Σχετικά άρθρα
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΗΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τρίτη, 18 Οκτώβριος 2011 23:16 | |||
Σταμάτης Φασουλής Είναι μεγάλη υπόθεση το να παίζεις με νέους ηθοποιούς, αισθάνεσαι ότι έχει αντίλαλο η φωνή σου… Μιλήσαμε με τον πολυάσχολο σκηνοθέτη και ηθοποιό την μοναδική ελεύθερη μέρα του ανάμεσα σε δύο δουλειές, με την πρεμιέρα του «Ελιξίριου του έρωτα» πίσω του και τις πρόβες για το πολυβραβευμένο «Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν, μπροστά του. Σ’ αυτό το έργο που το αγάπησε από την πρώτη στιγμή όταν το είδε στο Λονδίνο, πέραν της σκηνοθεσίας, ερμηνεύει επίσης τον ρόλο του μεγάλου εξπρεσιονιστή ζωγράφου του 20ού αι., Μαρκ Ρόθκο κι η πρεμιέρα έχει προγραμματιστεί για τις 3 Δεκεμβρίου. Μιλήστε μου για την παράσταση που είδαμε το καλοκαίρι, τους «Σκηνοβάτες» όπου τρία αισθητικά ρεύματα και παράλληλα τρεις διαφορετικές ιδεολογικές τάσεις, συγκρούονται επί σκηνής; Δεν θυμάμαι τίποτα απ’ αυτήν την παράσταση. Μ’ αυτά που μου λέτε τώρα, μου κάνετε ένα ταξίδι πολύ πίσω. Για σας δεν είναι τίποτα βέβαια και για τον χρόνο τον πραγματικό. Αλλά ο χρόνος ο δικός μου, επειδή μεσολάβησε το ανέβασμα του «Τρίτου στεφανιού», το ανέβασμα της όπερας στη λυρική κι ετοιμάζομαι τώρα και για το «Κόκκινο», είναι διαφορετικός. Μου λέτε τώρα κάτι πράγματα τα οποία έχω τελείως αφήσει πίσω μου. Συγχώρεσε με αλλά δεν μπορώ να σου απαντήσω. Το έχω ξεχάσει! (Γέλια). Μιλήστε μου τότε για το «Ελιξίριο του έρωτα» που είναι πιο κοντινό και που είμαι η πρώτη σας σκηνοθεσία όπερας. Α! αυτό είναι φρέσκο. Χτες έκανε πρεμιέρα. Τι να σας πω... Με δισταγμό ξεκίνησα… Μου είχε γίνει μία ανάλογη πρόταση πριν από χρόνια αλλά δεν αισθανόμουν έτοιμος. Τώρα αυτό το έργο το ένοιωσα πιο κοντά μου. Δεν ήταν ένα μελόδραμα, δεν ήταν η Τόσκα. Ήταν κάτι πολύ πιο ελαφρύ, πιο κοντά στα νερά μου δηλαδή. Μια όπερα όχι μπούφα αλλά με κωμική χροιά και αποχρώσεις. Το τόλμησα. Ακόμα δεν έχω καταλάβει τι έκανα, βρίσκομαι μέσα στον πυρετό της πρεμιέρας. Εχτές είδα τον κόσμο μάλλον ευχαριστημένο κι έτσι πήγα στο σπίτι και κοιμήθηκα. Είχα μέρες να κοιμηθώ. Αρκετές. Εκείνο που έχω να πω είναι πως την όπερα σαν ακροατής και σαν θεατής μόνο την ήξερα. Τώρα που την γνωρίζω από μέσα, απ’ την πλευρά του καλλιτέχνη δηλαδή, ήρθα σε επαφή με διάφορες δυσκολίες της από τα φωνητικά μέχρι την παράδοση που έχει και που μπορείς να την δεχτείς ή να μην την δεχτείς, να την πειράξεις. Κατάλαβα σαν σκηνοθέτης ποια είναι τα περιθώριά σου σ’ αυτό το είδος… Και βασικά εκείνο που μου άρεσε πιο πολύ κι εξακολουθεί να μου αρέσει είναι αυτή η ανάλυση του μουσικού αισθήματος. Γιατί στην όπερα όπως ξέρετε σπάνια το λιμπρέτο έχει υφολογικές και λογοτεχνικές αποχρώσεις. Εκείνο που προέχει περισσότερο είναι το μουσικό αίσθημα. Κι η μουσική ανάλυση του αισθήματος έχει περισσότερο ενδιαφέρον από το λογοτεχνικό κομμάτι που ούτε καν λογοτεχνικό δεν είναι, είναι λογοτεχνίζον. Μιλήστε μου για το «Τρίτο στεφάνι» που θα το ξαναδούμε φέτος. Είναι κάτι που μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Ναι αυτό μπορώ να το φανταστώ. Συνήθως για μια παράσταση που περνάει δεν έχω να πω τίποτα. Όσον αφορά όμως το «Τρίτο στεφάνι» έχω πάντα διάλογο μαζί του. Ήθελα από πάρα πολύ καιρό πριν να το σκηνοθετήσω. Το είχα διαβάσει το -82, στα προϊστορικά χρόνια…
Τότε που ο κύριος Ταχτσής ήταν ακόμα κοντά μας. Ναι και δυστυχώς ήταν και χούντα τότε. Από τότε με συντροφεύει αυτό το βιβλίο. Είναι μια προσωπική μου αναφορά. Είναι για μένα πολλά πράγματα. Είναι η ιστορία, είναι το αίσθημα των ηρωίδων, αφορά επίσης τα ήθη, τα έθιμα και το «ήθος» των Ελλήνων, των νεοελλήνων συγκεκριμένα. Υπάρχουν διάφορα πράγματα που με αφορούν κι αφορούν και το κοινό. Κουράστηκα πάρα πολύ με αυτήν την παράσταση αλλά κουράστηκα με χαρά. Έπρεπε να εφευρεθεί το έργο, σχεδόν δεν υπήρχε, υπήρχαν μόνο οι αφηγήσεις δύο γυναικών, δύο τεράστιοι μονόλογοι που έπρεπε να γίνουν διάλογοι με εβδομήντα πρόσωπα. Και καταλαβαίνεις τι δουλειά χρειάστηκε για να γίνει διάλογος ένας μονόλογος και ν’ αρχίσουν να λειτουργούν ενεργά κι οι άλλοι ρόλοι αλλά μ’ έναν τρόπο που να μην φανεί ότι δεν είναι η μανιέρα του Ταχτσή αλλά να είναι ακριβώς η δική του αίσθηση. Αυτό όλο ήταν πολύ κουραστικό. Ήμουν ευτυχής που δούλεψα με τον Θανάση τον Νιάρχο. Ήταν ο λογοτέχνης σ’ αυτήν την ιστορία. Διότι κάποια στιγμή εγώ λίγο ξέφευγα, παραβίαζα τα όρια και χωρίς τον Θανάση δεν θα ήταν τόσο ακριβής η δραματουργία.
Το «Κόκκινο» τώρα… Αρχίζουμε πρόβες αύριο. Μόνο μία μέρα ξεκούραση. Ναι, εγώ το χειμώνα δουλεύω πάρα πολύ, πάρα πολύ. Αλλά έχω την ευτυχία να κάνω το καλοκαίρι δύο μήνες διακοπές. Αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα γιατί σου δίνει την ευκαιρία να δουλεύεις τους άλλους δύο μήνες πάρα πολύ. Δεν κάνω τίποτα αυτούς τους δύο μήνες, κλείνω και το κινητό και κάθομαι και διαβάζω. Μεταφράζουμε με τους φίλους μου, τρώμε, χοντραίνουμε… (γέλια). Οπότε έχω την ευκαιρία μετά να δουλεύω συνέχεια. Ευτυχώς το έργο θα παιχτεί παράλληλα με τον «Γυάλινο κόσμο» σε σκηνοθεσία της Κατερίνας της Ευαγγελάτου και θα παίζουμε από τέσσερις παραστάσεις. Αυτό είναι καλό γιατί όπως ξέρετε είναι πολύ δύσκολο στο θέατρο να παίζεις διπλή παράσταση. Σε σκοτώνει η διπλή παράσταση και ψυχικά και σωματικά και κάποια από τις δύο παραστάσεις δεν θα παιχτεί καλά ότι και να γίνει.
Ξοδεύει ο ηθοποιός, απίστευτη ενέργεια και κάποτε εξαντλείται. Ναι! Νοιώθεις ότι δεν μπορείς να είσαι και στην πρώτη και στην δεύτερη παράσταση καλός. Σε μία από τις δύο… Και δεν ξέρεις και ποια από τις δύο θα είναι. Σκέφτεσαι: «θα κρατήσω δυνάμεις για την βραδινή» και ξαφνικά σε πιάνει στην απογευματινή ένας οίστρος και ξεχνάς τα πάντα. Παραδίδεσαι! Και το βράδυ είσαι ένα πτώμα που σέρνεται. Πολλές φορές συμβαίνει το αντίθετο. Δεν είναι ωραίο αυτό. Πολύ περισσότερο αφού πρόκειται για ένα έργο που χαίρομαι τόσο να το παίζω… Σπάνια χαίρομαι τόσο πολύ παίζοντας ένα έργο… Για τρεις παραστάσεις έχω χαρεί τόσο πολύ.
Οι οποίες, ποιες είναι; Το «Τρίτο στεφάνι», το «Βίρα τις άγκυρες» και κάποια άλλη που αυτή τη στιγμή ξεχνάω. Αλλά μόνο στο «Κόκκινο» έχω αισθανθεί τόσο καλά. Αφού λέω στους φίλους μου: «Ελάτε να το δείτε γιατί δεν πρόκειται να ξαναπαίξω θέατρο». «Τι εννοείς» μου λένε «δεν θα ξαναπαίξεις στο θέατρο;». «Όχι στο θέατρο θα ξαναπαίξω αλλά δεν θα ξαναπαίξω θέατρο. Αυτό εννοώ». Στο θέατρο ναι θα ξαναπαίξω, θέατρο δεν θα ξαναπαίξω, δεν το βλέπω με την κατάσταση που επικρατεί. Και το κοινό το καταλαβαίνει αυτό. Νομίζω ότι πάντα το κοινό το καταλαβαίνει αυτό. Αλλάζει το ενεργειακό πεδίο που διαμορφώνεται από την σχέση της πλατείας με την σκηνή. Εσείς έχετε δουλέψει αρκετά με την νέα γενιά ηθοποιών. Πως σας φαίνεται αυτό το νέο μας δυναμικό; Εξαιρετικό. Ο τρόπος που δουλεύουν με την φωνή τους, με το σώμα τους, Η αντίληψή τους για την ζωή, η ωριμότητά τους, η επιθυμία τους να κάνουν οικογένεια… Εμείς φτάναμε στα σαράντα για να σκεφτούμε το γάμο και τα παιδιά. Εδώ βλέπεις νέα παιδιά να έρχονται με τα μωρά τους στην πρόβα, εικοσιπέντε χρονών αγόρια και κορίτσια… Και σου φτιάχνει αυτό μια γλύκα! Διευθετούν και τα του ρόλου τους και τα της ζωής τους με μια σοβαρότητα και με μια αγνότητα. Τα ζηλεύω αυτά τα παιδιά και τα θαυμάζω. Όχι δεν τα φθονώ, μην ανησυχείς…
Σας αρέσει λοιπόν να δουλεύετε με νέους ηθοποιούς. Ξέρεις… Δεν μπορώ να δουλεύω μόνο με νέους αλλά ούτε και μόνο με συνομηλίκους μου. Πιστεύω πως πρέπει στη σκηνή να βρίσκονται όλες οι γενιές ανακατωμένες κι η κάθε μία να έχει το λόγο της. Τα άλλα μου φαίνονται λίγο βαρετά, δεν με εμπνέουν. Να δουλεύω μόνο με συνομήλικούς μου, είναι τόσο αφόρητα βαρετό. Και μπορεί να φαίνομαι τρελός, που είμαι δηλαδή, αλλά μόνο έτσι τις απολαμβάνω τις δουλειές, όταν βρίσκομαι με ανθρώπους διαφορετικών γενεών στη σκηνή. Στο «Κόκκινο» ας πούμε… Ο Οδυσσέας ο Σπηλιόπουλος που παίζουμε μαζί, δεν μπορείς να φανταστείς σε τι κανάλια με μπάζει. Καταθέτεις ολόκληρες απόψεις, ολόκληρη τεχνική, ολόκληρη συναισθηματική και αισθητική αγωγή πάνω στη σκηνή κι όλα αυτά λειτουργούν σε διάλογο, αισθάνεσαι ότι έχει αντίλαλο η φωνή σου. Είναι μεγάλη υπόθεση το να παίζεις με νέους ηθοποιούς.
Πολύ σας ευχαριστώ. Εγώ σας ευχαριστώ, να είστε καλά.
|