Σχετικά άρθρα
ΘΕΙΟΣ ΒΑΝΙΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Πέμπτη, 07 Φεβρουάριος 2019 10:06 |
Θείος Βάνια του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ Ο Άντον Τσέχωφ , ως συγγραφέας στην πρωτοκαθεδρία της παγκόσμιας δραματουργίας, συχνά- πυκνά απασχολεί τους Έλληνες σκηνοθέτες και ο «Θείος Βάνια», άλλοτε με κλασική ματιά κι άλλοτε με σύγχρονη, επισκέπτεται και τη Θεσσαλονίκη και καθόλου ανεξήγητα, γεμίζει τις αίθουσες στις παραστάσεις του. Το 1899 ο «Θείος Βάνιας» έκανε πρεμιέρα στη Μόσχα. Την παράσταση σκηνοθέτησε ο Στανισλάφσκι, ο οποίος υποδύθηκε τον Αστρόβ ενώ η γυναίκα του Λιλίνα ήταν η Σόνια. H Ολγα Κνίπερ, σύζυγος του Τσέχωφ, ανέλαβε τον ρόλο της Ελένας. Είχε προηγηθεί ο «Γλάρος», ενώ ακολούθησαν οι «Τρεις αδελφές» και ο «Βυσσινόκηπος». Στην Ελλάδα το έργο πρωτοανέβηκε το 1931 από τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη (μαζί με τους Αλέξη Μινωτή, Κατίνα Παξινού, Αθανασία Μουστάκα) κι έκτοτε έχει παρουσιασθεί, μεταξύ άλλων, από το Εθνικό Θέατρο (1953) και από το Θέατρο Τέχνης (1960) σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (1971 και 1993), από τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ (1968 και 1995) και από τον Λευτέρη Βογιατζή (1989). Το 2003 ανέβηκε από δυο θιάσους ταυτόχρονα. Του Γιώργου Αρμένη και του Γιάννη Μπέζου. Λίγο αργότερα, το 2009, ο Γιάννης Χουβαρδάς το σκηνοθετεί για το Εθνικό Θέατρο, ενώ η Λίλλυ Μελεμέ το φέρνει στη Θεσσαλονίκη το 2015 όπου βλέπουμε για τελευταία φορά στο σανίδι τον σπουδαίο Γιάννη Βόγλη . Φέτος, ο Γιώργος Κιμούλης αναμετριέται με τον κλασικό συγγραφέα, μεταφράζει, σκηνοθετεί και παίζει τον Βάνια ο οποίος είναι 47 χρόνων στο έργο. Ο Γιώργος Κιμούλης τον έκαμε εξηντάρη για να δέσει με τη δική του σκηνική εικόνα αλλά και για να δώσει, ως απόσταγμα εμπειριών, τη γνώση της ισορροπίας μεταξύ της ελπίδας, της ψευδαίσθησης, του χιούμορ, της ματαιότητας και της απόγνωσης. Τοποθέτησε κι αυτός τη δράση στο τέλος του 19ου αιώνα. Αν κρίνω από τα σκηνικά και τα κοστούμια κι αν ανατρέξω στις πηγές που αναφέρονται διεξοδικά στον μεγάλο δημιουργό, δε θα συναντήσω εκπλήξεις και νεωτερισμούς στην παρούσα σκηνοθετική ματιά. Ο σκηνοθέτης λέει στο σημείωμα του : «Ο Τσέχωφ, με τον θείο Βάνια, στέλνει ένα μήνυμα θυμού ενάντια στην απαισιοδοξία και την προσαρμογή. Παρουσιάζει τον άνθρωπο με τις αδυναμίες του, αλλά συγχρόνως δείχνει πως δεν είναι μόνο δραματικά αδύναμος, είναι και γελοίος. Είναι εμφανές το τρυφερό του βλέμμα πάνω στα παραιτημένα πρόσωπα, αλλά ταυτόχρονα είναι εμφανής και η ειρωνεία του, όταν ο ηττημένος ή αποτυχημένος αρθρώνει τη γελοία φράση: «Ο κόσμος δεν αλλάζει». Ο Τσέχωφ βλέπει τους ανθρώπους, μες στην αδυναμία τους ως τρυφερά, ποιητικά πλάσματα, αλλά επιτίθεται στην αντίληψη «έτσι είναι η ζωή, τι να κάνουμε». Απομονωμένοι, φθαρμένοι, ηττημένοι, αδύναμοι ν’ αλλάξουν τη ζωή τους οι ήρωες στον «Θείο Βάνια» ζουν υποταγμένοι στη μοίρα, χωρίς ελπίδα. H τραγωδία τους έγκειται στη γνώση της κατάστασής τους. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα παρακολουθούμε την καθημερινότητά τους, πάσχουμε μαζί τους και συνειδητοποιούμε για άλλη μία φορά το μεγαλείο του Τσέχωφ. Στα τέλη του 19ου αιώνα, κάπου στην επαρχία της αχανούς τσαρικής αυτοκρατορίας, ο Βάνιας γεμίζει τη ζωή του φροντίζοντας ένα μεγάλο κτήμα, το οποίο ανήκει στον καθηγητή Σερεμπριάκοφ. Ακούραστος βοηθός του η ανιψιά του Σόνια, κόρη του καθηγητή από τον πρώτο του γάμο και κρυφά ερωτευμένη με τον γιατρό Αστρόβ, που επισκέπτεται συχνά το κτήμα προσφέροντας ιατρικές υπηρεσίες στον ηλικιωμένο καθηγητή. Το σκηνικό συμπληρώνει η αρκετά νεότερη γυναίκα του Ελένα, της οποίας η γοητεία δεν αφήνει αδιάφορους ούτε τον γιατρό ούτε τον Βάνια. Η απόφαση τού καθηγητή να πουλήσει το κτήμα θα γίνει η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι, καθώς και η αφορμή να αποκαλυφθούν οι από καιρό διαταραγμένες ισορροπίες, με αποτέλεσμα να επέλθει ρήξη ανάμεσα στον Βάνια και στον καθηγητή. Ο Βάνιας είναι ο άνθρωπος που πληρώνει λάθη, θυσιάζεται, παραμελεί τη ζωή του. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται πλήρως ότι δεν έζησε, δε χάρηκε. Παράλληλα, μπροστά στην Ελένα προσπαθεί ανεπιτυχώς να εμφανιστεί ως επίδοξος εραστής. Είναι χαμένος, το δείχνει με την όψη του κι ωστόσο προσπαθεί να συνδυάσει την αξιοπρέπεια με τη σκληρότητα. Ο έρωτας για εκείνον είναι μια ιστορία χωρίς ανταπόκριση. Τον χαρακτηρίζει δε μια αφλογιστία, μια αστοχία. Ο ήρωας αυτός του Τσέχωφ είναι ένας άνθρωπος που έχει χάσει τον στόχο του. Και παραδίδεται. Παραδέχεται ότι δεν θα κάνει ποτέ την υπέρβαση. Μένει «θαμμένος» εκεί, μαζί με τη Σόνια, κι ελπίζει ότι αυτοί που θα έρθουν μετά θα ζήσουν καλύτερα. Και φυσικά, κατά το γνώριμο μοτίβο του Ρώσου συγγραφέα, προσπαθούν όλοι τους να θάψουν τη θλιβερή καθημερινότητά τους στην εφήμερη παρηγοριά του αλκοόλ. Αυτό που καταγράφει ο Τσέχωφ, μέσα σε μια παρακμιακή εποχή, είναι η καθημερινότητα του ανθρώπου. Κάτω από μια επιφάνεια συγκρατημένων συμπεριφορών, οι ψυχές πάλλονται, τα συναισθήματα συγκρούονται. Ως τη στιγμή που με την βοήθεια και του αλκοόλ, γίνεται η έκρηξη. H μοναδικότητά του Ρώσου δραματουργού έγκειται στην καταγραφή των έντονων συναισθημάτων μέσα από ένα ρεαλιστικό πνεύμα, που αγγίζει την ψυχή, στον τρόπο που η απλή καθημερινότητα συνηθισμένων ανθρώπων, παίρνει τη θέση των υπέρτατων, ακραίων πράξεων και των μεγαλειωδών προσωπικοτήτων. Κι όλα αυτά τα βατά πράγματα τα αποδίδει ο συγγραφέας με ποιητικό τρόπο. Κατανοεί τους ήρωες του, δεν τους κριτικάρει. Καταπιάνεται με απλές συμπεριφορές. Στην παράσταση γοητεύουν τα σκηνικά από το άνοιγμα της αυλαίας. Καταπράσινος κήπος με τη βλάστηση να καλύπτει όλο το φόντο απ’ την οροφή ως το δάπεδο της σκηνής κι ύστερα ένα σαλόνι με κλασικά έπιπλα της εποχής, ταιριασμένα με επιμέλεια, πολυτελές φωτιστικό – πολυέλαιος και διακριτικά φωτισμένοι εσωτερικοί χώροι του σπιτιού. Οι ερμηνείες των ηθοποιών, κινούνται στο πνεύμα του συγγραφέα. Ο Γιώργος Κιμούλης υποδύεται έναν Βάνια πρόωρα γερασμένο, παραιτημένο, υποταγμένο στη μοιρολατρία και στον εγωισμό του, δήθεν ερωτύλο, δήθεν σοβαρό, αλλά άνθρωπο που έχει περισώσει το πνευματώδες χιούμορ του απ’ το τέλμα της καθημερινότητας. Χρησιμοποιεί κι εδώ ο εξαιρετικός ηθοποιός τη γνωστή του μανιέρα, την οποία ο κόσμος ή την αγαπά ή την απορρίπτει. Από τις αντιδράσεις της πλήρους αίθουσας πιστοποιήθηκε το πρώτο. Μάλιστα, ο Κιμούλης- Βάνιας απέδειξε ότι ξέρει ν’ αποτυπώνει στα λόγια του τον θυμό, την ειρωνεία, τη χλεύη, ενώ ως σκηνοθέτης δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην κωμική πλευρά του χαρακτήρα παρά στην τραγικότητά του. Ο Τάσος Νούσιας είναι στιβαρός γιατρός Αστρόβ, ίσως υπερβολικός στο πρώτο μέρος, ιδίως σε στιγμές μέθης αλλά πείθει ως άνθρωπος που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα πάθη και στα υψηλά ιδανικά του. Η Στέλλα Καζάζη ξεχωρίζει για το εξαιρετικό μέταλλο φωνής που διαθέτει και την καθαρή της άρθρωση, όπως και ο Κώστας Κοράκης. Ο Γιώργος Ψυχογιός ως καθηγητής Σερεμπριάκοφ κινείται ανάμεσα στην υπερβολή και την επιτήδευση, ακολουθώντας, ίσως, τις σκηνοθετικές οδηγίες. Η Σόνια της Χαράς Μάτας Γιαννάτου, στη σκιά των ανδρών ως τον επίλογο, όπου έλαμψε. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα την πρώτη του Φεβρουαρίου και θα μείνει στο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ σχεδόν όλο το μήνα. Μετάφραση – σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης Εθνικής Αμύνης 2 Θεσσαλονίκη Τηλέφωνο: 2310 262 051 |