Σχετικά άρθρα
ΧΑΡΗΣ ΑΤΤΩΝΗΣ 2012 |
Συντάχθηκε απο τον/την Πελαγία Μπότση | |||
Δευτέρα, 19 Μάρτιος 2012 20:32 | |||
Χάρης Αττώνης «I am my own wife»
Η παράξενη ιστορία της Charlotte Von Mahlsdorf, μια περιπετειώδης πορεία από την «αμαρτωλή» Γερμανία του μεσοπολέμου στη φρίκη του Γ’ Ράιχ, στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία και στη συνέχεια στην επανένωση των δύο Γερμανιών, προέκυψε από τις απομαγνητοφωνήσεις των συζητήσεων της Charlotte με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Doug Wright στη δεκαετία του ’90. Πρόκειται για ένα αγόρι που στην εφηβεία του αποφάσισε να πετάξει τα ανδρικά παντελόνια και το όνομά του Lothar Berfelde για να ζήσει πια σαν γυναίκα, που γίνεται μέλος του φασιστικού κόμματος, που δηλώνει ότι στα 15 του σκότωσε μ’ ένα τσεκούρι τον πατέρα του και που με την πτώση του Γ’ Ράιχ το σκάει από το αναμορφωτήριο ξεμένοντας στο κομμουνιστικό Ανατολικό Βερολίνο. Εκεί συλλέγει αντίκες και οικιακά αντικείμενα όσων έφυγαν στη Δύση, μετατρέποντας την εγκαταλελειμμένη έπαυλη των Mahlsdorf σε μουσείο. Από το ’70 και μετά άρχισε να μαζεύει στα υπόγεια της έπαυλης όλους τους γκέι της πόλης. Όταν κοντά στα 40, η μητέρα του θα τον ρωτήσει πότε θα αφήσει τα αστεία για να παντρευτεί, η Σαρλότ θα απαντήσει: «I Am My Own Wife». Κι όταν η επανενωμένη Γερμανία αποφασίζει να την βραβεύσει, θα αρχίσουν οι καταγγελίες πως ήταν πράκτορας της Στάζι και ότι «εξαγόραζε» την ανοχή των αρχών με αντάλλαγμα πληροφορίες για τους θαμώνες του άτυπου gay bar της. Ο Χάρης Αττώνης υπό την σκηνοθετική μπαγκέτα του Ιωσήφ Βαρδάκη ζωντανεύει αυτήν την παράδοξη και ταυτόχρονα εκρηκτική περιπέτεια, στο εντυπωσιακό σκηνικό της εικαστικού Ρεβέκκας Μουστάκη – Ζέη, ερμηνεύοντας 40 ρόλους κι εκπλήσσοντας το κοινό με την καθαρότητα της ερμηνείας του και την ταχύτητα των μεταβάσεων, σε μια εντυπωσιακή άσκηση δεξιοτεχνίας. Μιλάμε μαζί του για την παράσταση το ρόλο και πολλά άλλα…
Στη φετινή σου δουλειά πρωταγωνιστείς σε ένα πολυβραβευμένο έργο, το οποίο ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό. Μίλησέ μου για το έργο και για τα στοιχεία που σε έλκουν σ’ αυτό; Η ιδέα για να δουλέψουμε πάνω στο έργο, ανήκει στο σκηνοθέτη και μεταφραστή του, Ιωσήφ Βαρδάκη. Όταν μου ζήτησε να το ξεκινήσουμε, η πρώτη ανάγνωση στα αγγλικά με έκανε να νιώσω δέος και ταυτόχρονα μαγεία και αγωνία για αυτό το εγχείρημα. Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με τον Ιωσήφ, παρ’ όλο που γνωριζόμαστε πάνω από 15 χρόνια και ξέρω πως δε θα μου το πρότεινε αν δεν ένιωθε ότι μπορώ να το κάνω. Για αυτό αποφάσισα να τον εμπιστευτώ και βυθίστηκα εξ αρχής στην ομορφιά του κειμένου. Είναι ένα έργο που το ανακαλύπτεις όλο και περισσότερο με κάθε ανάγνωση, με κάθε ακρόαση. Κι αυτό γιατί είναι γραμμένο με τρόπο ευφυή από τον Doug Wright, ο οποίος με δεξιοτεχνία μεγάλη χειρίζεται όλους τους χαρακτήρες και κυρίως την ίδια τη Σαρλότε, ενώ παράλληλα κλείνει το μάτι στους δημιουργούς για αυτό που λέει κι αυτό που εννοεί. Το ενδιαφέρον έχει να κάνει τόσο με την πραγματική, συναρπαστική ιστορία της Σαρλότε - και το ότι το έργο στηρίζεται σε μια σειρά πραγματικών συνεντεύξεων που πήρε ο συγγραφέας από την ίδια - όσο και με τη μυθοπλασία που μοιραία παίζει το ρόλο της σ’ ένα έργο που δεν είναι ντοκιμαντέρ μα αξιοποιεί τα πραγματικά γεγονότα και κάτω από το φίλτρο της υποκειμενικότητας του συγγραφέα συνθέτει μια νέα ιστορία. Είναι προφανές ότι αν δε με είχε γοητεύσει η Σαρλότε, η προσωπικότητα και η ιστορία της, δε θα μπορούσα να την υπερασπιστώ. Το έργο ήταν μια αφορμή να αναμετρηθώ με τον εαυτό μου, τις δυνατότητές μου, τις ανασφάλειές μου - έχοντας δίπλα μου πολύτιμο υποστηρικτή και οδηγό το σκηνοθέτη μου. Ο συνδυασμός αυτός με έκανε να νιώθω πραγματικά τυχερός.
Πως διαχειριστήκατε το κείμενο με τον σκηνοθέτη και ποια εμπόδια συναντήσατε για να μεταφέρετε την ανάγνωσή σας στο κοινό; Με τον Ιωσήφ μιλάμε την ίδια γλώσσα. Αν και το ιστορικό μας πάνω στο θέατρο είναι διαφορετικό κι εγώ έχω ασχοληθεί με αρκετά διαφορετικά είδη θεάτρου και χορού, αγαπάμε και οι δύο μας το θέατρο για την προφανή αιτία: το Λόγο. Στην Ελλάδα, θέατρο συχνά εννοείται το μεγάλο, το εντυπωσιακό, το γκροτέσκο με τα ακριβά σκηνικά και κοστούμια, με τις σκηνοθεσίες που μπερδεύονται για σκηνογραφίες και με τις ερμηνείες που «αυτοσκηνοθετούνται» με γνώμονα το υπέρμετρο «εγώ» των ηθοποιών. Το κείμενο που είχαμε στα χέρια μας ήταν πολύ πρόσφορο για να οδηγηθούμε σε αντίστοιχες ακρότητες, για να δείξουμε το ποιοι είμαστε και τι κάνουμε, σύμφωνα με το ρεύμα της εποχής. Παρ' όλα αυτά δεν ασχοληθήκαμε ούτε λεπτό προς αυτή την κατεύθυνση, ακόμα και αν το δεδομένο «40 ρόλοι/ένας ηθοποιός» μας ωθούσαν εύκολα προς τα εκεί. Ο Ιωσήφ ήξερε εξ αρχής τι ήθελε από μένα και το κείμενο κι αρχίσαμε βήμα προς βήμα να δουλεύουμε τις σκηνές και τους χαρακτήρες. Θέλαμε να πούμε μια ιστορία, την ιστορία της Σαρλότε. Και να επιτρέψουμε στο κοινό να φανταστεί, να ονειρευτεί, να μεταφερθεί, χωρίς να του επιβάλλουμε φόρμες και απόψεις. Ζούμε σε μια εποχή έντονων αλλαγών και επικρίσεων. Είναι όμορφο, λοιπόν, να κάνεις λίγο χώρο για το όνειρο. Η Σαρλότε έφτιαξε το δικό της μικρόκοσμο και τον κατοικούσε, κόντρα σ’ αυτά που οι καιροί της, την υποχρέωναν να κάνει. Η ιστορία της είναι σημαντική κι εμείς απλώς εξυπηρετήσαμε αυτόν το σκοπό: να την αφηγηθούμε. Και είμαι χαρούμενος γιατί όλοι οι συντελεστές εργάστηκαν μ’ αυτό στο μυαλό: η μουσική, το κοστούμι, τα σκηνικά, το βίντεο, οι φωτογραφίες ακόμη, σου ανοίγουν μια πόρτα. Κι αν την περάσεις, το ταξίδι ξεκινά... Ένας ηθοποιός- σαράντα ρόλοι. Ψυχολογικός άθλος ή τεχνική; Με ποιόν τρόπο προσεγγίζεις τους ρόλους σου; Τι είναι ψυχή; Και πώς ελέγχεται; Πώς οργανώνεται; Ποτέ μου δεν ήμουν αυτής της «σχολής» - που θεωρώ έκανε μεγάλο κακό στο ελληνικό θέατρο τις τελευταίες δεκαετίες. Οι σπουδές μου τόσο στην Αγγλία όσο και εδώ, στη σχολή του Γ. Κιμούλη, μου έθεταν διαρκώς ερωτηματικά, εμπόδια και νέους στόχους να κατακτήσω μέχρι να φτάσω στο σημείο να δηλώσω… ηθοποιός. Η τεχνική στον ηθοποιό είναι, για μένα, απαραίτητη όσο και στο χορευτή και στο μουσικό και στο ζωγράφο και σε όποιον καταπιάνεται με την Τέχνη. Έχουμε χρέος απέναντι στον εαυτό μας αλλά και απέναντι στο κοινό να είμαστε όσο πιο συνεπείς και σοβαροί γίνεται, να περνάμε τα μηνύματα με ήθος και μεθοδικότητα, όχι με άναρχη εκφορά του λόγου και τυχαία κίνηση του σώματος και αυτό να το αποκαλούμε ψυχή. Το πώς προσεγγίζω τους ρόλους μου έχει να κάνει πολύ με το σκηνοθέτη και τον κινησιολόγο που συνεργάζομαι μα η διαδικασία είναι καθαρά εγκεφαλική. Χορογραφώ την κάθε μου κίνηση, τοποθετώ το λόγο όπως και στο τραγούδι, με ρυθμό και πειθαρχία, ανάλογα με το συναίσθημα που θέλει να δημιουργήσει ο σκηνοθέτης και δε με αφορά να «νιώσω». Σαφώς και νιώθω, και συγκινούμαι και παθιάζομαι, όμως σαν αποτέλεσμα και όχι σαν αφορμή της δημιουργίας μου. Η υποκριτική, για εμένα, είναι ίσως η πιο σύνθετη μορφή τέχνης. Απαιτεί λοιπόν οργάνωση, γνώση και ταπεινότητα. Μόνο έτσι μπορείς να αναμετρηθείς με αυτό που καλείσαι κάθε φορά να κάνεις, χωρίς να τρελαίνεις και χωρίς να τρελαίνεσαι!
Ποια η γνώμη σου για την υποκριτική των Ελλήνων ηθοποιών;
Υπάρχουν σπουδαίοι ηθοποιοί στην Ελλάδα. Απλώς στεναχωριέμαι γιατί οι τόσες σχολές θεάτρου δεν εστιάζουν στην τεχνική. Οι φοιτητές μπαίνουν στη σχολή και από την πρώτη μέρα αρχίζουν να σκηνοθετούν …τις σκηνές που τους δίνουν οι καθηγητές. Και οι καθηγητές διδάσκουν την εμπειρία τους με ατέλειωτες ώρες συζητήσεων πάνω στην ιστορία και το βιογραφικό τους. Κάτι σαν group therapy δηλαδή που δεν καταλαβαίνω ακριβώς σε τι αποσκοπεί. Πιστεύω σ’ ένα θέατρο δεξιοτεχνίας, αυτό με αφορά. Δε θέλω να κρίνω τους συναδέλφους μου, δεν είναι αυτή η θέση μου. Χαίρομαι όμως που μετέχω σε μια γενιά και σ’ ένα κύκλο συνεργατών με τους οποίους ανήκουμε στην ίδια «σχολή». Μπορεί να μην είναι η επικρατέστερη, μα δημιουργεί, εκφράζεται και είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα επικρατήσει!
Γιατί κάνεις θέατρο και πως πήρες την απόφαση να ξεκινήσεις; Κάνω θέατρο γιατί ακόμη μπορώ, γιατί το αγαπώ -και γιατί εν μέρει και αυτό με αγαπά - δε θα μπορούσα αλλιώς. Η απόφαση ήρθε νωρίς, όταν έφυγα για Αγγλία να σπουδάσω μουσικό θέατρο. Η αρχική μου αγάπη και ενασχόληση ήταν το τραγούδι. Το θέατρο και ο χορός ήρθαν συμπληρωματικά και τελικά άρχισα να ασχολούμαι και με τα τρία εξ ίσου. Ακόμη δεν τα ξεχωρίζω, δεν τα θεωρώ κάτι διαφορετικό μα ως μέρη του ίδιου πράγματος. Το ότι τραγουδάω και χορεύω, παράλληλα, μου άνοιξε πολλές πόρτες στην αρχή, τότε που γινόντουσαν ακόμη κάποιες ακροάσεις, όπου συμμετείχαν χιλιάδες νέοι ηθοποιοί. Και ήταν εύκολο να ξεχωρίσω όταν το ζητούμενο ήταν μόνο ο χορός και το τραγούδι. Εκεί έγινε ακόμα πιο έντονη μέσα μου η ανάγκη να είσαι καλός, ανταγωνιστικός, να καλλιεργείς τα εκφραστικά σου μέσα, ώστε να μην εκτίθεσαι και να μη βασανίζεις το κοινό και τους συνεργάτες σου. Μίλησέ μας για τη συνεργασία σου με το σκηνοθέτη Ιωσήφ Βαρδάκη. Με το Σήφη, δηλαδή με τον Ιωσήφ, είμαστε φίλοι, όπως ανέφερα πιο πριν, πολλά χρόνια. Για ένα διάστημα ήταν και καθηγητής μου, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, και από τότε μου άρεσε πολύ ο τρόπος που λειτουργούσε. Δίδασκε τεχνική, ήξερε τι έκανε, έδινε πληθωρικά τα εργαλεία στους μαθητές του ώστε να δημιουργήσουν το ρόλο. Έπαιζε δύσκολο παιχνίδι μα έτσι συνειδητοποιούσες ότι το θέατρο πρέπει να το σέβεσαι. Η συνεργασία μας προέκυψε μετά από την πρόταση του Ιωσήφ να κάνουμε αυτό το έργο και ομολογώ με ξάφνιασε ευχάριστα. Οι πρόβες κύλησαν πολύ χαλαρά και ακούραστα. Ήξερε τι μου ζητούσε και με καθοδηγούσε βήμα-βήμα σ’ αυτό που είχα να κάνω. Αν δεν ήταν ο Σήφης, δε θα είχα κάνει το I Am My Own Wife. Και κυρίως, δε θα το είχα κάνει έτσι. Και δε θα μου δινόταν η ευκαιρία να βάλω σε μια σειρά όλα αυτά που μάθαινα και έκανα τόσα χρόνια. Και να αγαπήσω ακόμη περισσότερο το θέατρο. Όπως πάντα το είχα στο μυαλό μου.
Ποια πιστεύεις ότι είναι τα χαρακτηριστικά ενός καλού σκηνοθέτη;
Πρώτα από όλα, να είναι σκηνοθέτης. Να το έχει σπουδάσει. Σε σχολή σκηνοθεσίας. Και είμαι αυστηρός σε αυτό. Κι αν όχι, να ξέρει να διαχωρίζει τη σκηνοθεσία, από τη σκηνογραφία, από την αισθητική/εικαστική εγκατάσταση κι από την τοποθέτηση, άναρχη και μη, ζωντανών οργανισμών σε άδειο χώρο. Να μην έχει κόμπλεξ που δεν έγινε ηθοποιός, να αγαπάει τους ηθοποιούς και να τους βλέπει ως συνεργάτες και όχι σαν εργαλεία για να κάνει τη δουλειά του. Να ξέρει να καθοδηγεί και να μη ζητάει πράγματα όπως: «παίξε μου το θυμό, τη λύπη, το όρθιο ραδίκι». Τόσο απλά, κι από όσο φαίνεται, τόσο δύσκολα.
Πιστεύεις ότι θα μπορούσες κάποια στιγμή να σκηνοθετήσεις ή τρομάζεις στη σκέψη μιας τέτοιας ευθύνης; Έχω σπουδάσει σκηνοθεσία και στην Αγγλία είχα ασχοληθεί περισσότερο. Πρόσφατα μου δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσω τα «Σύγχρονα Αθηναϊκά Παραμύθια», και το έκανα μόνο γιατί εμπιστευόμουν τους συνεργάτες και μου άρεσε πολύ η δουλειά κι η ιδέα. Και χάρηκα πολύ που το έκανα γιατί η διαδικασία και το αποτέλεσμα μας δικαίωσαν. Παρ' όλα αυτά η πραγματική μου αγάπη είναι η υποκριτική και νιώθω πιο ασφαλής και ανοιχτός σε αυτό, πιο έμπειρος. Το να σκηνοθετείς είναι όντως μεγάλη ευθύνη αλλά παράλληλα μεγάλη δικαίωση και γέμισμα όταν βλέπεις το δημιούργημά σου να παίρνει σάρκα και οστά πάνω στη σκηνή.
Ποια η γνώμη σου για τις θεατρικές ομάδες; Μίλησέ μας για την προσωπική σου εμπειρία σε σχέση με αυτές. Οι ομάδες είναι αναγκαίο «κακό» σε μια χώρα με τόσους χιλιάδες ηθοποιούς, τόσα θέατρα και ταυτόχρονα τόσο λίγους επιχειρηματίες και παραγωγές. Είναι η μόνη αληθινή διέξοδος όποιου θέλει να εκφραστεί και να δημιουργήσει, με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε επίπεδο μέσων και αποτελέσματος. Θεωρώ πως τα πιο όμορφα πράγματα, αυτά που με εξέλιξαν ως ηθοποιό, τα έχω κάνει μέσα απ’ αυτές τις ομάδες, μικρότερες ή μεγαλύτερες και μου έδωσαν χώρο και εμπιστοσύνη ώστε να χαράξω σιγά-σιγά το μικρό μου μονοπάτι σ’ αυτό που αγαπώ. Όταν τελικά δημιούργησα τη δική μου ομάδα, ήταν από ανάγκη να επιλέξω τους συνεργάτες και το έργο και συνειδητά να πορευτώ πια σε αυτό που ονειρεύομαι να κάνω. Να σημειώσω απλά, με τη λέξη ομάδα, προσωπικά εννοώ κάτι οργανικό, που αλλάζει και προσαρμόζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κάθε δουλειάς. Δεν έχω ευτυχίσει σε κάτι «σταθερό», όπου όλοι αναλαμβάνουν τις ίδιες υποχρεώσεις και για μεγάλο διάστημα και δεν έχω καταλήξει στο κατά πόσο κάτι τέτοιο λειτουργεί, τουλάχιστον με τα δικά μου κριτήρια. Είναι ευχή όμως να έχεις δίπλα σου πάντα ανθρώπους που «επικοινωνούν» και δουλεύουν από κοινού για τον ίδιο στόχο. Για όσο κρατήσει ή για όσο χρειαστεί. Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον; Πολλά, και θεατρικά και μουσικά και… φευγάτα. Δεν ξέρω όμως με σιγουριά, τίποτα. Και είμαι σε μια φάση που έχω ανάγκη τη …σιγουριά, κόντρα στα φαινόμενα των καιρών.
Πως βλέπεις το πολιτικοκοινωνικό τοπίο σήμερα στην Ευρώπη και στη χώρα μας και πως κατά την γνώμη σου επηρεάζει την τέχνη και τους δημιουργούς; Το σκέφτομαι έντονα τον τελευταίο καιρό: έχουμε ξεπέσει στο πρωταρχικό στάδιο της επιβίωσης. Άρα θεωρείται πολυτέλεια η όποια μορφή δημιουργίας. Και για μας είναι τρέλα που επιμένουμε να κάνουμε θέατρο αυτήν την εποχή. Μα δε θα μπορούσαμε, φοβάμαι, να κάνουμε αλλιώς. Και έτσι μόνο μπορούμε να ξεφύγουμε από τη μιζέρια και την επιβολή μιας μαζικής κατάθλιψης και στασιμότητας ή αδιαφορίας. Είναι λογικό, από την άλλη, αν δεν έχεις χρήματα για τα βασικά, πώς μπορείς να επενδύσεις σε κάτι που έτσι κι αλλιώς δε σου αποφέρει κανένα οικονομικό κέρδος. Κι αν αυτό το κάνεις για χρόνια και όλο και χειροτερεύει, δεν έχεις πολλές επιλογές. Και είναι κρίμα. Δε θέλω όμως να υποκύψω στο φόβο, στην ευτέλεια και στην κατάρα που μας έριξαν απλώς γιατί «υπάρχουμε» σε τούτον τον τόπο.
Ποια η γνώμη σου για το «Επί Σκηνής»; Βοηθάει να παραμείνει το θέατρο ζωντανό. Και να ακουστεί. Σε όλες του τις μορφές. Και το ευχαριστούμε!
Παραστάσεις: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη έως 3 Απριλίου. Bios Πειραιώς 85 Τηλέφωνο: 210 3425335 Τιμή εισιτηρίου: 15 ευρώ, 10 ευρώ (φοιτητικό) Ώρα έναρξης: 21.30
|