Σχετικά άρθρα
ΡΕΚΒΙΕΜ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Παρασκευή, 24 Νοέμβριος 2023 18:16 |
Ρέκβιεμ του Θόδωρου Τερζόπουλου
Σ’ έναν σκοτεινό Κάτω Κόσμο, ένα κατώφλι του Άδη, μια μεταιχμιακή τοποθεσία Λίμπο όπου οι εμπειρίες και τα πάθη της ύπαρξης πρέπει να αναγνωριστούν, να φανερωθούν και να χωνευτούν από τη συνείδηση για να μπορέσει να απελευθερωθεί από τα κατάλοιπα τους αφού αναδυθεί από την δυναστευτική λήθη, εκεί δύο ψυχές μάχονται με τους εαυτούς τους, τις μνήμες και το φόβο. Δύο συμβολικές υπάρξεις που φορτώνονται τη δύναμη και την αδυναμία της κάθε ανθρώπινης βούλησης, που αγωνίζονται για μια τελευταία φορά να έρθουν αντιμέτωπες με το μυστήριο της ζωής στο κατώφλι του θανάτου και να το διαλευκάνουν. Εκεί η βία κι ο τρόμος επανέρχονται μέσα από μια μυητική διαδικασία που οι δύο ιέρειες επιτελούν σαν ιερό μυστήριο, η μία αντιπροσωπεύοντας την αρχαιότατη γνώση και αποδοχή κι η άλλη την μετάβαση από την άρνηση στην αποδοχή, μέσα από την επανάληψη των πράξεων και των κινήσεων που έφεραν την φρίκη κι αργότερα τη λησμονιά σαν θεραπεία από το αβάσταχτο μαρτύριο. Μια λησμονιά όμως που εμποδίζει τη συνείδηση να ολοκληρώσει το έργο της και να απελευθερωθεί από τα δεσμά της τραυματικής εμπειρίας, που διαποτίζει την ύπαρξη και την παγιδεύει. Ωστόσο αν η μνήμη επιστρέψει μέσα από την αναπαράσταση του τραύματος και των επιπτώσεων του, δρα λυτρωτικά επιτυγχάνοντας την εν ειρήνη, ανάπαυση. Με έντονη την επιρροή του αναπόφευκτου, του οριστικού και αμετάκλητου του θανάτου αλλά και του πένθους που ακολουθεί εξ ίσου αναπόφευκτα, ο Τερζόπουλος δημιουργεί μια τελετή κάθαρσης στην οποία τα δύο πρόσωπα που συμμετέχουν, συνομιλούν με ελάχιστες λέξεις αλλά με ένα πλήθος βλεμμάτων και κινησιολογικών αλληλεπιδράσεων. Αποκαλυπτικές για την βαθύτερη κατανόηση των δρώμενων, οι δύο λυρικές παρεμβολές, η άρια Music for a While του μπαρόκ συνθέτη Henry Purcell, γραμμένη το 1692 για τον Οιδίποδα των John Dryden et Nathaniel Lee και το γαλλικό τραγούδι του Jacques Brel “Ne me quitte pas”. Η μία γυναικεία παρουσία προσδιορίζεται από την ιδιότητα εκείνου που υποδέχεται, του μύστη ενώ η άλλη, επιφορτίζεται το ρόλο του νεοφερμένου, αυτού που πρόκειται να μυηθεί και που καθώς εισέρχεται στο σκοτεινό βασίλειο, εξαναγκάζεται να υπερβεί τη λήθη και να έρθει αντιμέτωπος με το πένθος για να μπορέσει να αποκόψει τις ρίζες οι οποίες αόρατες έχουν γαντζωθεί στα σπλάχνα του θυμικού του, εμποδίζοντας τη λύτρωση. Το τραγούδι της πρώτης, της οικοδέσποινας μιλάει για δύο ιερείς που επικαλούνται και προσπαθούν να εξημερώσουν το φάντασμα της τρομακτικής Alecto ή αλλιώς της Ερινύας Αληκτώς, της επιφορτισμένης να τιμωρεί τα εγκλήματα που ο άνθρωπος διαπράττει ενάντια στον άνθρωπο, της τρομακτικής θεάς με τα φίδια αντί για μαλλιά, τα μάτια που στάζουν αίμα και το μαστίγιο στο χέρι. Στο τραγούδι οι δύο ιερείς μιλάνε για τις ανησυχίες που θα παρασυρθούν, θα αποπλανηθούν και τους πόνους που θα ανακουφιστούν, μιλάει για την απόρριψη κάθε χαράς ως την στιγμή που η Αληκτώ θα απελευθερώσει από τις αιώνιες δεσμεύσεις τους τους νεκρούς κι έτσι με την απονομή δικαιοσύνης, τα φίδια θα πέσουν από το κεφάλι της και το μαστίγιο από το χέρι της. Το τραγούδι του Brel που θρηνεί όχι την απώλεια της ερωμένης αλλά την απώλεια της αγάπης, είναι ένα ημερολόγιο παραπόνων, ένα βασανιστικό καλεντάρι πένθους που στα φαντάσματα των όμορφων ημερών, τις παράλογες κι ανατριχιαστικές υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα, την οδύνη της απολεσθείσης ευτυχίας, αντιπαραθέτει την ελπίδα ότι το σβησμένο ηφαίστειο θα εκραγεί ξανά, πως η θυσία θα έχει αντίκτυπο κιη δύναμη της αγάπης θα αποδειχθεί πιο ισχυρή από τη ρήξη ή τη φθορά. Όμως, ακόμα κι αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβεί, η ευτυχία της συντρόφου, θα είναι αρκετή για να παρηγορήσει τον εγκαταλελειμμένο, θα είναι αρκετό γι’ αυτόν να υπάρξει ως η σκιά της σκιάς της, ως η σκιά του χεριού της, ως η σκιά του σκύλου της. Μην με εγκαταλείπεις είναι η επαναλαμβανόμενη έκκληση που περνάει μέσα από τη θλίψη, το φόβο, το θυμό, την ελπίδα, την παραίτηση μέσα από μια παρηγοριά που την εμπνέει η υπέρβαση, η κατακρεούργηση του “Εγώ”. Αν σκεφτεί κανείς πως ένα μεγάλο μέρος των βίαιων ενεργειών ενάντια στις γυναίκες με αφετηρία τους ξυλοδαρμούς και τους βιασμούς και κορύφωση τις γυναικοκτονίες, οφείλεται στο ότι οι άντρες που δρουν έτσι, πιστεύουν πως οι γυναίκες είναι ιδιοκτησία τους ακόμα κι αν δεν είναι σύζυγοί τους αλλά στην περίπτωση που τις έχουν παντρευτεί θεωρούν αδιανόητο να μην βρίσκονται υπό την κατοχή τους και προτιμούν να είναι νεκρές με το επιχείρημα πως “εφ’ όσον δεν θα τις έχουν αυτοί, δεν θα τις έχει και κανένας άλλος”, οι φράσεις που που αναφέρονται στο Γαλλικό τραγούδι, ακούγονται τόσο λυτρωτικές. Αν είναι αυτή ευτυχισμένη, εκείνος θα παρηγορείται για την απώλεια της, για το χαμό της σχέσης τους. Σε αντιπαράθεση με το “αν δεν ανήκει σε μένα, δεν θα ανήκει σε κανέναν”. Το δεύτερο όμως φαίνεται δυστυχώς πως είναι πιο διαδομένο στην αρσενική συνείδηση στην οποία ακόμα ως τις μέρες μας υπάρχει ως πεποίθηση, η εξουσιαστική τάση της αντιμετώπισης της γυναίκας ως ιδιοκτησιακού προϊόντος. Κι όταν παραμερίζεται, συχνά λειτουργεί υποσυνείδητα κι υπονομευτικά χωρίς καν να υπάρχει η παραδοχή της, εδικά από τις ναρκισσιστικές προσωπικότητες. Κι έτσι φτάνουμε χωρίς προσκόμματα στοιχειώδους ηθικής, ως το φόνο, την βίαιη εξολόθρευση, την οριστική απώλεια.
Η λέξη “θυμήσου”, ακούγεται επιτακτική σε πολλά σημεία της περφόρμανς καθώς, όπως και σε ένα όνειρο την αυγή έτσι κι εδώ κάτω, στα σκοτάδια του ναού του θανάτου, η λησμονιά καραδοκεί και τα θραύσματα των αναμνήσεων διαρρέουν στη λήθη. Έτσι, χρειάζεται προσπάθεια για να αφυπνιστεί η νεοφερμένη, για να ωθηθεί σε κατάσταση εγρήγορσης καθώς θα αναδύονται μέσα από τα σκοτάδια της μνήμης της, τα φρικτά γεγονότα. Κυρίαρχα στην εξέλιξη της περφόρμανς, τα γλυπτά του Χαράλαμπου Τερζόπουλου που μαγνητίζουν και ταυτόχρονα απωθούν και που στην κορύφωση της δράσης, φωτίζονται έντονα. Στο κέντρο, σε κόκκινο κύκλο, υπάρχουν δύο μαχαίρια. Όταν θα οπλιστούν με αυτά, τα χέρια των ιερειών, θα χτυπήσουν και ταυτόχρονα θα απωθήσουν η μία την άλλη, επαναλαμβάνοντας την διαδικασία του φόνου, του φρικτού αδικήματος, έτσι ώστε μέσα από το θυσιαστικό τελετουργικό αναπαράστασης να αφυπνιστεί η μνήμη, να ταξιδέψει στο “τότε”, να αναδυθεί από το σκοτάδι “εκείνος”, να επαναληφθεί η αποτρόπαια πράξηκαι να εγείρει η μνήμη της, μια μορφή δικαίωσης για τους αδικαίωτους νεκρούς. Τα δύο πρόσωπα όσο προχωράει η δράση, δείχνουν να ταυτίζονται καθώς η επισκέπτρια αποδέχεται το γεγονός της παρουσίας της στον παράδοξο χώρο κι η άλλη, εκείνη που την ξεναγεί στα αιμάσσοντα, μεταθανάτια μυστήρια του, εναρμονίζεται μαζί της σε μια χορογραφία αποκάλυψης. Με εκτυφλωτικούς φωτισμούς και καταιγιστικά μουσικά σπαράγματα, οι δύο ιέρειες, κινούνται προς τα ξύλινα γλυπτά, τα ιερά σύμβολα ενός κόσμου που έχει χάσει την ιερότητα του, τυλίγοντας τις κόκκινες ελαστικές κορδέλες γύρω από τους ανοιγμένους τους λαιμούς, διασχίζοντας το τελευταίο όριο, την αναπαράσταση του θανάτου, ώστε περνώντας από το τώρα της ζωής, στο αιώνιο, του πέρα από αυτήν και τις αυταπάτες της, να ολοκληρώσουν την τελετουργία. Η αίσθηση που ένοιωσα διάχυτη ς’ όλη την περφόρμανς, αφορά κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο τις γυναικοκτονίες αλλά ένα συλλογικό πένθος, μια πανανθρώπινη απώλεια, εγκλήματα όχι μόνο ενάντια στο γυναικείο φύλο αλλά και σε κάθε μορφή ζωής που αδυνατώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό της, εξαναγκάζεται να εξολοθρευτεί για να ικανοποιηθούν ευτελείς στόχοι. Υπάρχει η αίσθηση πως η κόψη του μαχαιριού δεν αφορά μόνο την ναρκισσιστική αλαζονεία του βιαστή και δολοφόνου άντρα αλλά αναδύεται ως η ύβρις των κάθε λογής εξουσιών που καταδυναστεύουν τις ανθρώπινες υπάρξεις, ξυπνώντας την εκδικήτρια Αληκτώ από τον βαθύ ύπνο της κι επιφέρονταςμέσα από τον σπαραγμό των νεκρών και των ζωντανών,την Νέμεση, την εκδίκηση των αδικημένων νεκρών που ξαναβρίσκουν την μνήμη τους. Όμως ταυτόχρονα η περφόρμανς μοιάζει να είναι μια απόπειρα εξοικείωσης με τον θάνατο και τον αποχωρισμό, μια προσευχή για την ανάπαυση των νεκρών, μια αναμνηστική τελετουργία για τους πεθαμένους που ποτέ πια δεν θα ξαναδούμε ή αλλιώς, ένα ρέκβιεμ. Ρέκβιεμ για την Σοφία Μιχοπούλου, τηνΑνέζα Παπαδοπούλου και τονΧαράλαμπο Τερζόπουλο, τρία μαγικά πλάσματα που ευλόγησαν με την παρουσία τους, την έμπνευση και τη δουλειά τους, το Άττις κι αγαπήθηκαν βαθιά από τον Θόδωρο Τερζόπουλο.
Παίζουν: Σοφία Χιλλ, Αγλαΐα Παππά Φωτογραφίες: Johanna Weber, Κατερίνα Τζιγκοτζίδου Διάρκεια: 60 λεπτά (χωρίς διάλειμμα) Θέατρο Αττις Λεωνίδου 12 Μεταξουργείο Μέρες και ώρες παραστάσεων Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 | Κυριακή στις 19.00 Ως τις 9 Απριλίου του 2024 Eισιτήρια: 15€ (γενική είσοδος) 10€ (φοιτητικό/ ανέργων) Πληροφορίες / Κρατήσεις:Τηλ.: 210 5226260 -attistheatre.com |
Τελευταία Ενημέρωση στις Παρασκευή, 24 Νοέμβριος 2023 18:25 |