θα αφήσουμε σκοπίμως να παραλειφθεί για να μην αναλωθούμε σε παραλληλισμούς και άσκοπες «συγκρίσεις». Για να μπορέσουμε να δούμε την παράσταση με καθαρή ματιά, απογυμνωμένοι από την κάθε έως τώρα σχηματοποιημένη εικόνα μας σχετικά με τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Ο Άμλετ στο πρωτότυπο του είναι ένα πολυδιάστατο έργο (τραγωδία, υπαρξιακό δράμα, ιστορία εκδίκησης, ερωτικό ή οικογενειακό δράμα, μεταφυσική περιπέτεια και πόσα άλλα) που όπως σε όλα τα έργα του Σαίξπηρ περιπλέκει κωμικό και δραματικό στοιχείο με την ίδια φυσικότητα με την οποία περιπλέκονται και στη ανθρώπινη ζωή. Δεν μπορεί να καταταγεί σε ένα μόνο θεατρικό είδος. Για να παρασταθεί τo πρωτότυπο του, θα χρειαζόμασταν έξι με επτά παραστάσιμες ώρες λόγω του καθόλου ευκαταφρόνητου αριθμού των περίπου 3.800 στίχων. Το κείμενο της παράστασης, αποδομημένο, αρκετά αυτονομημένο στην μετάφραση του, είναι χτισμένο πάνω σε έναν άλλο ποιητικό καμβά με τη μαγεία, τη θλίψη και τα χρώματα του σήμερα. Μεγεθύνει εκείνες τις οπτικές, τις όψεις των χαρακτήρων και των συγκρούσεων, ώστε να προσεγγίσει αυτό ακριβώς, την συνείδηση του σήμερα. Θέτει επιλεγμένες κοινωνικές συγκρούσεις, αφαιρεί το άρωμα του «μεταφυσικού» και «πνευματικού» που δεσπόζει στο πρωτότυπο έργο (αλλά και το καθορίζει) και γίνεται ένα έργο με ερωτήματα πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Εξανεμίζει το φάντασμα του νεκρού βασιλιά που ζητά από τον Άμλετ να ορκιστεί εκδίκηση για τον θάνατο του (ούτως ή άλλως δεν θα προσεγγίζαμε την έννοια του «πνευματικού» γιατί και οι γνώσεις μας για το θέμα είναι ανεπαρκείς και -κυρίως- δεν υπάρχει πίστη πια απέναντι σε κάθε «πνευματικό). Μας βγάζει από την άβολη θέση να ταυτιστούμε με κάτι το «μη καταληπτό» και στη θέση του, μας επιδεικνύει άλλες εξουσιαστικές αόρατες δυνάμεις που υποκινούν τους ανθρώπους προς την «ατελή» σκοτεινή φύση τους. Όχι πια μεταφυσικές, αλλά πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές. Την ιστορία του Άμλετ οι περισσότεροι την κατέχουμε. Αυτό που δεν έχουμε δει είναι οι ατελείωτες διαφορετικές οπτικές και εστιάσεις που μπορεί να έχει, ανάλογα με τα όρια, το ξύπνημα της φαντασίας και τις επιλογές του κάθε ερμηνευτή του. Μόνο έτσι όμως ελευθερώνεται όλος ο «ζωμός» ο πλούτος και η μαγεία του σαιξπηρικού -ή όποιου- δράματος. Το δραματουργικό υλικό εδώ είναι πολύ συγκεκριμένο ως προς τις οπτικές του. Φωτίζει μόνο ορισμένες πτυχές του κειμένου και των χαρακτήρων του, αφήνοντας -εσκεμμένα- να εξανεμιστεί κι ένα άλλο χαρακτηριστικό του σαιξπηρικού έργου, αυτό της έντονης διπολικότητας των ηρώων του. Ο Άμλετ είναι ταπεινός στους τρόπους του αλλά εγωιστής και αλαζονικός στα βάθη της καρδιάς του. Ρομαντικός αλλά και ορθολογιστής, αντιπαραθέτει λογική και συναίσθημα, λόγο και πράξη. «Καθαρός», αλλά παράλληλα και συνωμότης. Φοράει την μάσκα του αλλόκοτου τρελού απ’ έξω, αλλά είναι όλο μίσος μέσα του. Αποδεικνύεται ένας χαρακτήρας με έντονες υπαρξιακές αναζητήσεις. Στην παράσταση, αφαιρούνται τα αντιθετικά στοιχεία των χαρακτήρων και επιδεικνύεται η σκοτεινή τους πλευρά. Η αντίθεση και η «διπολικότητα» όμως εξακολουθούν να υπάρχουν μεν, αλλά με άλλη μορφή. Με τη μορφή του «εντός», της (εσωτερικής πραγματικότητας του ανθρώπου) και του «έξω» της αλλοτριωμένης, άναρχης κοινωνίας που βασίζεται στο ατομικό όφελος. Ο Άμλετ γίνεται μια σκιά που δε βολεύεται και η κοινωνία, «ένας γεροτυφλοπόντικας, άριστος σκαφτιάς». ( λόγια του Άμλετ προς το φάντασμα , πράξη 1 σκ. 5) Η ομάδα Ars Moriendi μπολιασμένη με την άποψη ότι το σύγχρονο θέατρο είναι ο αντικατοπτρισμός του κοινωνικού περίγυρου και των μηχανισμών του, επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά με τις επιλογές της κι ακολουθεί μια συγκεκριμένη στοχοκατεύθυνση προκειμένου να υπηρετήσει το σήμερα, με ένα σωματοκεντρικό θέατρο με δική του σημασιοδότηση. Με μεγαλύτερο βάθος και σκότος. Περισσότερο σαρκαστικό, Goth μοντέρνο και πένθιμο. Συμπυκνώνει την πλοκή, θέτει τον Άμλετ διαθέσιμο στην δυνητικότητα του χρόνου και απευθύνεται άμεσα στον θεατή. Διαφοροποιείται αισθητικά αλλά και κοινωνικοπολιτικά. Οδηγείται σε μια σύνθεση θραυσμάτων και καταφέρνει να ξεπεράσει τον σκόπελο της «δέσης» των θραυσμάτων αυτών μεταξύ τους ώστε η αφήγηση να κυλάει γραμμικά, χωρίς εμφανείς κόμπους. Αρμονικότατα δεμένα μεταξύ τους όλα τα κομμάτια έχουν χτιστεί με μια πολύ στέρεη αρχιτεκτονική. Η παράσταση .«-Καλέ μου κύριε, θα ‘ χεις την καλοσύνη να φροντίσεις να περιποιηθούν τους θεατρίνους; Άκουσε, να τους περιποιηθούν καλά, γιατί αυτοί είναι το απόσταγμα και το σύντομο χρονικό της εποχής…» Αυτά είναι τα λόγια του Άμλετ από το πρωτότυπο κείμενο προς τον Πολώνιο για τους θεατρίνους του (όταν πια είχε τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο της παράστασης – αναπαράστασης του φόνου του βασιλιά), ώστε ο Άμλετ «… με μια παράσταση-θηλιά να πιάσει τη συνείδηση του βασιλιά». Ο σκηνοθέτης Θάνος Νίκας, εκτελεί ακριβώς αυτό. Με μια σκηνοθετική επιλογή συνειδητοποιημένη, συγχρονική, δικαιολογημένη και τεκμηριωμένη, φαίνεται να έχει απορρίψει την ιδέα της απλής αναπαράστασης των γεγονότων και κινείται περισσότερο στο σήμερα, θεματολογικά και τεχνοτροπικά. Η θεατρική ομάδα Ars Moriendi με το σταθερά αναγνωρίσιμο στυλ παραπέμπει με το όνομα της στο γνωστό μακάβριο, περίφημο κείμενο κάποιου Δομινικανού μοναχού το 1415 στην Γερμανία. Ένα κείμενο «ευαγγέλιο» για τον λαό του Μεσαίωνα, που περιελάμβανε έξι κεφάλαια με συμβουλές περί «καλού θανάτου». Η ομάδα συνέθεσε μια εναλλακτική ανάγνωση του Άμλετ, ιδιαίτερα αξιόλογη και πιστή στο σύγχρονο θεατρικό μοντέλο που υπηρετεί. Δημιουργεί ένα θέατρο σωματοκεντρικό με μια «άλλη» προσέγγιση του σκηνικού χώρου. Με μινιμαλιστική αισθητική και εξαιρετικά σκηνικά της Πηνελόπης Χατζηδημητρίου, δίχως αγάλματα αυτή τη φορά, αλλά με τη χρήση βιντεοπροβολών (τακτική όχι καινούργια και ούτε και «πειραματική» όπως πιστεύουν αρκετοί, μια που η πρώτη χρήση προβολών φιλμ στο θέατρο ανάγεται στο 1904), εδραιώνεται το «μοντάρισμα» σε διαφορετικά στοιχεία του έργου και δίνεται η εντύπωση της υπέρβασης του ατομικού. Είναι αυτονόητο πως τεχνικά θα ήταν δύσκολο να συγκροτηθεί ένα σκηνικό ύφος που να συμβαδίζει με αυτό του σπουδαίου άγγλου δραματουργού, καταρχήν για τον εύλογο λόγο ότι τα έργα του Σαίξπηρ χαρακτηρίζονταν από μια τεράστια πληθώρα σκηνικών αλλαγών κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα, καμία αλλαγή δεν γινόταν στον σκηνικό χώρο (κάποιες φορές καρφώνονταν ένα φεγγάρι ή ένα δέντρο σε ένα μακρύ κοντάρι κι έτσι αποκτούσε «χαρακτήρα» η θεατρική σκηνή). Κρεμάμενη, αιωρούμενη πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών μια παραταγμένη «στρατιά» από φτυάρια, η αισθητική της Πηνελόπης Χατζηδημητρίου με σκηνική οικονομία, δίνει την αίσθηση του «χορού του θανάτου» και μας μεταφέρει από τον φόβο της επερχόμενης απειλής για τους χαρακτήρες, στην συνειδητοποίηση του καθενός από αυτούς για το επερχόμενο τέλος και από την παρουσίαση της κοινωνίας τους/μας ως μιας σωρείας «φτυαριών», μέχρι το επώδυνο «ένδον σκάπτε». Απομακρυσμένη από σκηνικά αντικείμενα που ίσως τύφλωναν ως προς το αληθινό νόημα του έργου, χρησιμοποιεί ευέλικτα και δεξιότεχνα αντικείμενα που σαρκάζουν, καυτηριάζουν ή και συντελούν στο να χαθεί η αίσθηση της πραγματικότητας. Ο χαμηλός φωτισμός συνδράμει κι αυτός στην ατμόσφαιρα του «μολυσμένου αέρα» που πνέει τόσο όσον αφορά το κείμενο όσο και σκηνικά (μιας ατμόσφαιρας που τείνει περισσότερο στο … “not to be” του Άμλετ), και ταιριάζει με εσωτερικά διλήμματα. Εξαιρετικός χειρισμός του θεατρικού λόγου και «πολυμήχανοι» κινησιολογικά και οι τρεις ηθοποιοί με τον Θάνο Νίκα και τον Νίκο Κουνέλη να ερμηνεύουν τους ρόλους της Γερτρούδης και της Οφηλίας αντίστοιχα, δίχως όμως αυτό να μας ξενίζει κι όχι επειδή γνωρίζουμε πως στο ελισαβετιανό θέατρο δεν υπήρχαν γυναίκες ηθοποιοί, αλλά επειδή έχει να κάνει στην ουσία με την διττότητα του ανθρώπινου σώματος, την κατάργηση των φύλων μπροστά στην ανθρώπινη ύπαρξη που δεν έχει ταυτότητα. Ο Θάνος Νίκας με την χαρακτηριστική βαθιά φωνή και το παρουσιαστικό που θυμίζουν αρχαία τραγωδία, με εμφανή σκηνική άνεση, δεν «αναπαράγει» αλλά, παράγει. Oι Νίκος Κουνέλης και Σπύρος Χατζηαγγελάκης (Άμλετ), άριστοι κινησιολογικά, συγκινούν, χωρίς συναισθηματικούς «εκβιασμούς». Με μαστοριά και οι τρεις ηθοποιοί ταξίδεψαν τους ρόλους τους, δίχως υπερβάσεις των ιδεολογικών και αισθητικών ορίων, καθορισμένων από την σκηνοθετική γραμμή. Τα κουστούμια των ηθοποιών χαρακτηρίζονταν από απλότητα και συνοχή ύφους, «γυμνά» αλλά πολυσήμαντα. Τα μουσικά ακούσματα πλαισίωναν αρμονικά την πλοκή υπηρετώντας τη γενικότερη ατμόσφαιρα. Η παράσταση στο σύνολό της αποδεικνύει τον κανόνα πως ένας σωστά προσδιορισμένος στόχος σου δίνει και όλα τα μέσα για να τον πετύχεις. Κι έπειτα, επιδεικνύει πως η ρήξη με τα καθιερωμένα μπορεί να γεννήσει κάτι «ζωντανό» ικανό να αναζωπυρώσει το μέχρι τώρα στατικό, το «άλυτο» ή τυποποιημένο. «…Είμαστε καμωμένοι απ των ονείρων την ύλη. Τη μικρή ζωή μας, ύπνος περιζώνει…» Σαίξπηρ Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς Σκηνοθεσία: Θάνος Νίκας Σκηνική εγκατάσταση: Πηνελόπη Χατζηδημητρίου Φωτισμοί: Θάνος Νίκας Video art: Θανάσης Βρώτσος Παίζουν: Νίκος Κουνέλης, Θάνος Νίκας, Σπύρος Χατζηαγγελάκης Θέατρο «Άνετον» 22, 23 και 24 Μαρτίου 2013 Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21:00 Διάρκεια παράστασης: 60 λεπτά Γενική είσοδος: 10 ευρώ Κρατήσεις Θέσεων και Πληροφορίες: 6932412121 (Ars Moriendi), 2310869869 (Θέατρο Άνετον) |
Τελευταία Ενημέρωση στις Πέμπτη, 28 Μάρτιος 2013 13:34 |