Σχετικά άρθρα
ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΙΧΑΣ |
![]() |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Δευτέρα, 31 Δεκέμβριος 2012 12:27 | |||
Νικόλας Μίχας Το θέατρο μπορεί να αποτελέσει όπλο, μέσο διαμαρτυρίας ή καταδίκης, μέσο αφύπνισης, χώρο μελλοντικών ιδεών και σκέψεων, κολυμβήθρα αισθητικής και πολιτισμού, εκπαιδευτικό μέσο και πολλά άλλα πράγματα, αρκεί τόσο οι καλλιτέχνες όσο και το κοινό να κρατάει ζωντανό τον αφυπνισμένο και διψασμένο για αλλαγή προς το καλύτερο, εαυτό του.
Ο Νικόλας Μίχας είναι απόφοιτος της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ., έχει σπουδάσει σκηνοθεσία κινηματογράφου στη σχολή «Λυκούργου Σταυράκου», σκηνοθεσία θεάτρου και Υποκριτική με τον Δημήτρη Μαυρίκιο, μουσική στο Ελληνικό Ωδείο και χορό σε διάφορους συλλόγους και σχολές. Ασχολείται με τη σκηνοθεσία θεάτρου και κινηματογράφου, τη συγγραφή διηγημάτων και σεναρίων, τη μετάφραση και την αρθρογραφία. Είναι ιδρυτής και Πρόεδρος της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «The Terra Incognita Art Company». Έχει σκηνοθετήσει μια σειρά παραστάσεων, μεταξύ των οποίων: «Art Games» (Θέατρο Δια Δύο, 2012), «Echoings» της Κ. Σπυροπούλου (Κέντρο της Γης, 2012),«Αντιγόνη» του Μπ. Μπρεχτ (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 2012), «Ο Αλχημιστής» του Μπ. Τζόνσον (Άλεκτον, 2011), «Δον Περλιμπλίν και Μπελίσα» του Φ. Γκ. Λόρκα (Φούρνος, 2009), «Λευκές Νύχτες» του Φ. Ντοστογιέφσκι (Άκης Δαβής, 2010), «αγνοούμενος» του Γ. Λαμπράκου (Φούρνος,2010), «Swing Ticket» του Α. Παππά (Voice Favela, 2010), κ.ά. Έχει σκηνοθετήσει τις ταινίες μικρού μήκους «Λυκαυγές» (αʼ βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο 10ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτρας) και «Στιγμές» (Συμμετοχή στο 2ο Φεστιβάλ Ταινιών Α.Σ.Τ.Ο.-Επικοινωνούμε). Για το σενάριό του «Μοναχική βροχή», βασισμένο σε διηγήματα του Μ. Καραγάτση, έχει κερδίσει το Aʼ βραβείο διασκευασμένου σεναρίου από το ΕΚΕΒΙ. Μιλάμε με τον Νικόλα Μίχα σε μια από τις τελευταίες δουλειές του, το «Who the fuck is dead» της Πηνελόπης Χριστοπούλου, που παρουσιάστηκε στο Bar Theater «Λουκούμι».
Νικόλα θα ήθελα να συζητήσουμε για έναν χασικλή φιλόσοφο, έναν πονεμένο gay, έναν τηλεοπτικό παρουσιαστή με υπερτροφικό εγώ και μια κενή ευτυχιομανή ξανθιά. Όλοι τους, εμμονικοί. Ποιά είναι η σχέση της εμμονής με την πραγματικότητα; Που σταματούν τα όρια της υγιούς «εποικοδομητικής» εμμονής και διαστρεβλώνεται η αλήθεια; Μίλησε μου για το « Who the fuck is Dead». Ποιό το δραματουργικό του περιεχόμενο; Οι εμμονές είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, πιστεύω, εξαιρετικά επίκαιρο και με μεγάλες δυνατότητες θεατρο-ποίησης. Κι αυτό γιατί η εμμονή εξ’ ορισμού ενέχει μέσα της την έννοια της αντίθεσης ή μπορεί να σημάνει αντίθετες συνθήκες, να υποδηλώνει μία τεράστια γκάμα καταστάσεων και συναισθημάτων, από τη σταθερότητα και την επιμονή έως ακόμα και ψυχοπαθολογικές, ακραίες καταστάσεις χαρακτήρων. Τα όρια ανάμεσα στην υγιή και την ανώμαλη συμπεριφορά είναι δυσδιάκριτα και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, αλλά κυρίως από τον δέκτη. Κι όταν ο δέκτης είναι το τηλεοπτικό κοινό, ή καλύτερα ο μέσος καταναλωτής τηλεοπτικών προϊόντων μίας σύγχρονης δυτικής κοινωνίας, τότε όσο αυστηρότερο είναι το όριο, τόσο πιο προκλητικό και ενδιαφέρον γίνεται το «αντικείμενο». Ο πομπός από την άλλη, στην προκειμένη περίπτωση της παράστασης ένα ζωντανό τηλεοπτικό σόου, που η βιωσιμότητά του εξαρτάται από την ιδιο-κατανάλωσή του, είναι πανέτοιμος να κάνει τα πάντα για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού του με τον πιο ακραίο τρόπο. Το «Who the fuck is dead» της Πηνελόπης Χριστοπούλου το διάβασα σαν μία κριτική σάτιρα, αλλά και ένα λίβελλο έναντι του ακραίου. Δείχνει την εσωτερική πάλη των τριών παικτών που εγκλωβίζονται μέσα σε ένα αδηφάγο περιβάλλον και την προσπάθεια του παρουσιαστή του σόου να επιβάλλει τις απόψεις ή ανάγκες του. Οι τρεις χαρακτήρες-θύματα της εκπομπής στην οποία συμμετέχουν, είναι τρεις περιθωριακοί τύποι, που με στόχο το χρήμα, τη δόξα ή τα λίγα λεπτά δημοσιότητας είναι, ή μάλλον φαίνονται έτοιμοι να παίξουν το παιχνίδι της τηλεόρασης προβάλλοντας ή μάλλον εκθέτοντας τον εαυτό τους στα φώτα του ηδονοβλεπτικού και αιμοδιψούς κοινού. Όμως, αυτοί οι περιθωριακοί, καημένοι τύποι, που έχουν ζήσει στην άκρη της κοινωνίας, δεν δυσκολεύονται να επιτεθούν εύκολα σ’ αυτήν, να αντιταχθούν στο «νορμάλ» κοινωνικό σύνολο, που το θεωρούν και υπαίτιο της «κατάντιας» τους. Στον εμμονικό τους κόσμο, εμμονή θεωρείται η πραγματικότητα, η κρυμμένη ανησυχία των άλλων. Μαζί με τη χορογράφο Κατερίνα Σπυροπούλου, προσπαθήσαμε όλα αυτά τα στοιχεία να τα αξιοποιήσουμε, πάνω στην κίνηση, τους αυτοσχεδιασμούς και στον τρόπο έκφρασης. Αρκεί μια γρήγορη αναδρομή στα έργα που επέλεξες να σκηνοθετήσεις και βλέπουμε ότι αγαπάς να πειραματίζεσαι, προβάλεις το σύγχρονο θέατρο, τολμάς μαζί με νέους δημιουργούς, επιλέγεις εν τέλει σύγχρονα έργα που προβάλουν ένα σάπιο κοινωνικό υπόβαθρο. Αυτές οι συγκεκριμένες επιλογές σου δείχνουν μια σκηνοθετική συμπεριφορά που εξωτερικώς τουλάχιστον έχει μια στοχοκατεύθυνση. Έχω δοκιμάσει τις δυνάμεις μου σχεδόν σε όλα τα είδη θεάτρου, από το κλασικό έργο έως το bar theatre και το μουσικό θέατρο, γιατί θεωρώ ότι ένας σκηνοθέτης και εν γένει ένας καλλιτέχνης πρέπει να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται σ’ όλα και προς αυτή την κατεύθυνση έχω δουλέψει σε όλες τις συνεργασίες μου. Το σύγχρονο ελληνικό έργο έχει να μας δώσει αξιόλογες απόπειρες κι είναι σημαντικό να προβάλλεται η σημερινή κατάσταση της χώρας μας, το σάπιο σύστημα και κοινωνικό υπόβαθρο, οι σύγχρονοι προβληματισμοί, οι σημερινοί άνθρωποι και οι ανάσες τους. Η εσωτερική κατεύθυνση της δουλειάς μας είναι το ποιοτικό θέατρο, που έχει λόγο να υπάρχει και να παίζεται.
Ποια στοιχεία πιστεύεις ότι πρέπει να έχει ένας νέος ηθοποιός προκειμένου να ξεχωρίσει; ΄ Νομίζω ότι είναι μια συνισταμένη πολλών παραγόντων, όπως υπομονή, σκληρή και καθημερινή δουλειά, εξάσκηση, χαρίσματα αλλά και δημόσιες σχέσεις, τύχη και συγκυρίες. Δεν είναι σπάνιο να ξεχωρίζουν οι λιγότερο ταλαντούχοι, αλλά σίγουρα είναι κι αυτό μέρος του όλου παιχνιδιού.
Σε αυτή τη δουλειά σου συνεργάστηκες και με νέους καλλιτέχνες που για πρώτη φορά εξερευνούν τον εαυτό τους ως ηθοποιοί. Τι θα έλεγες σ’ αυτούς που μέχρι τώρα δεν το είπες? Χαίρομαι πάντα να συνεργάζομαι με νέους ηθοποιούς γιατί βλέπω σ’ αυτούς μία εσωτερική φλόγα, μία εποικοδομητική αγωνία και μία όρεξη που δεν σιγάζει εύκολα, παρά τη μεγάλη δυσκολία του επαγγέλματος που επέλεξαν. Θα ήθελα να τους πω ότι το μέλλον ανήκει σ’ αυτούς κι ότι εύχομαι να οργανώσουν τη ζωή, τη σκέψη, τα όνειρα και την καρδιά τους έτσι ώστε να βρίσκονται πάντα ψηλά στο σανίδι. Ποιά είναι επιτέλους η σχέση της θεατρικής πράξης και του κοινού; Η πρακτική της αποστασιοποίησης από το κοινό είναι μια θεατρική τεχνική ή μήπως είναι η άρνηση της εξουσίας; Η μη αποδοχή του μοντέλου που μας προσφέρει η διοίκηση, η πολιτική, η εκπαίδευση… Εδώ έχουμε ένα μεγάλο, ανεξάντλητο θέμα. Και αυτή είναι η ομορφιά του θεάτρου. Γιατί μέσα στους αιώνες προσαρμόζεται, μεταμορφώνεται, και χρησιμοποιείται ή χρησιμοποιεί, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, ανάλογα εν τέλει με το κοινό που είναι ο δέκτης του. Νομίζω ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πλέον αναπτυχθεί και, με διάφορες παραλλαγές, επαναληφθεί σε βαθμό εξάντλησης, ενδεχομένως, οι κλασικές πλέον, μεταμοντέρνες και αποστασιοποιημένες αισθητικές και τακτικές, και ότι σύντομα θα γεννηθούν νέοι κώδικες και αισθητικές που θα εμπνευστούν, φυσικά, από τις τρέχουσες και τις αυριανές συνθήκες. Το θέατρο μπορεί να αποτελέσει και πάλι όπλο, μέσο διαμαρτυρίας ή καταδίκης, μέσο αφύπνισης, χώρο μελλοντικών ιδεών και σκέψεων, κολυμβήθρα αισθητικής και πολιτισμού, εκπαιδευτικό μέσο και πολλά άλλα πράγματα, αρκεί τόσο οι καλλιτέχνες όσο και το κοινό να κρατάει ζωντανό τον αφυπνισμένο και διψασμένο για αλλαγή προς το καλύτερο, εαυτό του.
Ποιά είναι η παράσταση που σου έδωσε την εντονότερη καλλιτεχνική ικανοποίηση ή και αντίθετα, ήταν ένα χαστούκι για σένα; Είναι πολλές οι παραστάσεις που ικανοποίησαν το αισθητικό και καλλιτεχνικό μου κριτήριο. Αυτή τη στιγμή μου έρχεται στο μυαλό η «Μήδεια» του Παπαϊωάννου, ο «Ηλίθιος» του Λιβαθηνού και οι «Βάκχες» του Χατζάκη, αλλά είναι σίγουρα πολλές ακόμα. Πάντα, όμως, έχω στο μυαλό μου ότι σε κάποιο μικρό άγνωστο θεατράκι της Αθήνας παίζεται ένα μικρό αριστούργημα που ακόμα δεν έχω ανακαλύψει.
Κρύβεις όνειρα στο ντουλάπι σου; Ήδη πρέπει να αγοράσω και δεύτερο ντουλάπι.
Οι παραστάσεις έχουν ολοκληρωθεί Οι φωτογραφίες -εκτός της πρώτης- που πλαισιώνουν την συνέντευξη, πραγματοποιήθηκαν από τον Άρη Νικολαϊδη και την ARTE CINEMATICA
|