Η όπερα του ζητιάνου
του Τζόν Γκέι
Στο θέατρο «Αθήναιον» στη Θεσσαλονίκη ανεβαίνει από τους «Passatempo» το έργο του Τζον Γκέι «Η όπερα του ζητιάνου», γραμμένο το 1748, σε μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία της Γλυκερίας Καλαϊτζή.
Ο συγγραφέας
Ο Τζον Γκέι, ποιητής και δραματουργός, γεννήθηκε στο Ντέβον της Αγγλίας στις 30 Ιουνίου του 1685. Ο Γκέι μελέτησε το έργο του George Frideric Hendel, του μεγαλύτερου συνθέτη όπερας της εποχής. Η αγάπη του για τη μουσική μεταφέρεται και στα έργα του αφού εντάσσει μουσική σε πολλά από αυτά. Στις 29 Ιανουαρίου 1728, η «Όπερα του ζητιάνου» κάνει το ντεμπούτο της στο Λονδίνο.
Το έργο έμελλε να αποκομίσει μια άνευ προηγούμενου επιτυχία και παραστάθηκε επί σκηνής περισσότερο από κάθε άλλο κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα ενώ έμεινε στην ιστορία ως το αυθεντικό σύμβολο της «ballad opera», που διατηρήθηκε σαν θεατρικό είδος μέχρι τις μέρες μας. Περιείχε 69 μελωδίες από τις οποίες οι 41 προέρχονταν από μπαλάντες της εποχής ή και εμβατήρια. Τα υπόλοιπα μουσικά κομμάτια, ο Άγγλος δραματουργός τα «δανείστηκε» επιδέξια από συνθέτες της εποχής (και κυρίως από τον Χέντελ) στολίζοντάς τα με δικούς του σατιρικούς στίχους. To έργο γράφτηκε ως αντίδραση στη μόδα της ιταλικής όπερας που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στις λονδρέζικες σκηνές και στο κοσμικό κοινό τους. Ένας θεατρικός κριτικός της εποχής σημειώνει χαρακτηριστικά, κάνοντας λογοπαίγνιο με το όνομα του John Gay και του θεατρώνη του, George Rich : «The Beggar's Opera made Rich very Gay and Gay very rich». Επρόκειτο για μια μίξη παρωδίας ιταλικής όπερας με στοιχεία από παραδοσιακά δημοφιλή αγγλικά τραγούδια. Την 1 Φλεβάρη του 1728, η Daily Journal ανέφερε: «Δεν υπήρξε ποτέ θεατρική παράσταση με τόσα πολλά χειροκροτήματα». με θέμα τη διαφθορά των κατώτερων τάξεων της Αγγλίας στις αρχές του 18Η επιτυχία της παράστασης ήταν τέτοια, που η Elisabeth Hauptmann, βοηθός και συνεργάτης του Μπέρτολτ Μπρέχτ, αφού μετέφρασε το αγγλικό λιμπρέτο στα γερμανικά, του πρότεινε να το διασκευάσει. Ο Μπρέχτ δέχτηκε μαγεμένος από την άρνηση που εξέφραζε το λιμπρέτο στις τότε αστικές αντιλήψεις, δημιουργώντας μια σύγχρονη του κοινωνική σάτιρα ανελέητη και προκλητική. Έτσι σε συνεργασία με τον Γερμανό συνθέτη Κουρτ Βάϊλ που έγραψε τη μουσική δημιουργήθηκε το νέο έργο που ονομάστηκε «Die Dreigroschenoper» δηλαδή «Όπερα των τριών δεκάρων» και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Βερολίνο το 1928 στηλιτεύοντας την διαφθορά. Λειτούργησε σαν μια «λεπίδα» κοινωνικής επανάστασης με μουσική εμπνευσμένη από τον κόσμο του περιθωρίου.
Το 1920, η "Όπερα του ζητιάνου" ανέβηκε και πάλι, στο «Lyric's Theatre» του Λονδίνου και είχε τέτοια επιτυχία που σχεδόν ξεπέρασε κι αυτήν του 1727-28.
Το κείμενο
Μια κοινωνική παρωδία
Το πρωτότυπο κείμενο επιχειρεί μια μνημειώδη επανάσταση όσον αφορά το κοινωνικό του περιεχόμενο. Για πρώτη φορά εγκαταλείπονται οι μυθολογικοί ή επικοί χαρακτήρες και εισέρχονται πρόσωπα του περιθωρίου, αγνοημένα από την εξουσία και την άρχουσα τάξη. Ένα ανεπιτήδευτα πνευματώδες έργο ανελέητης σάτιρας της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Μια σύνθεση λυρικής όπερας, λαϊκών τραγουδιών, παντομίμας, κωμωδίας. Οι χαρακτήρες του είναι κλέφτες, πόρνες, προαγωγοί, διεφθαρμένα υψηλόβαθμα στελέχη. Στην σκληρή κοινωνία του Γκέι μια καλή ταμπακιέρα ή λίγα τόπια ακριβού υφάσματος αξίζουν περισσότερο από μια ανθρώπινη ζωή και φυσικά περισσότερο απ’ την αγάπη και την ηθική. Το ερώτημα είναι τι θα επικρατήσει στο τέλος. Η αγάπη ή τα ακριβά μεταξωτά τόπια; Η βασική δομή του έργου προτείνει μια επαναξιολόγηση των ιδανικών… Πρόκειται για ένα λαϊκό θέαμα που προσφέρει στο κοινό μια φρέσκια και πρωτότυπη δραματουργική έκφανση. «Η Όπερα του ζητιάνου δεν είναι μια συνηθισμένη όπερα. Είναι μια φτωχή όπερα ή μια όπερα για τους φτωχούς» δηλώνουν οι συντελεστές της. Αφηγείται τον έρωτα της Πόλυ Μήτσαμ (Ειρήνη Αμπουμόγλι) για τον ληστή Μακήθ (Μιχάλης Συριόπουλος), αλλά και της Λούσυ (Άννα Ευθυμίου) μαζί του. Ο κρυφός γάμος της Πόλυ και του Μήτσαμ θα πυροδοτήσει μια μάχη συμφερόντων μεταξύ των γονιών της Λούσυ και της Πόλυ καθότι ο έρωτας των δύο κοριτσιών για τον Μακήθ είναι αντίθετος με τα σχέδια των γονιών τους για τους οποίους ο συγκεκριμένος άντρας είναι περισσότερο χρήσιμος, νεκρός. Η αντιμετώπιση μιας όπερας του 18ου αιώνα από μια σύγχρονη καλλιτεχνική ομάδα που της αρέσει να πειραματίζεται, μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν θα καταφέρουν οι συντελεστές να ξεπεράσουν έναν μεγάλο σκόπελο στο ανέβασμα του έργου που δεν είναι άλλος από την κατάργηση της απόστασης ώστε να φέρουν το αιωνόβιο κείμενο στα δικά μας, σύγχρονα μέτρα και αναλογίες, να μην χαθεί το μέγεθος των χαρακτήρων αλλά να τονιστεί κι η διαχρονικότητα τους. Στην περίπτωση των «Passatempo» το κείμενο εκσυγχρονίζεται και εκλαϊκεύεται. Δεν πρόκειται για την διεφθαρμένη κοινωνία του 18ου αιώνα και τους παρίες της αλλά για «υπερμεγενθυμένους» χαρακτήρες της σύγχρονης εποχής. Η διασκευή, με βασικό όπλο το αστείρευτο χιούμορ, δεν στοχεύει να εξυπηρετήσει την «πολιτική λειτουργία» του έργου (την εποχή του άγγλου συγγραφέα, το όλο κείμενο στόχευε σε μια πολιτική στηλίτευση), αλλά στην ικανοποίηση κυρίως της «ψυχαγωγικής λειτουργίας» του θεάτρου, της τέρψης του κοινού. Δεν υπηρετεί την τέχνη που θα αλλάξει κατά το πρότυπο του Μπρέχτ την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά εκείνην που προσφέρει μερικές ευχάριστες στιγμές στο κοινό. Διατηρήθηκαν οι καλοσχηματισμένοι θεατρικοί χαρακτήρες-στερεότυπα, που σου δίνουν την εντύπωση ότι παρέμειναν αναλλοίωτοι από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Όμως η παράσταση δεν σε οδηγεί στην λύτρωση και την αριστοτελική κάθαρση, αναιρώντας την ψυχοαγχολυτική διάσταση του θεάτρου κι αφήνοντας μετέωρες τις μοίρες των ηρώων. Βέβαια και στο πρωτότυπο κείμενο ο συγγραφέας δεν αποφασίζει για την τύχη των χαρακτήρων του, αφήνοντας επίσης αναπάντητα κάποια κρίσιμα, διαχρονικά ερωτήματα. Η δραματουργική επεξεργάστρια Γλυκερία Καλαϊτζή έστησε με χιούμορ σε ένα παιχνίδι θεάτρου, ανθρώπους σύγχρονους και υπόγειους, ζωντανούς και πυρετικούς. Διατηρεί τα δίπολα των αντιθέσεων ανάμεσα στις καταστάσεις αλλά και όσον αφορά τον λόγο κι αναθέτει στην μουσική να υπονομεύει την πρόζα, στους άντρες να υπονομεύουν τις γυναίκες, στις πράξεις των ηρώων να υπονομεύουν τα λόγια τους, στους ηθοποιούς να υπονομεύουν τους μουσικούς. Πρόσωπα και καταστάσεις παραμένουν ως το τέλος αμφισήμαντα και στο πλαίσιο αυτού του παιχνιδιού θεάτρου, οι χαρακτήρες διατηρούν το εξωτερικό σχήμα τους έντονο για να τονιστεί η διαφθορά τους. Υπό αυτό το πρίσμα της όλης αμφισημίας δικαιολογείται και το γεγονός ότι η μουσική παίζει αλέγρα στις πιο τραγικές στιγμές του έργου, διακωμωδώντας τον μελό χαρακτήρα τους.
Η Παράσταση
Λιτό το σκηνικό, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση και στίγμα αλλά λειτουργικό κι ευέλικτο, επιτρέπει στην παράσταση να αναπνεύσει. Η εκφραστικότητά των σωμάτων μέσα από τις εξεζητημένες χορογραφίες που θυμίζουν παλαιό ελληνικό κινηματογράφο, χωρίς να αποτελούν συνισταμένες της δραματικής σύνθεσης, δημιουργεί μια έντονη θεατρικότητα που δεν σπάει το ρυθμό του έργου αλλά επιτείνει τον ψυχαγωγικό του χαρακτήρα. Οι ηθοποιοί, υποταγμένοι στον ρυθμό του έργου, ακολουθούν μια υποκριτική γραμμή που περιλαμβάνει ρομαντικές, ρητορικές πόζες και διαχύσεις και μια υπέρ-μεγεθυμένη θεατρική συμπεριφορά. Η Άννα Κυριακίδου με την καθαρότητα της φωνής της, την αμεσότητα και αφοπλιστική μανιέρα της απέδωσε την διαβολική φύση της Πήτσαμ με συνέπεια, πληρότητα και σκηνική γοητεία. Η γλυκιά Πόλυ (Ειρήνη Αμπουμόγλι), με ακρίβεια στις λεπτομέρειες, αληθινά μελετημένη και σωστά ψυχολογημένη, σκιτσάρισε τον ρόλο της, αξιοποιώντας παράλληλα τα αξιοπρόσεχτα φωνητικά της προσόντα. Η στάση, το χτένισμα, η φωνή, το βάδισμα του Κυριάκου Δανιηλίδη είχαν τόση γνησιότητα που έδιναν την εντύπωση πως είχαμε μπροστά μας τον ίδιο τον κλεπταποδόχο Πήτσαμ. Κινήθηκε σ’ έναν σωστό ρυθμό και τόνισε την διπροσωπία του χαρακτήρα. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί έπαιξαν όλοι με αναμφισβήτητη ευσυνειδησία κι ωστόσο οι υπερβολικές πόζες, οι «παγωμένες στάσεις» και οι προσποιήσεις, δεν επέτρεψαν να αναπτυχθούν πλήρως οι ερμηνείες. Πέτυχαν όμως με τον τρόπο αυτό πολλά κωμικά εφέ και αντιμετώπισαν τίμια την γραμμή του λαϊκού θεάματος που θέλησαν να στήσουν. Μια μουσικοθεατρική παράσταση, καθόλου εγκεφαλική, σε κλίμα ευφορίας και ελαφράδας, με ζωντανή μουσική (στην παράσταση διατηρήθηκαν τα 2/3 περίπου των μουσικών παρεμβάσεων του πρωτότυπου έργου με εμβόλιμες πολύ αναγνωρίσιμες φόρμες π.χ. ζεμπέκικο). Τα κουστούμια των ηθοποιών και των μουσικών που παίζουν επί σκηνής έχουν συνοχή ύφους στο σύνολο τους. Όπως και να έχει, αναγνωρίζουμε στο έργο το καθολικό και πάντα επίκαιρο φαινόμενο της ύπαρξης του «υποκόσμου», των κατώτατων κοινωνικών τάξεων και της συμπεριφοράς τους. Καθώς επίσης και την φύση των εξουσιαζόντων που κυβερνούν, καταδικάζουν και τιμωρούν, χωρίς ηθικές αρχές και δίκαιη κρίση. Δε μπορούμε τέλος να μη παρατηρήσουμε πως το τελικό ερώτημα που εξέφραζε στο κοινό του ο ζητιάνος πίσω από ένα κλειστό και αμετακίνητο σιδηρούν παραπέτασμα -όπως παραστάθηκε στο Λονδίνο το 1728 όπου η μπουρζουαζία των μοντερνιστών της εποχής δημιουργούσε ένα ευκρινές αντιπαραθετικό πλέγμα ανάμεσα στο περιθώριο και το κατεστημένο -, παραμένει ακόμα ως τις ημέρες μας αναπάντητο: «Όλοι διαμαρτύρονται. Μα γιατί πρέπει να πληρώνουν μόνον οι φτωχοί;»
Η θεατρική ομάδα «Passatempo»
Δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 2010 από επαγγελματίες καλλιτέχνες με αξιόλογη και πολυετή παρουσία στη θεατρική Θεσσαλονίκη και σημαντικές συνεργασίες. Πρώτη παραγωγή της ομάδας ήταν το κλασικό έργο του Άντον Τσέχοφ «Τρεις αδερφές», που παρουσιάστηκε την άνοιξη του 2011, στο θέατρο «Έξω από τα Τείχη». Το επόμενο βήμα έγινε με ένα σύγχρονο, εξαιρετικά προκλητικό έργο, την «Ολεάννα» του Ντέιβιντ Μάμετ. Το έργο παρουσιάστηκε με τη συνεργασία και τη στήριξη της « Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης». Από τον Απρίλιο του 2012 σε συνεργασία με δύο νέους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, με μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, την Ειρήνη Αμπουμόγλι και τον Γιώργο Καραβασίλη δημιουργήθηκε και ένας μικρός χώρος έρευνας και φιλοξενίας τεχνών, το «Passatempo Inn», που ήδη ξεκίνησε την δραστηριότητά του με δύο σεμινάρια, ένα πάνω στην τεχνική εμψύχωσης της εκφραστικής μάσκας κι ένα πάνω στην υποκριτική τεχνική του Meisner. Το καλοκαίρι του 2012 η ομάδα παρουσίασε την «Όπερα του ζητιάνου» στο πλαίσιο των «Γιορτών Ανοιχτού Θεάτρου» του δήμου Θεσσαλονίκης.
Μετάφραση-διασκευή-σκηνοθεσία: Γλυκερία Καλαϊτζή
Μουσική: Κώστας Βόμβολος
Χορογραφία-κίνηση: Ιωάννα Μήτσικα
Κοστούμια: Μαρία Καραδελόγλου
Φωτισμοί: Στράτος Κουτράκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Καυκάσιος
Παίζουν:
Ειρήνη Αμπουμόγλι: Πόλυ Πήτσαμ, Μπέτυ Ντόξυ, Μάτα η Δεκάρα Κυριάκος Δανιηλίδης: Κύριος Πήτσαμ, Μπεν ο Σαύρας, Πόρνη
Άννα Ευθυμίου: Λούσυ Λόκιτ, Ντόλυ Τρουλ, Σαμ ο Πονηρός Κωσταντίνα Λάλλου: Τζένι Ντίβερ, , Τομ ο Μπεκρής
Άννα Κυριακίδου: Κ. Πήτσαμ, , Ντιάνα Τραμπ, Τζακ ο Στραβοδάκτυλος, Πόρνη Πέτρος Παπαζήσης : Φιλς, Μπεν το Τσακάλι, Αστυνόμος Στέφανος Πίττας : Λόκιτ, Τζίμυ το Γεράκι, Θιασάρχης Μιχάλης Συριόπουλος: Μακήθ, Βατ ο Άχαρος
Μουσικοί επί σκηνής:
Αλκυνόη Θηλυκού:
|
Πιάνο
|
Θοδωρής Κεσίσογλου:
|
Σαξόφωνο
|
Δημήτρης Βαλιώτης:
Γιώργος Μάνος:
|
Κρουστά
|
|
|
|
|
Γιάννης Μαστρογιάννης:
|
Βιολί
|
Θέατρο «Αθήναιον»
Βασιλίσσης Όλγας 35
Τηλέφωνο: 2310832060
Ώρα έναρξης: 21:15
Διάρκεια παράστασης: 100΄
|