Σχετικά άρθρα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαριαλένα Κωτσάκη | |||
Κυριακή, 27 Δεκέμβριος 2009 13:28 | |||
Γιώργος Κιμούλης Η τεχνική του να γίνεις αυτό που είσαι, αυτό είναι θέατρο.
Σάββατο βράδυ, και ενώ όλοι οι ηθοποιοί κάνουν διάλειμμα μεταξύ απογευματινής και βραδινής παράστασης, ο Γιώργος Κιμούλης μου παραχωρεί αυτό το χρόνο για χάρη της συνέντευξης. Στο καμαρίνι του θεάτρου «Αθηνών» μέσα σε μια ώρα προσπαθώ να χωρέσω, όλα όσα θέλω να τον ρωτήσω.
Μιλήστε μου για το Sleuth που ανεβαίνει φέτος στο θέατρο Αθηνών. Sleuth σημαίνει λαγωνικό, αλλά και ίχνος, ιχνηλατώ, ανακαλύπτω, αλλά και φέρνω στο φως κάτι. Τα θέματα που πραγματεύεται το έργο είναι το διαρκές φυσικό παιχνίδι του πολέμου, ο τρόπος πραγμάτωσης των ανθρώπινων επιθυμιών, η έμφυτη πλέον, λόγω του πολιτισμού, ανθρώπινη αγωνία του τέλους και η διερώτηση του αν για να υπάρξει ο επόμενος, πρέπει να εξαφανιστεί ο προηγούμενος. Στο Σλουθ βλέπουμε τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο άντρες, και βασίζεται στο γεγονός ότι καθετί το συγκρουσιακό είναι και φυσικό. Στην ίδια τη φύση ενυπάρχει η εμπόλεμος κατάσταση. Το θετικό συγκρούεται με το αρνητικό, τα κύτταρα συγκρούονται μεταξύ τους, η επιθυμία συγκρούεται με την καταστολή της κ.ο.κ. Η εμφάνιση κάθε πράγματος είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης. Η δε σύγκρουση αυτή δεν συνιστά διάσπαση, συνιστά ενότητα. Αυτός ο Ηρακλείτειος πόλεμος είναι που δίνει ζωή. Οι άνθρωποι όμως πολλές φορές το παρεξηγούν, δεν το καταλαβαίνουν, δεν το βλέπουν ως φυσική λειτουργία και το θεωρούν ως ανακάλυψη και πράξη του ανθρώπου. Κι έτσι, απομακρυνόμενοι από τη φυσική τους καταγωγή, δημιουργούν υποκατάστατα πολέμου: μία χώρα εναντίον μιας άλλης, ένας άνθρωπος εναντίον ενός άλλου. κλπ. Με το πέρασμα λοιπόν του χρόνου, ο πόλεμος έχασε τη θετική του φυσική προέλευση και απέκτησε μία αρνητική πολιτική διάσταση. Τα πρώτα συμπτώματα αυτής της «αφυσικοποίησης» του ανθρώπου εμφανίζονται στο τοπίο των επιθυμιών του. Η τεχνοκρατούμενη εποχή μας έχει δώσει την ψευδαίσθηση, πως όλες μας οι επιθυμίες μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Αυτό δεν είναι αλήθεια, είναι μία φαντασίωση, που δεν οδηγεί πουθενά αλλού, παρά μόνο στην απονέκρωση της έντασης που έχει ανάγκη κάθε υποκείμενο, για να πραγματώσει την κάθε του επιθυμία. Ο άνθρωπος εκτός των άλλων είναι μία επιθυμητική μηχανή, η οποία για να πραγματώσει τις επιθυμίες της έχει ανάγκη τη διαρκή προσπάθεια καταστολής τους.
Πώς διαχειρίζεστε αυτήν τη σύγκρουση; Πολλές φορές έχω κατηγορηθεί ότι και στην προσωπική μου ζωή και στο χώρο της τέχνης μου προωθώ τη σύγκρουση. Είναι αλήθεια. Την πιστεύω ως κινητήριο δύναμη. Κατά συνέπεια και ο τρόπος που παίζω και ο τρόπος που σκηνοθετώ έχουν ως βασικό άξονα το να διατηρούν τον άλλο σε μια κατάσταση είτε επιφυλακής, είτε άμυνας, είτε επίθεσης. Πολλές φορές, αυτή η συνθήκη είναι αναγνώσιμη σε πρώτο επίπεδο και την ερμηνεύουν, ή ως προσωπική μου ιδιοτροπία ή ως διάθεση ανόητου ανταγωνισμού, αλλά εγώ δεν μπορώ και δε θέλω να κάνω διαφορετικά. Ακόμα και το πώς αρθρώνω το κείμενο έχει στοιχεία εμπόλεμα. Πιστεύω πως η ανθρώπινη ομιλία είναι η βίαιη προσπάθεια να αποκολλήσεις την έννοια από το αντικείμενο. Αλλά και στο στήσιμο μίας σκηνής χρειάζεται διαρκώς να λαμβάνεις υπόψη σου τη διαρκή σύγκρουση. Δεν υπάρχει πρόσωπο, που εμφανίζεται στο τεχνητό φως ενός σκηνικού κάδρου, χωρίς να απαιτεί κάτι και χωρίς να θέλει να το επιβάλλει. Άρα όλη του η συμπεριφορά, ο τρόπος που κινείται και οι θέσεις που παίρνει οφείλουν να σηματοδοτούν τη βιαιότητα και την ανάγκη της επικράτησής του. Ποτέ δε στήνω μία σκηνή βάσει ψυχολογικών ιδιοτροπιών των προσώπων. Το αν κάποιος είναι όρθιος, καθιστός, στέκεται στο προσκήνιο ή στο βάθος, δεξιά ή αριστερά, κινείται κυκλικά ή όχι, έχει άμεση σχέση με την ένταση της πολεμικής του.
Πώς γίνεται να διατηρείται η ισορροπία ανάμεσα στους δύο ρόλους, ώστε να επιτυγχάνεται ιδανικά η συνεχής αλλαγή των ρόλων θύτη- θύματος; Η σύγκρουση δεν κινείται στα πλαίσια των εννοιών νικώ – χάνω, κερδίζω - ηττώμαι αλλά στο πλαίσιο της έννοιας «ζω»! Κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνο θύτης ή μόνο θύμα, μόνο νικητής ή μόνο χαμένος και οι δυο χαρακτήρες ακόμα και αν δεν ξέρουν να αρθρώσουν με τον ίδιο τρόπο αυτόν τον ύμνο στον πόλεμο, το κάνουν πράξη. Άρα ο φυσικός πόλεμος είναι ισορροπία και όχι ανισορροπία.
Σε ποια οριακή στιγμή βρίσκεται καθένας από τους δύο χαρακτήρες; Η συνάντησή τους γίνεται στην πόρτα. Ο ένας είναι έτοιμος να βγει και ο άλλος να μπει. Στο Σλουθ βλέπουμε δύο ανθρώπους που, παρόλη τη διαφορά ηλικίας τους, ο ένας εκπροσωπεί την παλαιότερη γενιά και ο άλλος την νεότερη, μοιάζουν. Ο μεγαλύτερος λοιπόν, διακατέχεται από την αγωνία του τέλους που έρχεται, ενώ ο μικρότερος από την αγωνία να φτάσει, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην θέση του μεγαλύτερου. Άρα μοιάζουν ως προς την έννοια της αγωνίας, ενώ διαφέρουν ως προς την ποιότητά της. Στο τέλος όμως, όλα τελειώνουν μ’ ένα παράπονο. Αναρωτιέται ο μεγαλύτερος «τι θα κάνω εγώ; Ποιος θα με διώξει από ’δω πάνω;» Κανείς δεν είναι σίγουρος για το πόσο ειλικρινής είναι αυτή του η συμφιλίωση με το φευγιό του, με το τέλος του, αλλά αν είναι κάτι πασιφανές, είναι η έντονη άρνησή του να παραδώσει τη σκυτάλη, σαν δαχτυλίδι... Θέλει ο νεότερος να του αρπάξει το δαχτυλίδι και αν χρειαστεί να του κόψει και το δάχτυλο. Ο άλλος όμως δεν είναι έτοιμος να το κάνει. Η νεότερη γενιά όλο και πιο πολύ απομακρύνεται από κάθε τι το συγκρουσιακό. Παραπονιέται μεν, αδιαφορεί δε και προτιμάει να μιλάει για τις επιθυμίες της παρά να προσπαθεί να τις υλοποιήσει. Προτιμά τον εφησυχασμό και την ψευδαίσθηση μιας ειρηνοποιού συνθήκης ζωής, από τη φυσικότητα του πολέμου. Η απονέκρωση των επιθυμιών έχει ήδη αρχίσει.
Με ποια κριτήρια επιλέξατε το έργο; Το συγκεκριμένο έργο το επιλέξαμε μαζί με τον Κωνσταντίνο, ποτέ όμως δεν επιλέγω ένα έργο απλώς και μόνο για να το ανεβάσω. Το έργο είναι η αφορμή για να πω αυτό που θέλω να πω. Όσο κι αν ηχεί σε πρώτη ανάγνωση επηρμένο, σε πληροφορώ πως είναι μεγαλύτερη έπαρση το να πιστεύει κάποιος πως ερμηνεύει τον συγγραφέα του έργου. Κάθε παράσταση χρησιμοποιεί τη διαδικασία της ερμηνείας, ως άλλοθι. Τον εαυτό μας ερμηνεύουμε κάθε φορά. «Ερμηνέων ερμηνείς» είμαστε όλοι, γι’ αυτό και το «ερμηνευόμενο» παραμένει πάντα ερμητικά κλειστό και σε αναμονή να το ανοίξει ο επόμενος. Θεωρώ πως ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας δεν μπορεί να ερμηνεύσει το έργο του. Το έργο είναι απλώς μια διαμεσολάβηση.
Μιλήστε μου για τη συνεργασία σας με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη; Ο Κωνσταντίνος για μένα εκπροσωπεί τον καλύτερο ηθοποιό της επόμενης γενιάς μετά τη δική μου και με μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους. Δεν θα μπορούσε να παιχτεί το έργο διαφορετικά. Με τον Κωνσταντίνο μοιάζουμε σε αρκετά πράγματα. Ένα από αυτά είναι η ένταση και η ενέργεια που έχουμε πάνω στην σκηνή και που δεν γίνεται με προσπάθεια, είναι ο βασικός υποκριτικός μας κώδικας.
Πώς ενεργοποιείτε και πώς μεταλλάσσετε αυτόν τον κώδικα; Οι μάσκες αυτού του κώδικα μπορεί να’ ναι πολλές, αλλά ο κώδικας είναι ένας. Εγώ πάντα παίζω σαν να ’ναι η τελευταία φορά... Δεν βγαίνω τυχαία στη σκηνή, μπαίνω σ’ έναν χώρο που για μένα είναι πιο πραγματικός από την ίδια την καθημερινότητά μου. Η τέχνη είναι πιο αληθινή από την πραγματικότητά μας, καδράρει τα πράγματα με τέτοιον τρόπο, ώστε οι άνθρωποι να βλέπουν την αλήθεια. Η αλήθεια δεν είναι γεγονός, η αλήθεια είναι διαδικασία. Προέρχεται από το στερητικό «α» και τη λέξη λήθη και σημαίνει την διαρκή διαδικασία του να μην ξεχνιούνται τα πράγματα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην τέχνη.
Υπάρχει αλήθεια στο θέατρο, αφού είναι συνδεδεμένο με την έννοια της υποκριτικής; Η υποκριτική δεν βγαίνει από την λέξη υποκρισία αλλά από την λέξη αποκρίνομαι, δηλαδή απαντώ ερμηνεύοντας ή ερμηνεύω απαντώντας, έχει μια διττή σημασία. Η περιπέτεια της έννοιας υποκριτής άρχισε με τη γενική κατολίσθηση πολλών εννοιών, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Οι άνθρωποι βάπτισαν τον μόνο αληθινό χώρο, το θέατρο, ως ψευδή, για να αντέξουν το δικό τους ψεύδος. Γι’ αυτό επικράτησαν φράσεις όπως μην παίζεις θέατρο σε μένα, με την έννοια του «μη μου λες ψέματα». Στο θέατρο λέμε πάντα αλήθειες, αλλιώς είναι κακό θέατρο, είναι κακή τέχνη. Κι όλα ξεκίνησαν απ’ το διαχωρισμό των λέξεων μιμούμαι και μιμνήσκω. Το μιμούμαι απέκτησε την έννοια της εξαπάτησης, λόγω της υποτιθέμενης σανσκριτικής της προέλευσης και απομακρύνθηκε από τη έννοια της μνήμης. Μιμούμαι σημαίνει μιμούμαι τη μνήμη μου, δηλαδή όλο αυτό το πάζλ συνδεδεμένο ή όχι, που είναι η μνήμη μας. Με λίγα λόγια μιμούμαι εμένα τον ίδιο.
Πώς επιτυγχάνεται αυτό όταν ο ρόλος δεν μπορεί να αποτελεί βιωματική εμπειρία; Η μνήμη δεν κατασκευάζεται μόνο από τις βιωματικές εμπειρίες μας, κατασκευάζεται και από τη φαντασία μας. Είναι ένας τόπος στον οποίο εγκαθίστανται όχι μόνο γεγονότα που έχουμε ζήσει αλλά και όσα έχουμε φανταστεί, γι’ αυτό και είναι αναγνωρίσιμα σ’ εμάς. Αναγνωρίζω σημαίνει γνωρίζω ξανά, άρα έχω γνωρίσει ήδη. Άρα όταν δω έναν «τρελό», τον αναγνωρίζω όχι επειδή έχω περάσει στην όχθη της τρέλας κάποια στιγμή κι εγώ, αλλά επειδή το έχω φανταστεί. Έτσι τον αναγνωρίζω μέσα σε μένα. Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει πράξη όλα όσα αναγνωρίζει στον έξω από αυτόν κόσμο, γιατί τα αναγνωρίζει με το μυαλό του, άρα κατοικούν ήδη εντός του. Το αν χρησιμοποιεί ή όχι αυτές τις πολλαπλές μάσκες συμπεριφορών είναι θέμα θάρρους. Το ότι στη ζωή μας νομίζουμε πως χρησιμοποιούμε μόνο κάποιες συγκεκριμένες μάσκες συμπεριφορών, συμβαίνει γιατί είτε μας βολεύουν, είτε μας τις έχουν επιβάλλει, είτε τις άλλες τις έχουμε ξεχάσει. Κι όμως ο άνθρωπος είναι ένα πολλαπλό σύστημα, δεν είναι μονοσήμαντος. Ο αγώνας και η αγωνία σου λοιπόν στο θέατρο είναι το να έχεις το θάρρος να εμφανίζεις την πολλαπλότητά σου. Είναι μία διαρκής μάχη με τον εαυτό σου. Περί θάρρους ο λόγος.
Το θάρρος αυτό αποκτιέται ή ενυπάρχει; Νομίζω είναι ένας συνδυασμός του χαρακτήρα του καθενός και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει. Μέσα στον άνθρωπο υπάρχει το μοιραίο με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου που σημαίνει «μοιράζω». Μας έχει μοιραστεί ένας τόπος. Δική μας δουλειά είναι να ανιχνεύσουμε και να χαράξουμε με το εργαλείο που είναι χαρακτήρας μας, γιατί από εκεί προέρχεται η λέξη, την κάθε γωνιά αυτού του τόπου. Και να γίνουμε αυτοί που είμαστε για να ευχαριστηθούμε το «πέρασμά» μας. Ο άνθρωπος είναι ένα πέρασμα μέσα στο φως της ζωής. Κι αυτό το φως είναι που τον καθιστά άνθρωπο. Το τι ήταν πριν και το τι θα είναι μετά, δεν μπορεί και ούτε πρόκειται να το συλλάβει ο άνθρωπος.
Πείτε μου για το έργο «Επικίνδυνες σχέσεις» που σκηνοθετείτε και θα ανέβει στο θέατρο «Άλμα»; Είμαστε στην ίδια θεματική. Έχουμε κι εδώ τη μόνιμη εμμονή μου. Άλλωστε η σκηνή του θεάτρου είναι ο τόπος της «εμμένειας» κάθε υποκριτή. Εκεί κατοικεί. Όπως φαίνεται λοιπόν και από τον τίτλο του έργου, αφορά την ανοησία και την ασέβεια των ανθρώπων να χρησιμοποιήσουν αυτό το φυσικό εμπόλεμο, σαν προϊόν ανθρώπινου πολιτισμού και να το χειρίζονται σαν εργαλείο στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, καθιστώντας τις έτσι επικίνδυνες. Ο υπότιτλος αυτού του έργου μπορεί επίσης και να ’ναι: «Δεν παίζουμε με τον έρωτα». Πρόκειται για την ιστορία δύο ανθρώπων που σχεδιάζουν, σκηνοθετούν τις ερωτικές σχέσεις άλλων ανθρώπων, μη σεβόμενοι τον έρωτα και μη σεβόμενοι το ομόηχο παιχνίδι έρωτα και έριδος. Ο έρωτας και ο πόλεμος είναι ταυτόσημες έννοιες.
Ο έρωτας με τα χρόνια δεν μεταλλάσσεται σε αγάπη; Ναι αλλά τότε δεν είναι έρωτας, είναι ένα άλλο συναίσθημα. Έρωτας είναι ο βιασμός του εγώ του άλλου, ενώ η αγάπη είναι ο βιασμός του δικού μας εγώ. Ερωτευόμαστε το διαφορετικό του άλλου, όσο όμως ο άλλος προσπαθεί μέσα στη σχέση να διατηρήσει τη μοναδικότητά του, τόσο πιο πολύ μας φοβίζει. Η διαφορετικότητα του καθενός για να συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον άλλο, άρα όσο προσπαθούμε να το πλησιάσουμε τόσο πιο πολύ χάνει τη διαφορετικότητά του και κατά συνέπεια και τη γοητεία του. Γι’ αυτό ο έρωτας είναι άπελπις και δεν έχει αίσιο τέλος, εκτός και αν μεταλλαχθεί σε αγάπη. Τότε βιαιοπραγείς πάνω στο δικό σου εγώ και παραχωρείς στον άλλον το δικαίωμα της διαφορετικότητάς του.
Σαν σκηνοθέτης βασίζεστε στο κείμενο; Ή στους συναδέλφους σας; Και στα δύο. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να προβώ και σε αλλαγές, προκειμένου να είμαι πιο συνεπής σ’ αυτό που θέλω να πω. Το έργο είναι μια πρόφαση, δηλαδή έχει ήδη ειπωθεί, άρα δεν κινδυνεύει σε τίποτα από τις δικές μου επιλογές, ό,τι και να κάνω εγώ, το έργο παραμένει το ίδιο.
Υπάρχει κάποιο επαγγελματικό σας όνειρο που δεν έχει πραγματοποιηθεί; Ο άνθρωπος, όπως είπα και πριν, είναι μια μηχανή επιθυμιών και στόχος του είναι να τις υλοποιεί. Αυτό το κατάλαβα νωρίς και τις απενοχοποίησα. Τώρα, αν οι επιθυμίες κάποιου είναι εγκληματικές, ακόμα και να μην προσπαθεί να τις κάνει πράξη, είναι εγκληματικός. Είναι διαφορετικό το τι άνθρωπος είσαι και διαφορετικό το αν σέβεσαι τις επιθυμίες σου. Όνειρα λοιπόν και επιθυμίες έχω και πιστεύω πως κάποια στιγμή θα πραγματωθούν. Δε θεωρώ την πραγματοποίηση ενός ονείρου, θάνατο του ονείρου.
Τι σας πρόσφερε και τι σας στέρησε το θέατρο; Το θέατρο για μένα είναι ο τρόπος που ζω. Η ζωή για μένα δεν είναι ούτε κέρδος, ούτε χασούρα, ούτε ευτυχία, ούτε δυστυχία. Δεν ζούμε ούτε για να ’μαστε ευτυχισμένοι ούτε για να ’μαστε δυστυχισμένοι, ζούμε γιατί ζούμε. Τώρα, το πώς ζούμε, δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου να έχει σχέση μόνο με το ανόητο κυνηγητό κάποιας υποτιθέμενης ευτυχίας, αλλά με το ενδιαφέρον μου προς τους συγκάτοικους που έχω σ’ αυτό το πέρασμα. Περί μέριμνας αυτός ο λόγος.
Μιλήστε μου για την εμπειρία σας ως δάσκαλος υποκριτικής; Υπήρξα δάσκαλος για δεκατέσσερα χρόνια, δεν πρέπει να ’μουν καλός, ήθελα να κάνω πολλά πράγματα αλλά δεν τα κατόρθωσα. Ίσως προσπαθούσα να τους διδάξω πράγματα που από τη μία δεν μπορούσαν να τα καταλάβουν γιατί ήταν νωρίς και από την άλλη δεν είχα τον τρόπο να τα κάνω πιο καθαρά. Αυτά που είχα αντιληφθεί εγώ, τα είχα αντιληφθεί όταν βρέθηκα σ’ ένα καλλιτεχνικό αδιέξοδο. Προσπάθησα να τα αποκωδικοποιήσω και στη συνέχεια να τα κωδικοποιήσω ξανά για να τα μεταφέρω στους νεώτερους. Εκεί, στο δεύτερο, πρέπει να έκανα πολλά λάθη. Πάντως προσπάθησα. Και θέλω να ελπίζω, πως αυτά που τους έμαθα, όταν κάποια στιγμή βρεθούν στο ίδιο αδιέξοδο, θα τα καταλάβουν. Το αδιέξοδό μου είχε να κάνει, με το τι κάνω πάνω στην σκηνή. Αν κατασκευάζω κάτι ή αν συμβαίνει κάτι. Αν είμαι ο δημιουργός ή το δημιούργημα. Ή μήπως και τα δύο. Η υποκριτική, ως τέχνη εμπεριέχει την κατασκευή, αλλά για να κατασκευάσω κάτι πρέπει πρώτα να το έχω μάθει. Ο στόχος όμως της θεατρικής πράξης είναι να γίνεις εσύ ο ίδιος δημιουργία, κι όχι να παραμείνεις δημιουργός. Αλλά για να γίνεις δημιουργία, πρέπει να ’χεις γίνει τέλειος δημιουργός. Δεν είναι εύκολο όλο αυτό. Δεν μπορείς να κάνεις εύκολα κατανοητό στους νεώτερους, πως πρέπει να μάθουν κάτι μόνο και μόνο για να το ξεπεράσουν. Είναι μία εποχή που τα παιδιά μαθαίνουν από το δημοτικό, να μπαίνουν σε μια διαδικασία χρηστικότητας. Η εξειδίκευση είναι ο στόχος του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος. Σχεδόν όλη η εκπαίδευση σνομπάρει την εγκυκλοπαιδική γνώση. Τα παιδιά λοιπόν, μπορεί να γοητεύονται από την κατάκτηση της τεχνικής του θεάτρου, αν και θεωρώ πως ούτε αυτό μαθαίνουν στις δραματικές σχολές, αλλά δεν μπορούν να γοητευθούν με την ιδέα, πως χρειάζεται όλος αυτός ο κόπος για να μάθεις αυτή την τεχνική που είναι χρήσιμη, όταν δεν είναι χρηστική. Δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό με λίγα λόγια, πως θέατρο είναι το να γίνεις αυτό που είσαι.
Τι πιστεύετε για τη διαδικτυακή δημοσιογραφία; Το ίντερνετ είναι ένας ελεύθερος χώρος διακίνησης ιδεών αλλά με ενδιαφέρουν οι σελίδες οι οποίες δεν κρατούν την ταυτότητά τους μυστική, μέσω της ανωνυμίας μόνο και μόνο από φόβο. Αυτοί μόνο κακό μπορούν να προκαλέσουν.
Είναι πολλές και οι ανώνυμες κριτικές που δημοσιεύονται.. Στα πλαίσια άλωσης πολλών επαγγελμάτων είναι απόρροια και η ανωνυμία στην δημοσιογραφία. Πιστεύω πως ούτε και οι ίδιοι θεωρούν την άποψή τους αθώα. Ξέρουν πως το ανώνυμο κουβαλάει μια διαπλοκή, παρόλο που η διαπλοκή μπορεί να ’ναι και επώνυμη.
Τι συμβουλεύετε τα νέα παιδιά; Δεν μου αρέσουν οι συμβουλές. Το μόνο που μπορώ να πω είναι να παρατηρούν και να ενδιαφέρονται για τους άλλους. Δεν θα μάθεις τον εαυτό σου κοιτώντας εσένα, αλλά κοιτώντας τους άλλους. Με τη γέννηση του ατόμου, το DNA μας έχει διαμορφωθεί, από κει και έπειτα το υπόλοιπο κομμάτι μας διαμορφώνεται από τους άλλους. Η γενιά των σημερινών γονέων μαθαίνει στα παιδιά της να είναι αυτάρκη. Η έννοια όμως της αυτάρκειας δεν υφίσταται. Κάθε άνθρωπος από το περιβάλλον που ζούμε μας διαμορφώνει. Τον εαυτό μας τον αναγνωρίζουμε μέσα από τα μάτια των άλλων. Τα σημερινά παιδιά είναι σαν κλειστές αχιβάδες και γι’ αυτό φταίει η προηγούμενη γενιά. Είναι τσιγγούνικη, δεν έκανε πράξεις που τα παιδιά θα μπορούσαν να θαυμάσουν, ούτε θαύμασε τα ίδια τα παιδιά. Το παιδί φαντασιώνεται ότι είναι το ίδιο ένα θαύμα, Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να μπορεί να αναγνωρίσει και να θαυμάσει άλλα θαύματα.
|
Σχόλια
Auta sigoura einai ta logia pou krataw egw apo authn thn sunenteuxi