Σχετικά άρθρα
STALLERHOF |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Σάββατο, 31 Μάρτιος 2012 09:17 |
Stallerhof του Φραντς Ξάβερ Κρετς Σ’ ένα επαρχιακό αγρόκτημα της Βαυαρίας, το Στάλερχοφ, μια μικρή οικογένεια βιώνει τη ρουτίνα της επίπονης καθημερινότητας της αλλά και το προσωπικό της δράμα μέσα σε μια παράξενη σιωπή, μειλίχια και καρτερικά, χωρίς εξάρσεις και χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες. Είναι ο Στάλερ, ο αφέντης-πατέρας, η Στάλερ η γυναίκα του κι η δωδεκάχρονη κόρη τους Μπέππι, υπό την εξουσία τους. Υποβάλλουν μια μικρογραφία κοινωνίας κι ακολουθούν τους κανόνες της στη δική τους οικογενειακή μικροκλίμακα. Η μητέρα είναι θρήσκα, ο πατέρας επίσης, το κορίτσι τους η Μπέππι έχει προβλήματα όρασης αλλά και πνευματικής καθυστέρησης. Ανάμεσα σ’ αυτήν και στους γονείς της υπάρχει ένα φράγμα επικοινωνίας που εντείνεται από την απογοήτευση και τις υποφώσκουσες τύψεις τους για την κατάστασή της. Σαν ένα μικρό χρήσιμο ζωάκι χωρίς προοπτικές η Μπέππι ζει κι αφού ζει μεγαλώνει χωρίς να μπορεί να εκφράσει όλα όσα την πνίγουν αλλά κι αυτά που την ευχαριστούν ενώ διαρκώς κι αδιαμαρτύρητα δέχεται τα επικριτικά τους σχόλια μαζί με κάποιες ξέμπαρκες καρπαζιές, μαθαίνοντας να υπακούει σ’ αυτούς και στις δέκα εντολές. Ο μόνος που της δίνει σημασία είναι ο Ζεπ, ένας εποχιακός εργάτης κοντά στα εξήντα που δουλεύει στη φάρμα τους, ένας αδέξιος, μοναχικός άντρας λίγο πριν από τη σύνταξη, που ονειρεύεται να φύγει για την πόλη. Της διηγείται ιστορίες που σ’ αυτόν δίνουν μια κάποια αίγλη κι εκείνην την βοηθάνε να ονειρεύεται. Την βγάζει έξω και προσπαθεί, διασκεδάζοντάς την, να της μάθει μερικά πράγματα για τη ζωή. Το σκληρότερο από τα μαθήματά του, θα είναι η σεξουαλική σχέση που θα της επιβάλλει κι η οποία, αν και επώδυνη, γίνεται δεκτή από το κοριτσάκι χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις. Ως τη στιγμή που η θηλυκή της φύση ξυπνάει και το πρώιμο κορμί γονιμοποιείται. Ο πατέρας εκδικείται μ’ έναν ήπιο καυγά, πιθανώς σκοτώνοντας το σκύλο του εργάτη του και διώχνοντάς τον από την φάρμα. Μια συζήτηση ανάμεσα στους γονείς δείχνει πως έχουν σκεφτεί να σκοτώσουν την μικρούλα για να μην φανερωθεί το σκάνδαλο αλλά ένα μείγμα ευσπλαχνίας και χριστιανικής ηθικής, τους εμποδίζει. Λίγο αργότερα η μάνα σχεδιάζει μια έκτρωση αλλά όταν βλέπει το κοριτσάκι ανυπεράσπιστο και γυμνό μπροστά της, την ματαιώνει. Το έργο τελειώνει με την μικρή σε προχωρημένη εγκυμοσύνη να νοιώθει τους πόνους της γέννας που έρχονται κι ανύποπτη, τρομαγμένη να φωνάζει «Μπαμπαμαμά». Όπως ενημερώθηκα από το εξαιρετικό πρόγραμμα της παράστασης, υπάρχει ένα επόμενο έργο του συγγραφέα, το Geisterbahn (Τρενάκι του τρόμου) στο οποίο η Μπέππι φεύγει μαζί με το μωρό της και βρίσκει τον Ζεπ στην πόλη. Ζει ευτυχισμένη μαζί του ως την στιγμή που εκείνος πεθαίνει κι αποφασίζουν να της πάρουν το παιδί. Τότε εκείνη το σκοτώνει και καταλήγει στη φυλακή. Σ’ αυτήν την χειρουργικής ακρίβειας, δραματουργία που ταυτόχρονα είναι ανατρεπτική και διαχρονική, οι σύντομες σκηνές, εναλλάσσονται σαν στιγμιότυπα η μία μετά την άλλη και ολοκληρώνονται μέσα από μια φράση-κλειδί για την κατάσταση, μια διαταγή, μια απόφαση ή έναν συλλογισμό των ηρώων. Οι σιωπές, είναι συχνά πιο εύγλωττες από τις συνήθως μικρές και κοφτές φράσεις και μαζί συνθέτουν ένα ζοφερό λεκτικό περιβάλλον, αποκαλύπτοντας τις ψυχοσυνθέσεις των ηρώων σαν λευκούς σχηματισμούς μέσα απ’ το μαύρο κι οριοθετώντας τα τοπία των συλλογισμών τους χωρίς να θίγουν την εγγενή δυστοκία της επικοινωνίας τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους κοφτερούς διαλόγους ξεχύνονται σαν ποτάμια οι αφηγήσεις-ιστορίες του Ζεπ, αφυπνίζοντας την ευνουχισμένη φαντασία της Μπέππι κι επιτρέποντάς της να ανοίξει τις κλειδωμένες θύρες του χαώδους εσωτερικού της κόσμου. Οι ήρωες ρέπουν άλλοτε προς την λιτή εκμυστήρευση κι άλλοτε προς την εξ ίσου λιτή σκιαγράφηση των προβληματισμών τους οι οποίοι εκφράζονται συχνά μέσα από τσιτάτα, κοινώς αποδεκτά κι άλλοτε σαν σπαράγματα ακραίων επιθυμιών κι απρόβλεπτων σκέψεων. Στην αδρή αυτή δραματουργία φαίνεται κυριολεκτικά σαν να μην συμβαίνει τίποτα ενώ το εσωτερικό σύμπαν των ηρώων συνταράσσεται. Ένα πλάσμα δωδεκάχρονο και διανοητικά ανάπηρο κακοποιείται από ένα γέρο που ταυτόχρονα την ευεργετεί κι η οικογένειά της η οποία δεν είναι σε θέση να την προστατεύσει, θα ήταν ικανή να φτάσει ακόμα και στο φόνο προκειμένου να κουκουλώσει το σκανδαλώδες συμβάν. Ένα σφαγείο και ταυτόχρονα ναός προσευχής, ένας στάβλος-αρένα που γίνεται λίκνο αθωότητας. Κι ωστόσο δεν υπάρχει καλό και κακό. Όλα συμβαίνουν πέρα και έξω από κάθε ηθικό πλαίσιο παρά την θρησκευτικότητα των προσώπων και τις περί τιμωρίας και ανταμοιβής αναφορές. Δεν μπορείς να μισήσεις κάποιον, δεν μπορείς να προσάψεις παρεκτροπές. Άλλωστε παρά την εξαθλίωσή τους, οι ήρωες διατηρούν μια συγκινητική αξιοπρέπεια κι η ερμητική τους απομόνωση ραγίζει από μαχαιριές συμπόνιας ενώ η κάθε βιαιότητα σμιλεύεται από το ίδιο αυτό σκληρό υλικό που γεννάει και την αντοχή. Ένα στάβλο διάλεξε κι ο Θεοδωρόπουλος ως σκηνικό της παράστασής του, έξοχα δημιουργημένο από την Χατζηιωάννου. Ένα στάβλο σαν αποθήκη, που θα γίνει κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, εκκλησία, εξοχή, λούνα-παρκ, μπαρ για να φιλοξενήσει τις επί μέρους δράσεις του έργου. Όπως τεμαχίζει τα συμβάντα με σιωπή και φράσεις ο συγγραφέας έτσι κι ο σκηνοθέτης τα τεμάχισε με φως και σκοτάδι ενώ ο εξαιρετικός φωτιστικός σχεδιασμός του Μπιρμπίλη δημιούργησε τους επί μέρους χώρους και ατμόσφαιρες σε συνδυασμό με τις εξ ίσου καθοριστικές μουσικές του Γασπαράτου. Με απόλυτο σεβασμό στην ουσία και στην αρμονική διάρθρωση του κειμένου ο σκηνοθέτης ύφανε τους ρυθμούς κι οργάνωσε την σοφή κινησιολογία, ενορχηστρώνοντας τις αναμετρήσεις κι ορίζοντας στιβαρά τις συγκρούσεις. Το εικαστικό αποτέλεσμα με τον σοφό χειρισμό των τολμηρών σκηνών και των φωτισμών, προσφέρει μια επί πλέον αισθητική απόλαυση. Οι ηθοποιοί κινήθηκαν ιδανικά, σαν τα πιόνια σ’ ένα από πριν στημένο παιχνίδι κι απέδωσαν τους ρόλους τους με εσωτερικότητα, ακρίβεια και συγκινητική λιτότητα. Δούλεψαν τις λεπτομέρειες, έπαιξαν με τόνους και ημιτόνια, γέμισαν τις παύσεις κι ανέδειξαν τις αποχρώσεις. Ξεχωρίζω τον Βακούση στον σπαρακτικό ρόλο του Ζεπ και την Αρσένη ως μία αυθεντικότατη Μπέππι. Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος Σκηνικό-Κοστούμια: Μαργαρίτα Χατζηιωάννου Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης Βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλ Δημητρακοπούλου Παίζουν: Αμαλία Αρσένη, Μάνος Βακούσης, Μαρία Καλλιμάνη, Κώστας Τριανταφυλλόπουλος
Θέατρο του Νέου Κόσμου (Κεντρική σκηνή) Αντισθένους 7 & Θαρύπου, ΦΙΞ (Σταθμός μετρό ΦΙΞ)
Τηλέφωνο: 210-9212900
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21:00, Κυριακή 19:30. Τιμές εισιτηρίων: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή: Κανονικό 20€, Εκπαιδευτικών 17€, Φοιτητικό-Νεανικό (ισχύει και για άτομα άνω των 65 ετών) 15€, Ανέργων 10€. Τετάρτη, Πέμπτη: Γενική είσοδος 12€, Ανέργων 10€. Ώρες λειτουργίας ταμείου: Από Τετάρτη μέχρι Κυριακή, 11:00-14:00 & 17:00-22:00.
Μέχρι την Κυριακή 8 Απριλίου
Η παράσταση είναι ακατάλληλη για άτομα κάτω των 16 ετών. |
Τελευταία Ενημέρωση στις Κυριακή, 01 Απρίλιος 2012 14:21 |