Σχετικά άρθρα
ΑΝΝΑ ΚΟΥΤΣΑΦΤΙΚΗ |
![]() |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Δευτέρα, 31 Μάιος 2010 23:04 | |||
Άννα Κουτσαφτίκη Η αληθινή ζωή βρίσκεται πάνω απ’ όλα!
Απόφοιτος της δραματικής σχολής του Κάρολου Κουν αλλά και της Φιλοσοφικής Αθηνών στο τμήμα θεατρικών σπουδών, η Άννα Κουτσαφτίκη έχει επίσης σπουδάσει και ασχολείται επαγγελματικά και με το τραγούδι. Συνεργάστηκε με σημαντικούς δημιουργούς μας όπως ο Μίμης Κουγιουμτζής («Πλούτος», «Ορέστης») κι ο Γιώργος Λαζάνης («Άλκηστις», «Το παιχνίδι της Σφαγής» του Ιονέσκο, «Happy end» του Μπρεχτ, «Όρνιθες», «Σοφολογιότατες» του Μολιέρου, «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι»). Στην συνέχεια, ακολουθώντας αμιγώς θεατρική πορεία, συνεργάστηκε κρατώντας πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ελληνικά κλασσικά έργα («Ερωτόκριτος» του Κορνάρου, «Ερωφίλη» του Χορτάτζη, «Φλαντρώ» του Χορν, «Η αγνή του Θεού» του Πίλμεϊερ, «Σπασμένη Στάμνα» του φον Κλάιστ κλπ). Καταξιώθηκε πλάι σε αξιόλογους σκηνοθέτες όπως οι Γ. Χουβαρδάς, Θ. Θεολόγης, B. Νικολαΐδης, Ν. Μαστοράκης, Β. Μυριανθόπουλος, Γ. Ρήγας κ.ά. Την είδαμε στη «Βάσσα» του Γκόρκι (Λουντμίλα) και στο «Ένας ήρωας-το καμάρι της Δύσης» του Σίγνκ (Πέγκιν) σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθηνού. Επίσης στα «Σπαράγματα» σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη, μία συρραφή από μη σωζόμενες αυτούσιες τραγωδίες του Ευριπίδη. Έχει επίσης παίξει στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση κι ακόμα διδάσκει στο Εσωθέατρο, υποκριτική σε έργα κλασσικού ρεπερτορίου. Φέτος πρωταγωνιστεί στην νέα ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα με τίτλο «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα». Πρόκειται για μια σάτιρα που βασίζεται σε αληθινά περιστατικά από τον χώρο των δημόσιων νοσοκομείων, καταγεγραμμένα στο ομώνυμο βιβλίο του ορθοπεδικού γιατρού Γιώργου Δενδρινού. Ο τίτλος αποτελεί μια ορολογία που χρησιμοποιούν οι γιατροί μεταξύ τους για τα φακελάκια. Το έναυσμα ήταν το τροχαίο ατύχημα του σκηνοθέτη μια ανοιξιάτικη ημέρα έξω από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ενώ το θέμα αφορά την Οδύσσεια ενός αισιόδοξου Έλληνα γιατρού στο... αρχιπέλαγος του δημόσιου νοσηλευτηρίου. Επίσης υποδύεται μία από τις ηρωίδες του Εστέβα Σολέρ στο Κόντρα στην Πρόοδο που παίζεται αυτές τις μέρες, με μεγάλη επιτυχία στο «Συνεργείο». Στο σταθμό ενός τρένου, επιδίδεται σε αποχαιρετισμούς ένα παράξενο ζευγάρι με συμβόλαιο γάμου δώδεκα μηνών, το οποίο εκπνέει σε λίγη ώρα. Το στυλιζαρισμένο πάθος του ζεύγους που απαιτεί μια παράταση χρόνου διάρκειας ως το τέλος της ζωής του, υπονομεύει η παρουσία του σταθμάρχη ο οποίος ξυπνά ένα ανομολόγητο πάθος στην γυναίκα. Συναντηθήκαμε ένα ζεστό απόγευμα στο μπαλκόνι μιας φίλης μας και μιλήσαμε για πολλά, μερικά απ’ τα οποία μοιράζομαι με τους αναγνώστες του Επί Σκηνής κι άλλα τα κρατώ για μας.
Μίλησέ μου για την ηρωίδα που υποδύεσαι στο «Κόντρα στην Πρόοδο». Μια σύγχρονη γυναίκα είναι όπως εγώ κι εσύ. Η οποία όμως υπογράφει ένα συμβόλαιο γάμου για ένα χρόνο. Είναι λίγο συμβολικά όλα αυτά. Οι ήρωες του έργου είναι βέβαια πρόσωπα καθημερινά αλλά και σύμβολα. Αυτή η καθημερινή γυναίκα συμβολίζει τον τρόπο που διαχειριζόμαστε πια στις μέρες μας, τις σχέσεις μας. Τις ερωτικές μας σχέσεις. Το επίκαιρο, το επιφανειακό, αυτό που έχει ημερομηνία λήξης. Δεν το παλεύουμε πια. Πάμε κατευθείαν παρακάτω. Αλλά κι εκεί την ίδια συμπεριφορά θα έχουμε, θα περάσει κι αυτό ξώφαλτσα, επιδερμικά, εύκολα... Τον ερωτεύεται εν τέλει τον σταθμάρχη ή απλά βρίσκει μια εύκολη εναλλακτική λύση; Νομίζω πως τον ερωτεύεται αλλά στα πλαίσια αυτού που εκείνη πιστεύει ότι είναι ο έρωτας. Ο έρωτας έτσι κι αλλιώς είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο... θα συνεχίσει να υπάρχει ως το τέλος του κόσμου. Είναι η κινητήριος δύναμή μας. Αλλά στις μέρες μας έχει χτυπηθεί και το κεφάλαιο «έρωτας». Αν κι ο έρωτας είναι έτσι κι αλλιώς ένα αγείωτο συναίσθημα με ημερομηνία λήξεως. Και φυσικά η ζωή, μας πάει παρακάτω... Δηλαδή μας δείχνει ο Εστέβα και μια φυσιολογική τροπή των πραγμάτων. Όταν ένας κύκλος κλείσει θα συνεχίσουμε παρακάτω Αλλά στην εποχή μας ο κύκλος αυτός κλείνει πολύ γρήγορα. Και χωρίς να έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες. Σαν να υπάρχουν συμβόλαια πια στη ζωή μας, σαν να μην μας επιτρέπεται να χαρούμε τα πράγματα, να τα βιώσουμε μέχρι τέλους. Είναι καταιγιστικοί οι ρυθμοί της ζωής μας και έχει χτυπηθεί κι ο έρωτας απ’ αυτούς. Νομίζω επίσης ότι εμείς οι γυναίκες έχουμε χτυπηθεί κι από ένα άλλο πράγμα. Αυτό το ψευδές αίσθημα αυτάρκειας κι αυτονομίας που μας κάνει να φεύγουμε πολύ εύκολα από μία σχέση... Κάποτε οι γυναίκες τις υπερασπίζονταν περισσότερο τις σχέσεις τους. Παλεύανε να κρατήσουν την οικογένεια. Ποια απ’ όλες σου τις δουλειές, έχει μείνει έντονα στη μνήμη σου; Είναι τρεις. Η πρώτη είναι οι «Όρνιθες» όταν ήμουνα μικρή, στο δεύτερο έτος της σχολής, με το θέατρο Τέχνης. Εκεί ένοιωσα πως στιγματίστηκα αισθητικά σαν ηθοποιός, εννοώ σε σχέση με την ποιότητα και το ήθος της υποκριτικής στις μετέπειτα επιλογές μου. Βρέθηκα στην ορχήστρα της Επιδαύρου, δεκαεννιά χρονών, φορώντας το κοστούμι του Τσαρούχη, με την μουσική του Χατζιδάκι και νάμαι και στο χορό και να παίζω και την Ίριδα. Αυτό για μένα ήταν το απόλυτο θέατρο. Μια παράσταση που πολύ αγάπησα ήταν ένα μιούζικαλ η «Πάτυ» που το ένοιωσα σαν μια απελευθέρωση. Ο Μυριανθόπουλος είχε αποφασίσει τότε να κάνει μια συρραφή των κειμένων αυτού του κοριτσίστικου περιοδικού και να φτιάξει μια ιστορία. Την επένδυσε με μουσική απ’ τα σέβεντυς. Ήταν μια πολύ ρομαντική κι όμορφη παράσταση. Και μετά ήταν στην «Αγνή του Θεού», ίσως η πιο σημαντική παράσταση που έχω κάνει από διάφορες απόψεις... Πολύ ιδιαίτερο έργο. Γιατί πραγματεύεται κάτι άλλο, κάτι πιο δυνατό από μας, την πίστη που είναι πέρα από τη λογική. Ήταν μια υπέροχη συγκυρία γιατί δούλεψα για πρώτη φορά με την Λουκία την Πιστιόλα και με την Εύα την Κοταμανίδου. Σχεδόν μεταφυσική εμπειρία. Τι γνώμη έχεις για τους πολιτιστικούς φορείς στη χώρα μας; Νομίζω πως βρισκόμαστε σε μία μεταβατική περίοδο. Τα τελευταία χρόνια διανύουμε ένα μεσαίωνα... Έχουν παρεισφρήσει μέσα στην τέχνη και παράγοντες άλλοι εξωγενείς, λάιφ στάιλ, γκάμουρ, στάτους...τηλεοπτικά κόλπα. Συν μία τάση να επικρατήσουν πολλά και διαφορετικά πράγματα στη μικρή Ελλαδίτσα λες κι είμαστε το κέντρο του κόσμου. Κάτι που είναι ξενόφερτο και λίγο της μόδας. Έχουνε μπει όλα μέσα σ’ ένα καζάνι κι έχει δημιουργηθεί ένα χάος. Θεωρώ ότι κάποια πράγματα πρέπει να μπούνε στη θέση τους. Πιστεύω όμως επίσης πως μέσα από αυτή την κρίση και μέσα απ’ αυτό το στρίμωγμα, μπορεί να ξεκαθαρίσει λίγο το τοπίο στο τέλος. Να αρχίσουν δηλαδή τα λεφτά να δίδονται εκεί που πρέπει, όσα πρέπει και σε νέους ανθρώπους που όμως να έχουν κάτι να πουν. Να γίνεται ο διαχωρισμός με σωστά κριτήρια. Δεν είναι λογικό να έχουμε διακόσιες σκηνές και να βγαίνει ο καθένας να λέει «εγώ θα ανεβάσω έργο». Θα συμπλήρωνα πως πρέπει επιτέλους στη χώρα μας να θιγεί και το ζήτημα των θεατών. Να ερευνηθεί το ποιοι θίασοι έχουν θεατές και γιατί τους έχουν. Θέατρο χωρίς θεατές δεν έχει νόημα κι επίσης κάποτε θα πρέπει οι θίασοι να μπορέσουν πια να αυτοχρηματοδοτούνται. Δεν παύει να είναι μια δουλειά το θέατρο και δεν μπορεί κανείς να συνεχίζει, αν δεν έχει θεατές και κέρδη. Αλλά δεν μπορούμε κιόλας να κάνουμε θέατρο αποκλειστικά για ανθρώπους που θέλουν να δουν πάνω στη σκηνή τηλεοπτικό θέαμα... Ακριβώς. Έχει αλλοιωθεί και το κριτήριο των θεατών. Γιατί περνάμε κρίση γενικά. Κρίση αξιών, κρίση στον πολιτισμό μας. Πιστεύω πως η οικονομική κρίση είναι ψεύτικη. Αληθινή είναι η κρίση των αξιών. Και φυσικά το θέατρο είναι από τα πρώτα που θα πληγούν. Γιατί το θέατρο είναι ταυτόχρονα μια ισχυρή αντεξουσιαστική δύναμη. Ναι. Είναι «επί της ουσίας» το θέατρο οπότε είναι και πολύ δύσκολο να επιβιώσει σε καιρούς που δεν υπάρχει ουσία. Ταυτόχρονα είναι και πολύ έντονη η ανάγκη για θέατρο σε τέτοιους καιρούς. Αυτό είναι και το νόημα. Κι οι καλλιτέχνες ποτέ δεν πέρασαν εύκολα στη ζωή τους. Οι ηθοποιοί του θεάτρου είναι νομίζω άμεσα συνυφασμένοι μ’ αυτό που λέγεται ποιότητα κι αισθητική. Που η αισθητική είναι η μάνα της ηθικής πιστεύω...Σε βοηθάει να διαχωρίσεις το ηθικό από το ανήθικο. Κι εδώ το θέατρο μπορεί να προσφέρει πολλά σε καιρούς δύσκολους, αυτό είναι αλήθεια. Για την παιδεία μας, τι γνώμη έχεις, εφ’ όσον διδάσκεις κιόλας; Δεν υπάρχει παιδεία. Μόνο μια μονόπλευρη εκπαίδευση και ημιτελής που περιορίζεται σε κάποιους συγκεκριμένους τομείς. Τα νέα παιδιά τα λυπάμαι σε σχέση μ’ αυτό. Ποιος είναι ο λόγος που ξεκίνησες να κάνεις θέατρο και που συνεχίζεις; Δεν ξέρω. Πολλά έχουν αλλάξει στην πορεία. Στα δεκαοκτώ σου σε σπρώχνει ένα ένστικτο, μια επιθυμία. Αλλά δεν την έχεις αποκωδικοποιήσει ώστε να μπορείς να την φέρεις στο συνειδητό σου και να την εκλογικεύσεις. Στην πορεία άλλαξα πολλές φορές γνώμη. Μπορώ να σου πω μόνο πως για να συνεχίζω να το κάνω και μάλιστα με τόση αγάπη μάλλον εκφράζει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του εαυτού μου. Και σίγουρα είναι μια πολύ γερή αφορμή για να θυμάμαι ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται πάνω απ’ όλα.
|