Σχετικά άρθρα
ΝΙΚΟΣ-ΟΡΕΣΤΗΣ ΧΑΝΙΩΤΑΚΗΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τετάρτη, 29 Φεβρουάριος 2012 13:54 | |||
Νίκος – Ορέστης Χανιωτάκης σκηνοθετεί τον «Κουλοχέρη του Σποκέιν» Η ελπίδα για «καλύτερο αύριο» υπάρχει όσο οι νέοι είναι ενεργοί
Ο Μακ Ντόνα ταιριάζει στους νέους σκηνοθέτες. Δυναμικός, με χιούμορ, αυθεντικός, ευρηματικός και μ’ ένα λόγο ταυτόχρονα της «διπλανής πόρτας» και θεατρικά διαυγέστατο, με εκπλήξεις κι ανατροπές διαρκείς, χωρίς ίχνος διδακτισμού και χωρίς κανένα φόβο μπροστά στις βαθύτερες στιβάδες της αθλιότητας αλλά και της γενναιοφροσύνης της ανθρώπινης φύσης, ο συγγραφέας που βαριόταν το σχολείο και που λατρεύει μισώντας τον τόπο του και τους ανθρώπους της τάξης του, φαίνεται πως αποτελεί την προτίμηση των νέων σκηνοθετών στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Μετά τον Βασίλη Μαυρογεωργίου και τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη, ο νεαρός και πολλά υποσχόμενος Νίκος – Ορέστης Χανιωτάκης επιχειρεί την νέα σκηνοθετική του δουλειά με Μακ Ντόνα, έχοντας στο πλευρό του άξιους, ταλαντούχους ηθοποιούς και σημαντικούς συνεργάτες. Μίλησε μου για τον συγγραφέα ο οποίος φαίνεται να έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα στη χώρα μας αφού μόνο φέτος παίχτηκαν τρία έργα του σε Ελληνικές σκηνές. Πράγματι, ο «Κουλοχέρης του Σποκέιν», είναι το τρίτο έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα που ανεβαίνει φέτος στην Αθήνα, μετά το «The pillowman» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και το «Μοναξιά στην άγρια δύση» στο Νέο Ελληνικό Θέατρο του Γιώργου Αρμένη. Ο επιτυχημένος Ιρλανδός συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης κινηματογράφου αποτελεί ένα από τα πιο πολύπλευρα ταλέντα της Μεγάλης Βρετανίας. Καταξιώθηκε από νεαρή ηλικία και τα πολυβραβευμένα θεατρικά του κάνουν μεγάλη επιτυχία τόσο στην πατρίδα του όσο και στο εξωτερικό. Έγινε γνωστός σε ηλικία 25 χρόνων με την «Βασίλισσα ομορφιάς του Ληνέιν» το 1996 και αμέσως ο Τύπος και οι θεατές τον συνέκριναν με συγγραφείς όπως η Σάρα Κέιν και ο Μαρκ Ρέιβενχιλ, των οποίων τα έργα αναστάτωσαν και προκάλεσαν το κοινό. Ο ΜακΝτόνα είναι ο μόνος συγγραφέας μετά τον Σαίξπηρ που είδε να ανεβαίνουν στο Λονδίνο μέσα στην ίδια χρονιά τέσσερα έργα του! Τα υπόλοιπα θεατρικά του είναι το «Ιρλανδέζικο κρανίο», ο «Σακάτης του Ίνισμαν» και ο «Υπολογοχαγός του Ίνισμορ». Στον κινηματογράφο υπέγραψε το σενάριο και την σκηνοθεσία της ταινίας μικρού μήκους «Six Shooter» η οποία βραβεύτηκε με Όσκαρ το 2004 και της μεγάλου μήκους «In Bruges». Η τελευταία ταινία με τον Κόλιν Φάρελ είναι μία από τις αγαπημένες μου και σε ατμόσφαιρα βρίσκεται πολύ κοντά στον «Κουλοχέρη του Σποκέιν», ο οποίος πέρυσι έκανε μεγάλη επιτυχία στο Broadway της Νέας Υόρκης με τον Κρίστοφερ Γουόκεν.
Τι συμβολίζει για τον ήρωα το αριστερό του χέρι και τι αντιπροσωπεύει ως απώλεια ή ως κέρδος για τους υπόλοιπους ήρωες του έργου; Για τον ήρωα, τον Καρμάικλ, το κομμένο αριστερό του χέρι, είναι η χαμένη παιδική ηλικία. Η εφηβική αθωότητα που εξαφανίστηκε απότομα. Στα 17 του χρόνια κακοποιήθηκε και από τότε έχει βάλει σκοπό της ζωής του να πάρει πίσω αυτό που του ανήκει. Ο μόνος που τελικά τον καταλαβαίνει είναι ο ρεσεψιονίστας, ο Μέρβιν. Μπορεί να αμφισβητεί την ιστορία του Καρμάικλ για τον τρόπο που κόπηκε το χέρι του, εντούτοις παραδέχεται τη σημασία της αναζήτησης. Οι υπόλοιποι δύο ήρωες του έργου, ο Τόμπυ και η Μέριλυν, βλέπουν στο αριστερό χέρι το εύκολο κέρδος, μία… μπίζνα για να βγάλουν χρήματα πουλώντας ένα άλλο χέρι στον τύπο που δίνει αρκετά δολάρια για να το αγοράσει. Πως λειτουργεί στο έργο και γενικότερα στην δραματουργία του Μακ Ντόνα η αντίφαση συναισθηματική και ψυχική ανάμεσα στην αναλγησία και την ανεκπλήρωτη τρυφερότητα; Δεν είμαι σίγουρος αν μπορούμε να κάνουμε λόγο για «αντίφαση». Όπως και σε όλη τη δραματουργία του ΜακΝτόνα έτσι και στο συγκεκριμένο έργο όλοι οι ήρωες είναι τραγικά πρόσωπα που κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η ανεκπλήρωτη τρυφερότητα. Η αναλγησία τώρα εμφανίζεται κυρίως στους ρόλους, γύρω από τους οποίους εξελίσσεται η βασική υπόθεση της ιστορίας. Αυτοί έχουν φτάσει σε ένα κομβικό σημείο της ζωής τους που αντιλαμβάνονται ότι πολλά πράγματα από αυτά που έκαναν μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχουν πλέον νόημα (σημάδι κατάθλιψης) με συνέπεια να μην αισθάνονται πόνο. Όσο πιο έντονη λοιπόν είναι η αίσθηση της ανεκπλήρωτης τρυφερότητας τόσο ισχυρότερη γίνεται και η αναλγησία.
Τι σε ώθησε να επιλέξεις αυτό το έργο; Όταν διάβασα για πρώτη φορά το «Behanding in Spokane» στο μυαλό μου σχηματίστηκε η εξής εικόνα: Τέσσερα μικρά παιδιά που κάποιοι… άνανδροι δεν τους επιτρέπουν να βρουν την ευτυχία στη μάταιη –όπως εξελίσσεται- ζωή τους. Γέλασα, συγκινήθηκα και είδα στα πρόσωπά τους τους νέους που κλείνει η φωνή τους και ματώνει το κορμί τους όταν διεκδικούν μια καλύτερη ζωή, διαμαρτυρόμενοι στους δρόμους της πόλης μου. Αυτή η τόσο απτή αντανάκλαση του έργου στην καθημερινότητα που αντιμετωπίζω ήταν το πρώτο κίνητρο για να επιλέξω τον «Κουλοχέρη του Σποκέιν». Από εκεί και πέρα, σίγουρα έπαιξαν ρόλο οι τέσσερις ξεχωριστοί και ιδιαίτεροι χαρακτήρες, η συνεχής δράση, το χιούμορ και η σκληρή αλλά ταυτόχρονα τρυφερή γραφή του ΜακΝτόνα, η οποία με συγκινεί και με ταράζει.
Πως πήγε η συνεργασία σου με την Μυρτώ Αλικάκη η οποία ήταν ενθουσιασμένη από τις πρόβες και το έργο καθώς και με τους υπόλοιπους συνεργάτες; Από όλους τους συνεργάτες, με τους μόνους που είχα δουλέψει στο παρελθόν ήταν ο ηθοποιός Γεράσιμος Σκαφίδας με τον οποίο έχουμε παίξει μαζί στο Θέατρο Τέχνης κι η ενδυματολόγος Αλεξία-Γκλόρια Σαπέρα που επιμελήθηκε σκηνικά και κοστούμια στην παιδική μου παράσταση «Ένα τρελό-τρελό χωριό» η οποία ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Αργώ. Επειδή αισθάνομαι πολύ νέος στο χώρο, μου αρέσει να τολμώ και να δοκιμάζω συνεργασίες με ανθρώπους που δεν έχω συναντήσει αλλά που –ως θεατής- εκτιμώ την μέχρι τώρα πορεία τους και την καλλιτεχνική τους παρουσία. Κάπως έτσι πρότεινα τους ρόλους στη Μυρτώ Αλικάκη, τον Ερρίκο Λίτση και τον Σταύρο Καλλιγά και νομίζω ότι το ένστικτό μου δεν λάθεψε. Η συνεργασία μου και με τους τρεις ήταν πολύ καλή και δεν το λέω καθόλου για να το πω. Το εννοώ. Αυτόν ακριβώς τον ενθουσιασμό που αναφέρετε για τη Μυρτώ, επέδειξαν όλοι και με συνεπήραν και εμένα, δίνοντάς μου ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο να δουλέψω μαζί τους. Φυσικά με κάποιους περάσαμε μια αναγνωριστική περίοδο μέχρι να καταλάβουμε ο ένας τον τρόπο σκέψης του άλλου. Τελικά νομίζω η εμπιστοσύνη υπήρξε ευτυχώς αμοιβαία. Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω τη δουλειά της σκηνογράφου Μαντώς Ψυχουντάκη και της βοηθού μου της Νατάσας Παπανδρέου που συνεχίζουν να δουλεύουν δημιουργικά και με αφοσίωση για τον «Κουλοχέρη». Πως βλέπεις το θεατρικό τοπίο στη χώρα μας σήμερα και τι προοπτικές παρουσιάζει; Το θεατρικό τοπίο στην Ελλάδα είναι χαοτικό. Το υπουργείο πολιτισμού δεν τηρεί τις δεσμεύσεις του, ιστορικά θέατρα κατεβάζουν ρολά, οι νόμοι για τις αστικές μη κερδοσκοπικές θεατρικές εταιρίες εμφανίζουν απίστευτα κενά και άπειρα «παραθυράκια», αξιόλογοι ηθοποιοί πεινάνε και μεγάλοι θίασοι δεν μπορούν να επιβιώσουν. Παρ’ όλα αυτά, οι παραγωγές χρόνο με το χρόνο αυξάνονται σε αριθμό και ολοένα και περισσότεροι νέοι εισβάλουν δυναμικά στο χώρο. Η ελπίδα για καλύτερο αύριο εννοείται ότι υπάρχει όσο οι νέοι είναι ενεργοί.
Οι αντιφάσεις κι οι παγίδες που διακρίνει κανείς και στον Κουλοχέρη αλλά και παντού γύρω μας αυτό τον καιρό, με ποιο τρόπο κατά την γνώμη σου επηρεάζουν την συνείδηση και τις επιλογές των ανθρώπων; Δεν είμαι ούτε αρμόδιος ούτε κατάλληλος να μιλήσω για όλους τους ανθρώπους, τις επιλογές τους και –πόσο μάλλον- τις συνειδήσεις τους. Μπορώ όμως να μιλήσω για τον ήρωα του «Κουλοχέρη» τον Καρμάικλ, ο οποίος παρά τις αντιφάσεις και τις παγίδες που συναντά στην πορεία της ζωής του καταφέρνει να παραμείνει προσηλωμένος στο στόχο του. Τι κι αν έχουν περάσει τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια από τότε που του έκοψαν το χέρι; Ο Καρμάικλ συνεχίζει επίμονα την αναζήτησή του, παρά το γεγονός ότι – όπως ομολογεί – πολλοί τον έχουν κοροϊδέψει και τον έχουν μειώσει επειδή θέλει κάτι που δικαιωματικά του ανήκει, αλλά δεν καταφέρνει να το αποκτήσει. Ας σου λέει ο καθείς «δεν θα πετύχεις τίποτα, τζάμπα ο κόπος σου». Το σημαντικό είναι να τα έχεις καλά με τη συνείδησή σου.
Ανάμεσα στο προσωπικό συμφέρον και στο «κοινό καλό» τι βάζεις; Εξαρτάται πώς ορίζει κανείς το «προσωπικό συμφέρον» και το «κοινό καλό», ειδικά στο χώρο της Τέχνης… Για μένα προσωπικό συμφέρον ενός καλλιτέχνη είναι να εξελίσσεται και να ενισχύει τα προσόντα του προσφέροντας στην κοινωνία που ζει μια δίοδο έκφρασης συναισθημάτων και εμπειριών.
|