Σχετικά άρθρα
| EDITORIAL 03/10 |
|
|
| Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
| Παρασκευή, 05 Μάρτιος 2010 21:20 | |||
|
Θέατρο στα καταγώγια
Λες και δεν είχε αρκετά προβλήματα από μόνο του το Ελληνικό θέατρο ήρθε και η οικονομική κρίση για να του δώσει ένα ακόμα χτύπημα. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι Έλληνες έρχονται αντιμέτωποι, όχι μόνο με την διεθνή κατρακύλα της οικονομίας αλλά και με το δυσβάστακτο χρέος τους προς την Ε.Ε. Όσοι έδωσαν ψευδή στοιχεία, όσοι έκλεψαν και υπεξαίρεσαν, όσοι κορόιδεψαν και δωροδόκησαν, σφυρίζουν ανέμελα ή καταφέρονται υποκριτικά ενάντια στις ανθελληνικές νύξεις των Γερμανών εταίρων, με τους οποίους θα συμμαχήσουν πίσω από την πλάτη μας ώστε να ξεπουλήσουν ακόμα και την Ακρόπολη, ενώ το έλλειμμα καλείται να πληρώσει ο εργάτης, ο αγρότης, ο συνταξιούχος, ο άνεργος, ο μετανάστης και φυσικά και ο πτωχός καλλιτέχνης. Αραλίκια τέλος, σκυλάδικα τέλος, τσιμπούσια τέλος. Αυτά θα τα εξασφαλίζουν εις το εξής μόνο οι βαθύπλουτοι και όσοι πρόλαβαν να καταθέσουν τα κλοπιμαία τους στην Ελβετία. Οι υπόλοιποι, όχι μόνο θα πρέπει να μάθουν να ζουν με τα ελάχιστα, τώρα μάλιστα που συνήθισαν στη χλιδή αλλά δεν μπορούν καν να το ρίξουν στη δουλειά ώστε να καλύψουν χρέη και δάνεια, αφού η ανεργία μόλις άρχισε να μας χαμογελάει σαρδόνια και σε λίγο θα θρέφεται με τις σάρκες μας. Οι Έλληνες είναι λαός με πλούσια ιστορία, από την οποία δεν έλειψε ποτέ ούτε ο χαφιεδισμός, ούτε το νταβατζιλίκι, ούτε το ραχάτι, ούτε το ρουσφέτι. Κάπως θα επιβιώσουν και απ’ αυτή την κρίση, όπως κι από τόσες άλλες. Το θέατρο όμως είναι σαφές πως θα υποστεί ένα ισχυρό πλήγμα, αφού ο λαός μας ακόμα και στις καλές, τις ευδαίμονες μέρες του υπερκαταναλωτισμού, δεν το είχε σε καμία ιδιαίτερη εκτίμηση. Μια χώρα ολόκληρη προσκυνάει σώβρακα και φανέλες, τα σπάει στα σκυλάδικα έναντι εξωφρενικών τιμών, παραληρεί βλέποντας την Πετρούλα να ψελλίζει ημίγυμνη το δελτίο καιρού και ξημεροβραδιάζεται στα καφενεία μπροστά στη φραπεδιά, αναλύοντας εμβριθώς τα φαιδρά και τα ανάποδα της κακής διακυβέρνησης από τους πολιτικούς που παραμέλησε να ανατρέψει. Ωστόσο ο Έλληνας μια στα τόσα, θα βρει τον τρόπο να βγει. Κάπου θα πάει να ξεσκάσει βρε αδελφέ. Εδώ ούτε η κατοχή δεν κατάφερε να κάμψει τη φλογοβόλο διάθεσή του για διασκέδαση. Αλλά φυσικά ο δρόμος του δεν θα τον οδηγήσει ούτε στις βελούδινες πολυθρόνες ενός θεάτρου, ούτε στους ψυχρούς διαδρόμους μιας γκαλερί. Θα τον οδηγήσει εκεί που τον οδηγούσε πάντα στους δύσκολους καιρούς: Στα καταγώγια και δη στα φθηνότερα απ’ αυτά. Τι λύση έχει λοιπόν το θέατρο ώστε να μην εκπνεύσει εντελώς στη χώρα που το γέννησε; Η γνώμη μου είναι πως θα πρέπει να χαμηλώσει την υπερήφανη κεφαλή του και να τσακιστεί να πάει να βρει τους θεατές του εκεί ακριβώς που βρίσκονται, αντί να περιμένει να το βρουν αυτοί στα βασιλικά πλην άδεια πλέον κι ερειπωμένα του ανάκτορα. Εκτός κι αν οι εμβριθείς καλλιτέχνες μας, με το αντιστρόφως ανάλογο του ύφους και της φιλοδοξίας τους ταλέντο, θέλουν να περάσουν τα επόμενα χρόνια κάνοντας μεγαλοπρεπείς πρεμιέρες, στις οποίες θα ανταλλάσουν φιλοφρονήσεις με τους συναδέλφους, συγγενείς και φίλους τους και κυνηγώντας στη συνέχεια τους θεατές με το δίκαννο. Υπάρχουν νέοι δημιουργοί που τους αξίζει να συνεχίσουν να παράγουν έργο και να υπηρετούν την τέχνη που αγάπησαν. Εργατικοί, τίμιοι, ταλαντούχοι και εμπνευσμένοι. Η πρότασή μου είναι να πάρουν τις παραστάσεις τους και να τις πάνε εκεί που υπάρχει κοινό. Ακόμα και σε καταγώγια. Η τέχνη του θεάτρου πριν απαγκιάσει στην Επίδαυρο, ξεκίνησε από τον δρόμο. Ο δρόμος και η περιπέτειά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη φύση και την ουσία της. Η τέχνη της αφήγησης δημιουργήθηκε για να παρηγορήσει τον απλό άνθρωπο κι όχι για να ψυχαγωγήσει τον μεγιστάνα, ο οποίος μπορεί κάλλιστα να αρκεστεί στα όργια και στα ευτελή θεάματα, αφού μάλιστα ο άρτος δεν του λείπει. Η τέχνη, η καθαρή τέχνη επιδιώκει πάντα να επιμορφώσει και να αφυπνίσει τις λαϊκές συνειδήσεις και είναι τόσο δύσκολο να εισέλθει ένας πλούσιος στη βασιλεία της, όσο και το να περάσεις μία καμηλοτριχιά από την τρύπα μιας βελόνας. Ο απλός κόσμος, και μην τον υποτιμάτε, ήταν ο θεατής της αρχαίας μας τραγωδίας. Μην κάνετε εκπτώσεις στην τέχνη σας, κάντε όμως εκπτώσεις στην ματαιοδοξία σας. Πάρτε το πολύτιμο έργο σας και οδηγείστε το εκεί που ο κόσμος αναζητάει το κόσμημα έστω και χωρίς να το ξέρει. Κάντε την τέχνη σας εργαλείο για να παιδευτεί ο απαίδευτος και να αφυπνιστεί ο κοιμισμένος. Μιλήστε στα παιδιά και στους ζητιάνους που όλοι οι φτωχοί άνθρωποι κρύβουν μέσα τους. Και τότε, πιστέψτε με, θα ακούσετε επιτέλους εκείνο το χειροκρότημα που δεν το γνωρίζουν ούτε οι βαθυστόχαστοι κριτικοί μας, ούτε οι παρδαλοντυμένοι μεγαλοαστοί μας. Θα ακούσετε εκείνο το γέλιο, το βαθύ και πλούσιο που μόνο όσοι έχουν πεινάσει ξέρουν να απολαμβάνουν. Θα δείτε εκείνο το πολύτιμο δάκρυ που μόνο απ’ τα μάτια των ταπεινών της γης μπορεί να αναβλύσει. Παίξτε για ανθρώπους νέους στην ψυχή κι απείρακτους στο μυαλό. Τότε θα καταλάβετε γιατί η τέχνη σας είναι σημαντική. Και θα συνεχίσετε να την υπηρετείτε όχι χάριν της δόξας αλλά χάριν της λύτρωσης που θα σας προσφέρει. Ξεχάστε όλες εκείνες τις πολυτελείς πρεμιέρες, όλες εκείνες τις φημισμένες αίθουσες που φιλοξενούν θεατές οι οποίοι ξυπνάνε μόνο μόλις ακουστεί το πρώτο χειροκρότημα. Δεν σας αξίζουν. Το θέατρο γεννήθηκε στο δρόμο. Εκεί του μέλλεται να συνεχίσει να ζει. Οπουδήποτε αλλού επιβίωσε ως πρότινος με ορούς και μεταγγίσεις, είναι καταδικασμένο να πεθάνει. Και νεκρό θέατρο είναι νεκρός Διόνυσος. Είναι νεκρή, όλη η χαρά της ζωής. Σας εύχομαι μια πλούσια σοδειά θεατών, που αυτή τη φορά θα πρέπει να την σπείρετε με τη φαντασία σας και να τη θερίσετε με το ταλέντο σας. Μαρία Κυριάκη Υ.Γ. Μια φορά, ένας πολύ σπουδαίος καλλιτέχνης, που το κοινό έκανε ουρές για να τον ακούσει και πλήρωνε πανάκριβα τα εισιτήρια για να μπει στους χώρους όπου έπαιζε, αποφάσισε, χάριν μιας έρευνας, να παίξει ινκόγκνιτο σ’ ένα σταθμό τρένου. Ο κόσμος, πολύς κόσμος, περνούσε αλλά κανείς σχεδόν δεν στέκονταν να τον ακούσει. Στάθηκαν μόνο μερικά παιδιά, τα οποία οι γονείς τους τα τραβούσαν απ’ το χέρι, κάτι κλοσάρ κι ένας σκύλος. Υ.Γ. 2 Η πρώτη σπουδαία ηθοποιός που γνώρισα στη ζωή μου ήταν η γιαγιά μου. Τα πρώτα θεατρικά έργα που άκουσα ήταν τα παραμύθια της. Και το πρώτο εισιτήριο που πλήρωσα ήταν που έπινα για χάρη της, όλο μου το γάλα. Υ.Γ. 3 Ήταν κάποτε, σε δύσκολους καιρούς ένας θεατρίνος κι ένας ζητιάνος, δίπλα-δίπλα στο δρόμο. Ο ζητιάνος πήρε τρεις δεκάρες από τους περαστικούς αλλά ο θεατρίνος, τίποτα. Ο ζητιάνος τότε, σίγουρος πως κάτι θα έτρωγε, ξέχασε τη ζητιανιά κι άρχισε να παρακολουθεί τον θεατρίνο που έπαιζε. Όταν ο θεατρίνος τέλειωσε ο ζητιάνος πήγε κι έριξε στο καπέλο του και τις τρεις δεκάρες του.
|




