Σχετικά άρθρα
SUNSET LIMITED |
Συντάχθηκε απο τον/την Πηνελόπη Χριστοπούλου |
Παρασκευή, 03 Μάιος 2013 18:11 |
Sunset Limited του Κόρμακ ΜαΚάρθυ
Η δραματουργία Το έργο διαπραγματεύεται την ιδεολογική αναμέτρηση ενός μαύρου πρώην κατάδικου με έντονο το αίσθημα της θρησκευτικής πίστης και ενός λευκού προφέσορα που καταρρέει εξαιτίας του φιλοσοφικού, «παθολογικού» μηδενισμού του. Σκοπός τους, να αφαιρέσει ο ένας από τον άλλον κάθε πιθανότητα «διαφυγής» (…να υπάρχει κάποιος που κερδίζει και κάποιος που χάνει. Όπως γίνεται με όλα τα πράγματα...). Χρόνος, η ημέρα γενεθλίων του λευκού, η αλλιώς, «η σωστή ημέρα» για να βάλει τέρμα στη ζωή του πέφτοντας στις γραμμές του ιστορικού τραίνου «Sunset Limited» που διασχίζει τον Αμερικάνικο Νότο. Φύλακας άγγελος του ο μαύρος (στην παράσταση Λατίνος) που τον σώζει τελευταία στιγμή. Ένα δράμα «δωματίου» με αφηγηματικό τόπο το νοτισμένο διαμέρισμα του μαύρου, σε μια κακόφημη συνοικία-γκέτο της Νέας Υόρκης. Μια ιστορία όπου ο λευκός άθεος είναι περισσότερο σίγουρος για τις πεποιθήσεις του από τον μαύρο θρησκόληπτο. Μέσα στο σάπιο αυτό διαμέρισμα του μαύρου, με την παρουσία της «Βίβλου», όλα τα ακραία και αντιθετικά στοιχεία προσπαθούν να συναντηθούν και να γίνουν ένα. Ξεκινάει έτσι ένα παιχνίδι λέξεων («….Είσαι ξύπνιος προφέσορ. Παραείσαι ξύπνιος για μένα..»), μια συζήτηση υπαρξιακή γύρω από τη ζωή και το θάνατο. Την πίστη, την ελπίδα, την γνώση («...όσο πιο πολλά ξέρει κάποιος, τόσο πιο δυστυχισμένος γίνεται. Είναι το πρώτο πράγμα για το οποίο μιλάει η Βίβλος σου. Ο κήπος της Εδέμ. Η γνώση, ως διαφθορέας του Καλού. Ως διαφθορέας της ψυχής…»). Το κείμενο του βραβευμένου με Πούλιτζερ Κόρμακ Μακάρθυ, διαχειρίζεται μια άκρως γοητευτική σχέση «εξουσίας» υπηρετώντας το δίπολο της πίστης, κυρίως θρησκευτικής αλλά όχι μόνο («…αυτή είναι η ιστορία μου προφέσορ. Τίποτα σπέσιαλ. Δεν κάνω βήμα χωρίς τον Χριστό…») και της απουσίας της («…Δεν πιστεύω στο Θεό! Το καταλαβαίνεις αυτό;...»). Κι επίσης θίγει τις δύο διαφορετικές στάσεις ζωής μέσω του αισθήματος του «ανήκειν» και της κοινωνικοποίησης από τη μία («…ν’ αγαπάς τον συνάνθρωπο σου μέχρι θανάτου») αλλά και της απομόνωσης και εκκωφαντικής μοναξιάς από την άλλη («…Δεν συμπαθώ τους ανθρώπους…»), της πνευματικότητας αλλά και της «αμορφωσιάς», της «γνώσης» των βιβλίων αλλά και της «γνώσης» των ανθρώπων, της αγάπης για τη ζωή, αλλά και της παραίτησης («…..αν μπορούσαν οι άνθρωποι να αντιληφθούν πραγματικά τον κόσμο! Να δουν ποιές είναι στ’ αλήθεια οι ζωές τους. Χωρίς όνειρα και ψευδαισθήσεις. Νομίζω ότι θα επέλεγαν οι ίδιοι να πεθάνουν το συντομότερο…»).
Δυο διαμετρικά αντίθετοι άνθρωποι που δεν θα ταίριαζαν σε καμία σύνθεση και με κανένα συνδυασμό, με διαφορετικό παρελθόν, με αλλότριες μεταξύ τους κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές, δύο άνθρωποι από άλλο «σύμπαν» ο καθένας που προσπαθούν να «συναντηθούν». Όμως ο διάλογος τους, περισσότερο τους απομακρύνει παρά τους φέρνει κοντά. Δύο «αντίποδες» που καταφέρνουν να λειτουργούν ο ένας, ως συμπλήρωμα του άλλου. Ή μήπως, ακριβώς εξαιτίας αυτών των διαφορών αλληλοεξαρτώνται; Παραμένει αναπάντητο όπως αναπάντητα μένουν και κάποια ερωτήματα σχετικά με το παρελθόν του προφέσορα… Ο συγγραφέας μας φέρνει πολύ κοντά σε θραύσματα προσωπικών μας προβληματισμών, είτε κλίνουμε προς την πλευρά της αθεΐας, είτε της πίστης και μάλιστα της σύγχρονης, «απλοποιημένης» πίστης (μόνο στις βασικές αξίες της αλλά με αμφισβητούμενα κάποια στοιχεία). Αντιπαραθέτει εξίσου πειστικά θρησκευτικότητα και αθεΐα, δίχως «κατευθύνεις». Δεν τάσσεται ούτε και «κατηχεί» κι έτσι ευέλικτα ξεγλιστρά από την παγίδα του ανεπίκαιρου «ηθικοδιδακτικού» έργου. Αναλύει, αντιπαραθέτει, χωρίς όμως να «κλείνει».» «Δεν ξέρω, Δεν γνωρίζω», λέει αρκετές φορές ο Μαύρος, αφήνοντας κατά μέρος κάθε πλήρη βεβαιότητα πάνω στο θέμα πίστης-απιστίας, φέρνοντας μας κοντά σε μια πιο «ανθρώπινη» προσέγγιση. Κατά κάποιον τρόπο το τέλος των ηρώων, έγκειται στον θεατή και στον «βαθμό» πίστης του. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως ο προφέσορας δεν θα ξαναέπεφτε στις γραμμές του τραίνου, πως δεν θα έπεφταν και οι δυο, ή κανένας τους. Το κείμενο είναι γεμάτο από ιδεολογικές- και όχι μόνο- συγκρούσεις, υπό την σκέπη μιας σχέσης αλληλεξάρτησης και παράλληλης δράσης μεταξύ των ηρώων αλλά και «κυριαρχίας» του ενός πάνω στον άλλο. Αυτό που αφήνει στο τέλος σαν αίσθηση το έργο, δεν είναι τόσο η πλοκή του όσο η εξιστόρηση μιας φιλίας που υφαίνεται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Μιας φιλίας που αφού διυλιστεί μέσα από τα φίλτρα δυο διαμετρικά αντίθετων πεποιθήσεων, ενισχύεται και τέλος λυτρώνει ως μια συμφιλίωση του φωτός και του σκότους, της ζωής και του θανάτου. Η μετάφραση του Αντώνη Πέρη, επιλέγει (κυρίως όσον αφορά την γλώσσα του μαύρου), ένα γλωσσικό ύφος επικαιροποιημένο, μοντέρνο, χρηστικότατο αλλά και καθοριστικό για τη δημιουργία ενός βαθύτερου «σχίσματος» μεταξύ των δυο ηρώων, γνωρίζοντας πως αυτό που έχει πρωτεύουσα σημασία δεν είναι τόσο η πιστότητα όσο μια επαρκής «ανάγνωση» μέσα στα όρια και τις δυνατότητες της εποχής. Η παράσταση Η παράσταση από σκηνοθετική πλευρά είναι αρκετά προσεγμένη. («…-Φαίνεται πως όλα τα βλέπεις άσπρα ή μαύρα..»). («-…Μα Είναι άσπρα ή μαύρα…») Ακριβώς όπως η οπτική των δύο ηρώων, τις εκ διαμέτρου αντίθετες πεποιθήσεις τους, τον ψυχισμό τους, έτσι και ο σκηνικός μικρόκοσμος τους χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό και αυτός από τους δυο «αντικρουόμενους» χρωματισμούς. Το άσπρο και το μαύρο. Η σημασία της κλειστής πόρτας με αλυσίδες είναι διπλή. Από τη μια, δηλώνει την δημιουργία μιας κλειστής, «απροσπέλαστης» ισχύουσας κατάστασης κι από την άλλη αντιπροσωπεύει το μέσο επιβολής και επικράτησης (αυτός ο οποίος ελέγχει το άνοιγμα και κλείσιμο της πόρτας, είναι αυτός που έχει και την εξουσία στο χώρο). Δεν υπάρχουν όμως στεγανά ανάμεσα στο διαμέρισμα και στον έξω κόσμο. Από το παράθυρο μας επιτρέπεται να ακούμε τους ήχους της πόλης και κυρίως του τραίνου που περνά. Τόσο ο Γιάννης Βούρος όσο και ο Αλέκος Συσσωβίτης ερμήνευσαν με απόλυτη φυσικότητα τους δύο χαρακτήρες, δημιουργώντας μια αίσθηση αποστασιοποίησης από τον θεατή σαν να επρόκειτο για ένα «δράμα –επτασφράγιστου- δωματίου», όπου το κοινό κοιτά κρυφά από τη χαραμάδα. Η ερμηνευτική αυτή διάσταση αποδεικνύεται καταλυτική για τον θεατή διότι απομονώνοντάς τον, απελευθερώνει την κριτική σκέψη του. Ο τέταρτος τοίχος είναι πραγματικά αδιαπέλαστος ενώ η αίσθηση αυτή εντείνεται με τους ηθοποιούς να μη στρέφουν ποτέ το βλέμμα προς τους θεατές. Κι όμως, ο Αλέκος Συσσωβίτης μας γίνεται πολύ «οικείος» ζωντανεύοντας μπροστά μας τον πρώην κατάδικο που μας χαρίζει στιγμές γέλιου με την αφελή παιδική αθωότητα του, κάνοντας όμως σαφές ταυτόχρονα πως πρόκειται απλά για ένα σπουδαίο μέρος του «παιχνιδιού». Δείχνει να είναι πολύ καλός γνώστης των ανθρώπων και ως ένα σημείο έχει τον αέρα της κυριαρχίας, την νίκης, σε ένα παιχνίδι που θυμίζει σκάκι. Ο «αντίπαλος» Γιάννης Βούρος, πειστικός, γλαφυρός, υποδύεται έξοχα τον ήρωα που συνειδητά και εσκεμμένα επιθυμεί το «σκότος». Ο φωτισμός τη μια στιγμή λούζει το δωμάτιο στο φως και την άλλη διαχειρίζεται τον μονόλογο του μαύρου με μόνο το φως ενός φακού στραμμένο πάνω του, ζωντανεύοντας το μήνυμα του έργου, και υποχρεώνοντας μας να παραδοθούμε στον ρυθμό του. Μια τραγική ιστορία που γίνεται λυρική, μια σχέση άλλοτε αντιπαλότητας και άλλοτε τρυφερή και ανθρώπινη, ένα ποίημα στο σκότος και τον θάνατο, αλλά και μια φιλία που λυτρώνει και κάνει τη ζωή λιγότερο οδυνηρή. Αυτό που δεν πιάνεις προφέσορ, είναι πως αν δεν υπήρχε καθόλου πόνος στη ζωή σου δεν θα μπορούσες και να καταλάβεις το πότε είσαι ευτυχισμένος… Δείξε μου μια θρησκεία που να προετοιμάζει κάποιον για το θάνατο. Για το τίποτα. Σε μια τέτοια εκκλησία θα μπορούσα να πάω. Η δική σου προετοιμάζει τους ανθρώπους για μια δεύτερη ζωή. Για όνειρα, για ψευδαισθήσεις και πλάνες…» Μετάφραση: Αντώνης Πέρης Σκηνοθεσία: Άσπα Καλλιάνη Σκηνικά: Αντώνης Δαγκλίδης Μουσική Σύνθεση: Γιώργος Μελισσινός Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη Παίζουν: Γιάννης Βούρος Αλέκος Συσσοβίτης Θέατρο «Αυλαία» Πλατεία ΧΑΝΘ, (πλευρά Τσιμισκή) Τηλέφωνα: 2310237700 & 2310237703 Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 & Κυριακή στις 20:00 Από τις 17 έως τις 29 Απριλίου Διάρκεια Παράστασης: 100΄ Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ / φοιτητικό – ανέργων 12 ευρώ
|