Σχετικά άρθρα
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Σάββατο, 20 Απρίλιος 2024 16:44 |
Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Η δραματουργία Το τελευταίο και πιο ολοκληρωμένο έργο του Λόρκα είναι και το τρίτο της δραματικής τριλογίας για τις γυναίκες της υπαίθρου και ολοκληρώθηκε ως γραφή το 1934. Προηγήθηκαν ο Ματωμένος Γάμος κι η Γέρμα. Η υπόθεση είναι γνωστή. Η Μπερνάρντα μετά το θάνατο του δεύτεροι συζύγου της αποφασίζει να κηρύξει πένθος και εγκλεισμό στο σπίτι των πέντε θυγατέρων της, για οκτώ χρόνια. Ταυτόχρονα η μεγαλύτερη κόρη της, η Αγκούστιας, που προέρχεται από τον πρώτο της γάμο μ’ έναν εύπορο γαιοκτήμονα και γι’ αυτό διαθέτει και σημαντική προίκα, πρόκειται να παντρευτεί τον Πέπε Ρομάνο, έναν πολλά υποσχόμενο από πλευράς ερωτισμού νέο, τον οποίο όμως έχουν βάλει στο μάτι κι οι υπόλοιπες κόρες. Μάλιστα η νεώτερη, η Αδέλα, προχωράει ένα βήμα παραπάνω και επιδίδεται σε περιπτύξεις με τον αρραβωνιαστικό της αδελφής της, αμέσως μόλις αυτός ολοκληρώνει την συνάντηση του με την υπερβολικά ώριμη αλλά με άλλο τρόπο “προικισμένη”, μελλοντική του σύζυγο. Και θα μπορούσε βέβαια η Αδέλα να ακολουθήσει, όπως την συμβουλεύει κι η πρακτική υπηρέτρια, η Πόνθια, μια παράδοση που είναι και οικογενειακή μ’ έναν τρόπο και να περιμένει να πεθάνει η μεγάλη σε ηλικία, αδελφή της, ώστε να παντρευτεί τότε, τον άντρα που ποθεί. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Πέπε, όπως ακριβώς κι η Μπερνάρντα, ακολουθεί αυτή την τακτική, φροντίζοντας να εξασφαλίσει τα πλούτη από τον πρώτο του γάμο και την ηδονή απ’ εκείνην με την οποία πιθανώς, θα κάνει τον δεύτερο. Όμως η μικρή Αδέλα έχει μέσα της μια ακράτητη, επαναστατική ροπή και μια αυθεντικότητα στα πρωτόγονα συναισθήματα της, που την οδηγούν στην ομολογία του παραστρατήματος της και τελικά στην αυτοκτονία, καθώς νομίζει πως η μάνα της, όταν πυροβόλησε τον αγαπημένο της, τον σκότωσε κιόλας. Η πρώτη προσέγγιση του έργου είναι μια αφελής προσομοίωση του δίπτυχου εξουσιαστής-εξουσιαζόμενος. Η Μπερνάρντα φυσικά εκπροσωπεί την πατριαρχική εξουσία, αντικαθιστώντας επαξίως τον σύζυγο της μετά το θάνατο του και το έργο ίσως υπονοεί και την πολιτική διάσταση, αντικατοπτρίζοντας μέσα από την τυραννική εξουσία και τις παρωχημένες αντιλήψεις, της μητέρας, την άνοδο του φασισμού. Ο Λόρκα όμως έχοντας μια ιδιοφυή αντίληψη για την δραματουργία, περιπλέκει την κατάσταση, αποκαλύπτοντας μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα συνθήκη. Η Μπερνάρντα, πίσω από το προσωπείο της τυφλής πατριαρχικής, εξουσιαστικής βίας που έχει υιοθετήσει, κρύβει σε ύπνωση μια βαθιά θηλύτητα, από την οποία και προέρχεται η αναμφισβήτητη αδυναμία της στην μικρή της κόρη. Η Αδέλα της γεννάει αισθήματα σύμπνοιας, βαθιά τρυφερότητα, ακόμα και θαυμασμό. Η ρωγμή αυτή της Μπερνάρντα, μια ρωγμή που δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει αν ο φορέας της πατριαρχίας ήταν άντρας, είναι και το απόλυτο δείγμα της ικανότητας του Λόρκα να ξεπερνάει τις απλοϊκές γενικεύσεις και να δημιουργεί μια αξιοθαύμαστη δραματουργική αποκάλυψη μέσα από την χημική ένωση των καθαρόαιμων συμβόλων με τις ανθρώπινες περιπέτειες και τις πολλαπλές πτυχές της γυναικείας αλλά και της κάθε προσωπικότητας. Κυρίως με το τρίπτυχο Μαρία Χοσέφα-Μπερνάρντα-Αδέλα, δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα, δραματουργική συνθήκη. Η τρελή “Γιαγιά” που την έχουν κλειδωμένη στο πίσω μέρος του σπιτιού, βρίσκεται διαρκώς σε μια ηδονική παράκρουση και προσπαθεί απεγνωσμένα να δραπετεύσει ς’ ένα παρελθόν πλημμυρισμένο από ερωτισμό. Είναι η κρυμμένη πληγή όλων, αυτή η γριά που δραπετεύει και ξεφωνίζει σπαρακτικά όλα όσα φοβούνται να ψελλίσουν και που τόσο προσεκτικά, την κρύβουν περισσότερο για να μην την ακούν αυτές, παρά για να μην την βλέπει ο κόσμος. Η “Μητέρα” στα πενήντα της χρόνια, αφού εξάντλησε τον δικό της ερωτισμό με το δεύτερο γάμο της, έχει δημιουργήσει ένα καθεστώς τρόμου και καταπίεσης, εκδικητικό ως ένα βαθμό αλλά κυρίως προστατευτικό. Δεν καταπιέζει βάναυσα τις θυγατέρες της μόνο ως ένας δικτάτορας που επιχειρεί να επιβάλλει τις απόψεις του αλλά κι ως μία έξυπνη αλλά κατά βάθος φοβισμένη γυναίκα που υιοθετεί όλες τις συντηρητικές αντιλήψεις για την ηθική και τις κοινωνικές διαβαθμίσεις, για να μην απολέσει αυτά που θεωρεί πολύτιμα, την περιουσία, το όνομα, το κύρος. Δημιουργεί ένα ασύλητο κάστρο-σπίτι (ο συγγραφέας δεν αναφέρει τυχαία στον τίτλο τη λέξη “σπίτι”) για να προστατεύσει την τιμή και την υπόσταση της “ορφανεμένης” οικογένειας από τις επιθέσεις μιας ανηλεούς κι ανάλγητης κοινωνίας, που θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να υποβιβάσει την αξία της. Είναι φυσικά και υποκρίτρια, για τον ίδιο λόγο. Η λεκτική επίθεση που κάνει στους φτωχούς, έρχεται σε αντίθεση με την οικονομική της κατάσταση η οποία δεν της επιτρέπει να προικίσει τα υπόλοιπα κορίτσια της, την Μαγκταλένα, την Αμέλια και την Μαρτίριο, τα οποία διαθέτουν σαν μοναδικό τους γαμήλιο προνόμιο, την παρθενιά τους. Για να δώσει την εικόνα μιας τέτοιας συνθήκης και των σκληρών προεκτάσεων της, ο συγγραφέας ενσωματώνει έντεχνα και το περιστατικό της γυναίκας που συλλαμβάνεται σε παράνομη ερωτική συνεύρεση καθώς και την κάθετη στάση της Μπερνάρντα όσον αφορά την τιμωρία της απόβλητης. Αν μια γυναίκα παραβεί τα εσκεμμένα, καραδοκούν εκεί έξω, δολοφόνοι ψυχών και σωμάτων κι οι κόρες της πρέπει να μείνουν απρόσβλητες από τις επιθέσεις τους για να μην καταλήξουν σαν κι αυτή. Υπάρχει φυσικά για την Μπερνάρντα κι ο ρατσιστικός διαχωρισμός. Οι “ξένες” μπορεί και να παραστρατούν, οι ντόπιες όμως οφείλουν να τιμούν την καταγωγή τους και να παραμένουν ηθικά άψογες. Το τρίτο πρόσωπο του τριπτύχου, η “Κόρη”, γίνεται ο φορέας της αντίστασης, αυτή που θα υπονομεύσει το κάστρο από μέσα, παρακινημένη όχι μόνο από το σαρκικό της πάθος αλλά κι από την αδιασάλευτη επιθυμία της για ελευθερία. Αυτή η ηρωίδα, με την οποία ταυτίζεται κι ο συγγραφέας, θα διευρύνει τη ρωγμή της Μπερνάρντα και θα φέρει στο τέλος την ανατροπή της εξουσίας της, έστω κι αν το πληρώσει με την ίδια της τη ζωή. Η Μπερνάρντα τελικά, βιώνει την τραγωδία ενώ προσπαθούσε να αποφύγει ένα δράμα, γιατί με το θάνατο της Αντέλα, χάνει οριστικά την αόρατη κλωστή που την έδενε με το μέλλον. Ένα μέλλον το οποίο έτσι κι αλλιώς, δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει αφού “δεν σκέφτεται αλλά διατάζει”, μπορεί όμως υποσυνείδητα να το αφήνει να παρηγορεί τις ελάχιστες ώρες της σχόλης της, της παραίτησης της από τον ρόλο της, όταν η νύχτα, η ζέστη του καλοκαιριού, τα αφηνιασμένα άλογα κι ο ερωτικός άντρας ο αόρατος πίσω από τους τοίχους-τείχη, αφαιρούν το προσωπείο κι αναδεύουν τις αναμνήσεις της, ελευθερώνοντας την καταπιεσμένη της τρυφερότητα, αφήνοντας να διαφανεί μέσα από αυτή τη χαραματιά του απόβραδου, η πραγματική της φύση κι η αδυναμία της στην Αδέλα. Άλλωστε ο δαίμονας της Μπερνάρντα είναι η Αδέλα, εκείνη είναι που εκφράζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο, τις καταπιεσμένες ροπές της. Οι υπόλοιπες αδελφές λειτουργούν επίσης καταλυτικά στο δράμα κι η καθεμία τους θα παίξει τον δικό της αναντικατάστατο ρόλο, η καθεμία θα εκφράσει και μια διαφορετική εκδοχή συμβιβασμού, διαστρεβλωμένη μέσα από τις πατριαρχικές δομές του κοινωνικού περίγυρου. Η Μαρτίριο προσπαθεί να υπονομεύσει την ευτυχία της αδελφής της αφού η ίδια δεν μπορεί να κατακτήσει το αντικείμενο των πόθων της, λόγω της κάθε άλλο παρά ελκυστικής, σωματικής της διάπλασης αλλά ταυτόχρονα κάνει την δική της μικρή, ύπουλη επανάσταση. Ζει τον έρωτα κρυφά, μέσα στις φαντασιώσεις της, για να μην βουλιάξει ο πόθος της, εξ αιτίας της απόγνωσης. Η Μαγκταλένα, ρεαλίστρια, κυνική και στρυφνή, ράβει τα προικιά της, χωρίς φυσικά να ελπίζει, το ανέλπιστο. Η Αμέλια, υποταγμένη, φοβισμένη και φλύαρη, ακολουθεί τους κανόνες για να μην συντριβεί. Ακόμα κι η υπηρέτρια, η κυνική Πόνθια, είναι εξαιρετικής σημασίας πρόσωπο, εκείνη που όσο ζούσε ο μακαρίτης της έβαζε χέρι, για λίγα ψίχουλα, εκείνη που πια δεν έχει να φοβάται και πολλά μέσα από το ρήμαγμα της και τη φτώχεια της κι έτσι αρθρώνει στην Μπερνάρντα έναν καθαρό λόγο, την φέρνει αντιμέτωπη με την νοσηρότητα της επιλογής της. Κι όμως δεν θα την διώξει η Μπερνάρντα αλλά θα την ακούει, ακόμα κι όταν της επιτίθεται, θα αναγκάζεται να την αποδέχεται ακόμα κι όταν την απειλεί, γιατί ξέρει πολύ καλά πως αυτή, είναι, παρά την ταπεινή της θέση, ο άλλος της εαυτός. Και φυσικά σημαντικότατος είναι κι ο ρόλος της μισότυφλης επισκέπτριας που φέρει εντός της οικίας, τον έξω κόσμο και τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία διαμορφώνει γνώμη για τα εσωτερικά των οικογενειών, ώστε να τις αποδεχτεί ή να τις απορρίψει. Και φυσικά η “κοινωνία” δεν “βλέπει” καλά, ποτέ δεν της επιτρέπεται να έχει την εικόνα ολόκληρη αφού οι άνθρωποι, οι γυναίκες κυρίως, για να προστατευτούν απ’ αυτήν, παίζουν κάθε φορά μια παράσταση όταν είναι παρούσα, όταν εισβάλλει στο σπίτι τους με πνεύμα επικριτικό, ακόρεστη περιέργεια κι ενοχλητική αδιακρισία. Ο Λόρκα δεν αφήνει τίποτα στην τύχη ς’ αυτό το αριστουργηματικό του έργο, όσο κι αν οι λεπτομέρειες χρειάζονται συστηματική και προσεκτική μελέτη για να αναδειχτούν. Η κάθε φράση, ο κάθε διάλογος, αποκτά μια διπλή σημασία, γίνεται ταυτόχρονα η έκφραση μιας σκέψης αλλά κι η απόκρυψη της, η διαταγή αλλά κι ο φόβος πίσω της, η ρομαντική, μελαγχολική διάθεση που παρηγορεί αλλά κι η δραματικότητα μιας αδιέξοδης συνθήκης που δεν επιτρέπει τις αναπνοές παρά μόνο ελάχιστα. Ακόμα και το πράσινο χρώμα στο φόρεμα που η Αδέλα δεν πρόλαβε να φορέσει σε μια γιορτή, οπότε το βάζει και πηγαίνει στο κοτέτσι να την καμαρώσου οι κότες, έχει τον συμβολισμό του, η ευδαιμονία αυτού του χρώματος έρχεται να αντιπαρατεθεί με την ξερή, καφέ γη, το άγονο τοπίο, του τόπου και των ψυχών. Το έργο είναι δύσκολο στη σκηνοθετική του διαχείριση, γιατί είναι πολυσήμαντο και ερμηνευτικά δυσπρόσιτο. Υποβόσκει μια διαρκής αντίφαση στην ερμηνεία όλων των ρόλων, εκφραστικότητα και ταυτόχρονα εσωτερικότητα, κάτι που απαιτεί πειθαρχία, λιτότητα και διαρκή ενδοσκόπηση, στην υποκριτική προσέγγιση. Ο συναισθηματικός κόσμος του Λόρκα είναι από τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά του. Συνδυάζει πάντα στα έργα του και ειδικά ς’ αυτό το τελευταίο του, την ψυχική με την πνευματική εγρήγορση, επιδιώκει όσον αφορά τον θεατή, να αντιληφθεί την συνθήκη αλλά ταυτόχρονα και να ταυτιστεί με τις ηρωίδες ώστε να κατανοήσει με διάμεσο τη συγκίνηση, τις βαθύτερες ροπές και έξεις, τους που μόνο μέσα από λεπτομέρειες γίνονται ορατές. Ο Λόρκα δεν είδε ποτέ επί σκηνής, το έργο του, που ήταν εμπνευσμένο από την άτεγκτη χήρα γειτόνισσα του, Φραγκίσκα Άλμπα και τις μαυροφορεμένες σιωπηλές κόρες της. Ανέβηκε από την Μαργαρίτα Τσιργού, για την οποία γράφτηκε ο ρόλος της Μπερνάρντα, στο Μπουένος Άιρες, το 1945 και είχε μεγάλη επιτυχία. Η παράσταση Η σκηνοθεσία επιχειρεί να αποδώσει τη δραματουργία με ρηξικέλευθο τρόπο. Ο ρόλος της Μπερνάρντα αλλά και της Αγκούστια, ερμηνεύονται από άντρες. Μια σειρά από εξαιρετικής αισθητικής, σκηνοθετικά ευρήματα επιχειρούν να εικονοποιήσουν αυτά που υπονοεί η δραματουργία, οι ερμηνείες είναι ελεγχόμενα επίπεδες, αποστειρωμένες και χωρίς υπερβολικά συναισθήματα, η γρια Μαρία Χοσέφα δεν εμφανίζεται, ακούγεται μόνο η φωνή της, μαγνητοφωνημένη, οι ηρωίδες είναι ντυμένες με αντρικά κουστούμια που κρύβουν τα μισοφόρια τους, ο χώρος του σπιτιού είναι λιτός, αυστηρός, μοναστηριακός. Η κινησιολογία έχει την πειθαρχία ενός μπαλέτου κι η αίσθηση του χιούμορ και του σαρκασμού είναι διάχυτη σε πολλά σημεία της παράστασης. Τα μουσικά ακούσματα με αναφορές σε ισπανικές μελωδίες, αποδίδουν τα μη εκφρασμένα συναισθήματα των ηρωίδων μέσα από έντονες αντιθέσεις στις μελωδικές γραμμές. Οι φωτισμοί αποδίδουν τις ατμόσφαιρες μ’ έναν σκοτεινό, ζοφερό τρόπο, δημιουργώντας έντονες φωτοσκιάσεις. Μια σκηνοθετική, πρωτοποριακή εκδοχή, μια οπτική που ανατρέπει τα δραματουργικά δεδομένα και που επιβεβαιώνει την φράση-παραλλαγή εκείνης της Μπερνάρντα: Περισσότερη δουλειά και λιγότερο ντουέντε. Έως καθόλου ντουέντε θα προσέθετα... Μετάφραση-Διασκευή: Μαρία Πρωτόπαππα, Ελένη Σπετσιώτη Σκηνοθεσία:Μαρία Πρωτόπαππα Σκηνικά:Εύα Νάθενα Κοστούμια:Εύα Νάθενα Μουσική:Φώτης Σιώτας Φωτισμοί:Βαλεντίνα Ταμιωλάκη Χορογραφία:Μαργαρίτα Τρίκκα Βοηθός Σκηνοθέτη:Ηλέκτρα Μπαρούτα Παίζουν:Ευγενία Αποστόλου, Άννα Καλαϊτζίδου, Δημήτρης Μαργαρίτης, Ελένη Σπετσιώτη, Χρήστος Στέργιογλου, Κατερίνα Φωτιάδη, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη. Ακούγεται η Έρση Μαλικένζου. Διάρκεια:75΄ Τιμές Εισιτηρίων:από 15 ευρώ Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο Πεσμαζόγλου 5 Τηλέφωνο: 210.3228706- 210.3222760 Παραστάσεις: Τετάρτη 20.00, Πέμπτη έως Σάββατο στις 21.00, Κυριακή στις 19.00 Link Εισιτηρίων:https://www.more.com/theater/to-spiti-tis-mpernarnta-almpa-1/
|