ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Ιφιγένεια Καφετζοπούλου |
Ευτυχισμένες μέρες του Samuel Beckett Δεν θέλω μήτε να καθοδηγήσω μήτε να βελτιώσω μήτε να απομακρύνω τους ανθρώπους από την ανία. Θέλω να φέρω την ποίηση στη δραματουργία, μια ποίηση που πέρασε μέσα από το κενό και κάνει μια καινούργια αρχή σε έναν καινούργιο χώρο. Σάμουελ Μπέκετ
Ήδη, στον τίτλο του έργου ανιχνεύω το εξής παράδοξο: ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο οι λέξεις παραπέμπουν σε κάτι ευχάριστο, με μια δεύτερη και πιο εξαντλητική ανάγνωση διαφαίνεται η πικρία, που η πορεία της ύπαρξης στη ζωή δημιουργεί. Διότι η έννοια της ευτυχίας θεωρείται έννοια δυσεύρετη και πάντοτε μικρής διάρκειας, έννοια θνησιγενής. Γι’ αυτό ακόμη και στο τίτλο Ευτυχισμένες ημέρες υφέρπει η νότα της μελαγχολίας, δημιουργώντας μια αίσθηση απροσδιόριστης νοσταλγίας, διαψευσμένης προσμονής ή ακαθόριστης αναμονής. Η Γουίνι (Όλια Λαζαρίδου) θαμμένη αρχικά μέχρι τη μέση σε ένα βουνό από βιβλία εντοπίζει (;) την ευτυχία αυτή στα πλέον ασήμαντα και καθημερινά πράγματα, τα οποία θεωρούνται δεδομένες προϋποθέσεις. Μέσα από τον μονολογικό, αποσπασματικό της λόγο, -ο οποίος θυμίζει την φατική λειτουργία της γλώσσας, η οποία λέει χωρίς να εννοεί-, τον σκηνικό χώρο, που παραπέμπει σε ένα α-χρονικό και α-χωρικό noman’sland, τα καθηλωμένα σώματα της Γουίνι και του Γουίλι, την απουσία της αιτιοκρατίας, αλλά και την δυσλειτουργική επικοινωνία, αντικατοπτρίζονται τα κεντρικά μοτίβα του συγγραφέα του έργου Samuel Beckett, σχετικά με την αδυναμία και αποτυχία της γλώσσας ως επικοινωνιακό όργανο, το παράλογο και ανερμήνευτο της ανθρώπινης ύπαρξης, το σύμπαν που καθίσταται αφιλόξενο και εχθρικό, την έλλειψη νοήματος. Και εφόσον το σύμπαν -ο μέγιστος χώρος- παρουσιάζεται αφιλόξενος, το σώμα των ηρώων παρουσιάζεται επίσης εχθρικό και αφιλόξενο ως προς τους ίδιους, καθώς το σώμα συμβολίζει τον αρχέγονο τόπο, «τον τόπο του απόλυτου εδώ, το σημείο επισήμανσης του εκεί, κοντινού ή μακρινού» [1]. Γι’ αυτό και στο έργο το σώμα της Γουίνι είναι ουσιαστικά θαμμένο και φυλακισμένο, αλλά και έρμαιο σε μορφές τυραννίας, όπως λ.χ. στη διαρκή επανάληψη του χτύπου του κουδουνιού, το οποίο δεν την αφήνει να κοιμηθεί, σαν ένας επόπτης της ζωής, υπογραμμίζοντας και υπενθυμίζοντας διαρκώς στο υποκείμενο τους περιορισμούς και την αδυναμία του να τους υπερβεί. Παρατηρούμε λοιπόν το ανθρώπινο σώμα σαν μια μικροκλίμακα του σύμπαντος, δηλαδή της μακροκλίμακας. Η σκηνοθέτης Σύλβια Λιούλιου τοποθετεί τη Γουίνι εγκλωβισμένη σε έναν λόφο από βιβλία, επιλογή ιδιαίτερα εύστοχη κυρίως λόγω της ευρύτητας του σκηνικού ευρήματος όσον αφορά πολλαπλές ερμηνείες. Αναδεικνύει το παράδοξο της ύπαρξης, το αίνιγμα του χαϊντεγκεριανού είναι-προς-θάνατον, εμπρός στο οποίο η γνώση φαντάζει ανίσχυρη, εξ’ αιτίας της αδυναμίας της να το αλλάξει. Η Όλια Λαζαρίδου πλάθει την Γουίνι τονίζοντας τα κλοουνίστικα στοιχεία της ηρωίδας, τόσο μέσω του τρόπου ομιλίας της, όσο και των μικροεκφράσεων του προσώπου. Το μοτίβο αυτό του κλόουν είναι ιδιαίτερα αγαπητό στα έργα του Beckett, καθώς αντικατοπτρίζει το τραγικό της ύπαρξης, διότι το κωμικό πηγάζει στην ουσία από την υπερθεμάτιση των ελαττωμάτων. Το γκροτέσκο προσωπείο της Γουίνι που χτίζει η Λαζαρίδου, προκαλεί στον θεατή ένα γέλιο πικρό, το οποίο παγώνει πριν προλάβει να ολοκληρωθεί. Το παγώνουν τα υγρά μάτια της: το αναπόδραστο της φθοράς, της μοναξιάς και του τέλους που αυτά αποκαλύπτουν. [1] Ricoeur Paul: Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη, Ίνδικτος, Αθήνα 2013, σ.241 Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου Δραματουργία: Άγγελος Σκασίλας – Σύλβια Λιούλιου Σκηνικός Χώρος: Μαρία Παπαδημητρίου Επιμέλεια Κίνησης: Αγγελική Στελλάτου Ηχητική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης Φωτογραφίες: Σπύρος Στάβερης Παίζουν: Όλια Λαζαρίδου, Άγγελος Σκασίλας Bios Main Πειραιώς 84 Τηλέφωνο:210 3425335 Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή-Κυριακή στις 21.00 Ως Κυριακή 9 Απριλίου Τιμές εισιτηρίων: 12 & 10 ευρώ (φοιτητικό)
|