Σχετικά άρθρα
Ο ΠΟΥΠΟΥΛΕΝΙΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Σάββατο, 04 Απρίλιος 2015 08:46 |
Ο Πουπουλένιος
Το συναρπαστικό αυτό έργο του Μακ Ντόνα, γραμμένο το 2003 κέρδισε το βραβείο Ολίβιε ως καλύτερο καινούριο θεατρικό της χρονιάς για τη σεζόν 2004-2005, το βραβείο Κριτικών Θεάτρου της Νέας Υόρκης, δύο βραβεία Tόνι, και μέσα σε δύο χρόνια μεταφράστηκε σε πάνω από δέκα γλώσσες. Η δραματουργία κινείται ευέλικτα ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές άσκησης της βίας για να αναδείξει εν τέλει την αφηγηματική αλλά και την ανατρεπτική της δύναμη. Η ενδοοικογενειακή βία που πηγάζει από την διαστροφή των γεννητόρων συμπλέκεται με την βία που ασκεί το κακοποιημένο άτομο, με την βία της ολοκληρωτικής εξουσίας και με την βιαιότητα της τέχνης της συγγραφής, η οποία μπορεί να δημιουργήσει οπαδούς επιτυγχάνοντας στόχο αντίθετο από τον επιθυμητό αντί δηλαδή να προκαλέσει απέχθεια απέναντι στη βία, προκαλεί έλξη και συνδαυλίζει την επιθυμία για άσκησή της. Ο Κατούριαν Κατούριαν του Κατούριαν, το πρόσωπο χωρίς δικό του στην ουσία όνομα αλλά φέροντας αυτό του πατέρα του, υφίσταται την σκοτεινή και τρομακτική άσκηση βίας. Υποχρεώνεται για εγκαταλείψει την παιδική του ηλικία βίαια για να δημιουργήσει ιστορίες που θα δικαιώνουν τις υψηλές βλέψεις των ψυχοπαθών γονέων του. Το τίμημα θα είναι ο διαρκής βασανισμός του αδελφού του Μίχαλ που μεταξύ άλλων τραυματικών καταλοίπων, αφήνει στον Κατούριαν και το στίγμα της ενοχής υποχρεώνοντας τον σε μια διαρκή κι αμέριστη προσήλωση προς το θύμα που πλήρωσε με το αίμα του, την δική του εξέλιξη. Η ίδια ενοχή τον ωθεί να γίνει ο δολοφόνος των γονιών του με τους οποίους δεν μπορεί πια να έρθει σε κανενός άλλου είδους αντιπαράθεση. Όταν ο Μίχαλ ο οποίος λατρεύει τις ιστορίες του αδελφού του αποφασίζει να τις κάνει πράξη σκοτώνοντας μικρά παιδιά ο Κατούριαν συλλαμβάνεται κι ανακρίνεται ως ο ένοχος των αποτρόπαιων φόνων. Έτσι συνειδητοποιεί επώδυνα τις δράσεις του αδελφού του κι αναζητάει ακόμα και μέσα στην οδύνη των βασανιστηρίων μια λύση διάσωσης. Σε μια σπαρακτική σκηνή που σηματοδοτεί το τέλος της δεύτερης πράξης του έργου σκοτώνει τον Μίχαλ με ένα μαξιλάρι λυτρώνοντάς τον έτσι από τις επιπτώσεις της διαστροφικής του ψυχοσύνθεσης. Ο «μαξιλαρένιος», εκείνος που είναι απαλός κι ευεργετικός έστω κι αν το έργο του είναι να σπρώχνει τα μικρά παιδιά στην αυτοκτονία και στον αιώνιο λυτρωτικό ύπνο του θανάτου για να τα γλυτώσει από τους πόνους της ενηλικίωσης, είναι κι ο αγαπημένος ήρωας της ιστορίας-κλειδί που συγγενεύει μακρινά με την «Φόνισσα» του δικού μας Παπαδιαμάντη. Όλη η δράση διατρέχεται από ιστορίες, τις αιματόβρεχτες ιστορίες του συγγραφέα και την «απλοϊκή» αλλά αρχετυπική ιστορία του αδελφού του. Στον αντίποδα του «μαξιλαρένιου» υπάρχει άλλη μια ιστορία, εκείνη του μπάτσου που έχασε το παιδί του σε ατύχημα και παρηγορείται ενώ ταυτόχρονα τρομάζει στην ιδέα πως κι αυτό θα είχε κοντά του λίγο πριν πεθάνει τον «μαξιλαρένιο» και περιγράφει έναν σοφό άντρα με απεριόριστες ικανότητες ο οποίος επιλέγει την προστασία της ζωής του παιδιού-υποψήφιου θύματος αντί της απώλειας της. Ο άλλος μπάτσος, επίσης έχοντας υπάρξει παιδί κακοποιημένο από τον γονιό του, γίνεται το αντεστραμμένο είδωλο του Μίχαλ ενώ ο μπάτσος συγγραφέας έστω και μίας και μοναδικής ιστορίας γίνεται το alter ego του Κατούριαν καθώς επιδιώκει κιόλας να τον ανταγωνιστεί. Ο Κατούριαν δίνει στους βασανιστές του μια ομολογία ψευδή με στόχο να διασώσει τα κείμενά του τα οποία εκείνοι σκοπεύουν να καταστρέψουν. Έρχεται αντιμέτωπος με την τελευταία δράση του αδελφού του η οποία στηρίζεται στην δική του αφελή, απλοϊκή κι αισιόδοξη ιστορία ευεργετώντας το παιδί-υποψήφιο θύμα αντί να το βασανίσει και να το σκοτώσει. Η άγρια δολοφονία του στο φινάλε του έργου, κόβει στη μέση την τελευταία του ιστορία στην οποία τα γραπτά του θα γίνονταν στάχτη από τον άξεστο μπάτσο κι η θυσία του αδελφού του θα πήγαινε χαμένη. Ωστόσο ο άξεστος μπάτσος αποφασίζει να μην κάψει τις ιστορίες του και τις φυλάξει στο φάκελό για πενήντα χρόνια δίνοντάς τους το δικαίωμα να διεκδικήσουν κι αυτές κάποιο μερίδιο στην αθανασία. Φυσικά ούτε κι αυτή η λύση του φινάλε δεν είναι ακριβώς λύση. Γιατί τι είναι εν τέλει αυτές οι ιστορίες του Κατούριαν; Πουθενά στο έργο δεν φαίνεται πως πρόκειται για αριστουργήματα. Μάλλον ιστορίες του «μπαμπούλα» είναι, σκοτεινά μεσαιωνικού τύπου παραμύθια που χρησιμεύουν για να ενισχύουν την παιδική τρομολαγνεία με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι αιματόβρεχτοι μύθοι του Περώ και των αδελφών Γκριμ, ίσως λίγο πιο ευφάνταστα. Ούτε καν τις έχει κάποιος δημοσιεύσει εκτός από μία και σύμφωνα με την ίδια την ομολογία του δεν κρύβουν κάποιο μήνυμα ούτε ανατρεπτικά υπονοούμενα. Όμως είναι ιστορίες και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η αξία τους. Εκεί που τέμνεται η ζωή με την φαντασία, η πραγματικότητα που εξοντώνει κι η παραμυθία που παρηγορεί, τα ηνία παίρνει η μαγεία της αφήγησης που έχει συνεπάρει και τον συγγραφέα και τον αποδέκτη του, τον αδελφό του. Η ανάγκη του Κατούριαν να μαγέψει το κοινό του με τις ιστορίες του ξεπερνάει ακόμα και το ένστικτό του της επιβίωσης. Και μπορεί ο συγκεκριμένος να είναι μια ειδική περίπτωση αλλά και ποιος συγγραφέας δεν είναι; Τα αινίγματα και κυρίως αυτά που δεν έχουν λύση κινητοποιούν απίστευτες δυναμικές κι η παρουσία του Κατούριαν και της βίαιης περιπέτειάς του στην θεατρική σκηνή είναι ίσως μια πρόκληση-αίνιγμα που αντικατοπτρίζει πιστά έναν ανηλεή κόσμο έστω κι αν οι αφηγήσεις είναι ολοφάνερα αναληθοφανείς υπερβολές και αποκτούν σημασία μόνο από την στιγμή που για κάποιον γίνονται τόσο συγγενείς με την πραγματικότητά του ώστε να επιθυμεί ψυχωτικά να τις αναπαραστήσει. Η βουτιά στην ανθρώπινη ψυχή και τα μυστήριά της γίνεται από τον πανέξυπνο Αγγλο- Ιρλανδό συγγραφέα χωρίς ίχνος διδακτισμού, μ’ ένα οξύ, διεισδυτικό χιούμορ και μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες που ενισχύουν τον βασικό κορμό της δράσης. Η περίπλοκη διαδικασία άσκησης βίας ορίζεται μέσα από ψυχικές και σωματικές διαταραχές που αποτελούν ταυτόχρονα και τα συστατικά της αυθεντικής δημιουργίας. Οι αντιθέσεις που ορίζονται σε ορισμένα σημεία κι ως αντιφάσεις κι οι ανατροπές που ενισχύουν τις θέσεις καθιστούν πολυεπίπεδες τις ερμηνείες των συμβάντων και θέτουν ερωτήματα στη θέση των εύκολων λύσεων-απαντήσεων. Σε μια μετάφραση εξαιρετικά προσεγμένη και μια σκηνοθεσία η οποία ανέδειξε τόσο το σκληρό χιούμορ όσο και την τραγικότητα της δραματουργίας, μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών προσφέρει τις καλύτερες επιδόσεις της αναδεικνύοντας τους ιδιόμορφους και πολυσχιδείς χαρακτήρες-ρόλους. Ο Μαρκουλάκης σε μια από τις πιο ώριμες υποκριτικά στιγμές του, αποδίδει τον Κατούριαν με έντονη συναισθηματική φόρτιση, αυθεντικότητα και αφηγηματική ακρίβεια αναδεικνύοντας τις λεπτές αποχρώσεις του ρόλου του κι αποδίδοντας με μέτρο και γλαφυρότητα τις εσωτερικές ψυχικές διαμάχες του. Ο Πυρπασόπουλος ως ο καθυστερημένος αδελφός Μίκαλ, σε ένα ρόλο που του ταιριάζει γάντι, συνδυάζει την αφέλεια, την παιδικότητα, την τρυφερότητα και την απόγνωση με υποκριτική ευελιξία και μαεστρία ενώ επιτυγχάνει να ορίσει το πεδίο επικοινωνίας με τον αδελφό του σε ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης και απειλής ταυτόχρονα. Διαυγείς υποκριτικά ο Άριελ κι ο Τουπόλσκι δημιουργούν τους δυο αντίθετους χαρακτήρες των αστυνομικών αλλά και την ανατροπή τους στην πορεία με θαυμάσια αίσθηση του χιούμορ και επιβλητική βιαιότητα ενώ διαθέτουν μια αξιόλογη σκηνική χημεία η οποία ενίσχυσε την εκφραστικότητα και όρισε τις εναλλαγές των ρυθμών ανάμεσά τους με εξαιρετική ευκρίνεια. Καίριοι κι επιβλητικοί οι φωτισμοί του πάντα εξαιρετικού Γιάνναρου, λιτά και σωστά μελετημένα τα σκηνικά και τα κοστούμια της Σμαραγδή, θαυμάσιοι οι μουσικοί σχολιασμοί του Μάτσα που επιτείνουν τις επιβλητικές ατμόσφαιρες και τονίζουν τις συναισθηματικές αποχρώσεις των ηρώων. Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης Διανομή Διάρκεια: 125′
Εισιτήρια Αθήνα Ενιαίο εισιτήριο που αφορά στα θέατρα Αθηνών, Βρετάνια και Μουσούρη στην τιμή των 42€. Θεσσαλονίκη Θέατρο Αθηνών Τετάρτη έως Κυριακή στις 20:45 Θέατρο Αριστοτέλειον Πρεμιέρα |