Σχετικά άρθρα
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΠΛΗΞΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Κυριακή, 05 Δεκέμβριος 2021 07:47 |
Η δεύτερη έκπληξη του έρωτα του Μαριβώ Δραματουργία Σ’ αυτή την κωμωδία ο Marivaux εστιάζει στην ιδέα ενός αναπάντεχου έρωτα μεταξύ Εκείνης και Εκείνου, που γεννήθηκε από την απώλεια ή την αποτυχία των προηγούμενων σχέσεών τους. Μέσω της εξυπνάδας "marivaudage"(χαριτωμένης και επιτηδευμένης συζήτησης), το έργο αποκτά μια φεμινιστική και εκπληκτικά σύγχρονη τροπή. Οι χαρακτήρες της Μαρκησίας και της υπηρέτριας Λιζέτ καθοδηγούν την πλοκή και, σε αντίθεση με τα περισσότερα κλασικά γαλλικά έργα, σ’ αυτό το λιγότερο γνωστό του Marivaux οι γυναίκες είναι ελεύθερες να έχουν πρόσβαση στην αλήθεια των συναισθημάτων τους και να ενεργούν πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Η «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα», παίχτηκε στην Κομεντί – Φρανσαίζ το 1727 κι έχει αρκετές ομοιότητες με την « Έκπληξη του έρωτα» που έγραψε ο συγγραφέας το 1722. Πρόκειται για μια αισθηματική κωμωδία, όπου οι ήρωες της παγιδευμένοι στις συμβάσεις και στους θεσμούς της εποχής τους γίνονται έρμαια της γλώσσας, που με τόση χάρη αρθρώνουν, όμως χάνουν την ειλικρίνειά τους και μπλέκουν σε έναν «αναποφάσιστο» έρωτα που ακροβατεί ανάμεσα στο πάθος και την ευπρέπεια, αλλά στο τέλος αποδεικνύεται ανίκητος. Ο απόλυτος εκφραστής του πρώιμου Διαφωτισμού Marivaux, που ακροβατεί όχι μόνον λεκτικά µε το περίφημο marivaudage αλλά και σε θέματα μορφής μεταξύ της ιταλικής κωμωδίας και των προσταγμάτων των νέων καιρών, δουλεύει την τρίπρακτη κωμωδία σε πεζό λόγο. Μεταξύ της Μαρκησίας και του Ιππότη, όπως και μεταξύ των αντίστοιχων υπηρετών τους, Λιζέτ και Λουμπέν, τα λόγια έχουν αντικαταστήσει τις χειρονομίες και τις πράξεις. Από τον θάνατο του συζύγου της πρώτης και τον γάμο της αγαπημένης του δεύτερου, έχουν βυθιστεί σε μια βαθιά θλίψη και οι δύο, που έχει μεταμορφώσει τη στάση ζωής τους σε «modus vivendi».Το μόνο που τους μένει για να χτίσουν μια στιβαρή σχέση είναι η γλώσσα, της οποίας τη σωτήρια δύναμη, την ικανότητα να ανακουφίζει τον πόνο - χάρη στον διάλογο που συνεπάγεται - ανακάλυψαν, ως πολύτιμο μέσο επικοινωνίας. Γύρω τους τη γλώσσα χρησιμοποιούν κι οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές, όμως, ως όπλο, για να εκκολάψουν συνωμοσίες υπέρ ή σε βάρος του ζευγαριού που, επειδή δεν τολμούν να εκφράσουν καθαρά τα συναισθήματά τους από τον φόβο της υπερέκθεσης στα μάτια όλων, παίρνουν το ρίσκο να καλύψουν τον έρωτά τους με μανδύα φιλίας, ώστε να μη θέσουν σε κίνδυνο την εμβρυϊκή τους αγάπη. Η Μαρκησία έχει βυθιστεί στο πένθος εδώ και έξι μήνες. Όχι πολύ μακριά, ο γείτονάς της, ο Ιππότης, έχει εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να παντρευτεί την αγαπημένη του που τον απαρνήθηκε. Τόσο η χήρα, όσο και ο απελπισμένος εραστής, πιστεύουν ότι δεν έχουν τίποτα άλλο να μοιραστούν παρά τη θλίψη. Αυτό είναι ένα τέλειο σημείο εκκίνησης για κωμωδία! Καθώς οι δύο μοναξιές τους συναντώνται, θέτουν - άθελά τους - ξανά τον χρόνο σε κίνηση. Αλλά ο χρόνος βιώνεται από τους χαρακτήρες του Marivaux, σαν να ζούνε σε ένα αυτοσχέδιο μυθιστόρημα. Επομένως, η μετάβαση από τη φιλία στην αγάπη δεν είναι ποτέ απολύτως βέβαιη. Όπως συχνά συμβαίνει στα έργα του Marivaux, όλα είναι θέμα φινέτσας και ακρίβειας, ενώ το ειδικό βάρος των λέξεων - αναμφίβολα καθοριστικό - κρατά τους χαρακτήρες διαρκώς σε μια κατάσταση επισφαλούς ισορροπίας, με κίνδυνο να καταρρεύσει το συναισθηματικό τους «οικοδόμημα» από τη μια στιγμή στην άλλη. Λέγει ο Βασίλης Παπαβασιλείου για το έργο : Η «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα» ξεκινά από μία συνθήκη πένθους. Οι δύο βασικοί ήρωες πενθούν, η Μαρκησία κυριολεκτικά, γιατί έχει χάσει τον άνδρα της και ο Ιππότης μεταφορικά, γιατί η αγαπημένη του παντρεύεται κάποιον άλλον. Το πένθος, κυριολεκτικό ή μεταφορικό, έχει το ίδιο αποτέλεσμα: ανατροπή της τάξης του κόσμου, διασάλευση της εύθραυστης σχέσης τού μέσα με το έξω. Η Μαρκησία και ο Ιππότης, αν κινδυνεύουν τελικά από κάτι, είναι τα ίδια τους τα λόγια. Εκπρόσωποι ενός κόσμου που είναι σε αποδρομή (το έργο γράφεται 62 χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση), του κόσμου του «αδρανούς συμφέροντος», όπως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την αριστοκρατία, στέκουν μπροστά στα αισθήματά τους σαν μπροστά σε ένα κενό. Έχοντας όλο τον χρόνο στη διάθεσή τους να μιλούν, μην «ξέροντας κάποιες φορές τι λένε», όπως ομολογεί η Μαρκησία. Ή, όπως θα ‘λεγε ο Σαίξπηρ (που είναι η κρυφή μεγάλη αγάπη του Μαριβώ), «λόγια, λόγια, λόγια...». Η ρητορική του αισθήματος υποκαθιστά το αίσθημα και στο φινάλε του έργου οι δυο ήρωες απομένουν σαν άδεια σακιά, στήλες άλατος, μέσα σε ένα μπουρίνι, που κυοφορείτο σε όλη τη διάρκεια του έργου και τώρα ξεσπά (ω, της ειρωνείας!) τη στιγμή που επισφραγίζεται η ένωσή τους. Πιέρ Καρλέ ντε Σαμπλαίν ντε Μαριβώ (Pierre Carlet de Chamblain de Marivaux) Ο Γάλλος συγγραφέας (1688 -1763), ήταν δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος, αλλά, πρωτίστως, θεατρικός συγγραφέας της εποχής του Διαφωτισμού. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας από τη Νορμανδία, σπούδασε νομικά στο Παρίσι και προοριζόταν για δικηγόρος. Ο νεαρός Μαριβώ, όμως, ενδιαφερόταν περισσότερο για τη λογοτεχνία και τα αυλικά θεάματα. Σε ηλικία 20 ετών έγραψε την πρώτη του κωμωδία “Ο Συνετός και δίκαιος πατέρας ή Κρισπίνος, ο ευτυχισμένος κατεργάρης ( le Pèreprudenteté quitable, ouCrispinl’heureuxfourbe)”. Πριν στραφεί στο θέατρο πειραματίστηκε σε διάφορα είδη: μυθιστόρημα-παρωδία, ποίημα μπουρλέσκ ή δημοσιογραφικά δημοσιεύματα. Διασκεύασε, παρωδώντας, έργα των κλασικών συγγραφέων και τα μετέτρεψε σε πρωτότυπα, σύμφωνα με το νεο-επιτηδευμένο πνεύμα που χειριζόταν με «ελαφρύ» τρόπο «μεγάλα θέματα». Έτσι, έγραψε τον “Μεταμφιεσμένο Τηλέμαχο” το 1714-1715 (αναφέρεται στη δυστυχία των Ουγενότων) και την “Διασκευασμένη Ιλιάδα” το 1716, μια παρωδία του έργου του Ομήρου, το τέταρτο δημοσιευμένο έργο του και το πρώτο που υπογράφηκε με το όνομά του. Θεωρούνταν λαμπρός ηθικολόγος, ένας νέος Λα Μπρυγιέρ. Παντρεύτηκε το 1717 με την Κολόμπ Μπουλόν, κόρη ενός πλούσιου δικηγόρου, σύμβουλου του βασιλιά, της οποίας η προίκα επέτρεπε στο ζευγάρι να ζει άνετα. Έχασε τον πατέρα του το 1719. Το 1720 καταστράφηκε οικονομικά εξαιτίας της κατάρρευσης του συστήματος Λω, έχασε τη σύζυγό του το 1723 και έπρεπε πλέον να γράφει θεατρικά έργα για να ζήσει και να μεγαλώσει την κόρη του. Ο Μαριβώ υπήρξε ένας παραγωγικότατος συγγραφέας. Από το 1713 έως το 1755 δημοσίευε σχεδόν κάθε χρόνο. Έγραψε περίπου σαράντα έργα, σε μία ή τρεις πράξεις συνήθως, επτά μυθιστορήματα και παρωδίες, κείμενα σε τρεις εφημερίδες και δεκαπέντε δοκίμια. Άρρωστος από το 1758, πέθανε στο Παρίσι στις 12 Φεβρουαρίου του 1763. Η παράσταση Σ’ ένα μινιμαλιστικό σκηνικό (Άγγελος Μέντης), αρθρωτό όπως ο εγκέφαλος - εν προκειμένω, του συγγραφέα- και με χρωματισμένες ς’ ένα πένθιμο γκρι τις καμπυλωτές στροφές των κυψελών, “ρέουν” τα λόγια και μετουσιώνονται σε ρόλους, οι οποίοι ενσαρκώνονται επιδέξια από τους ηθοποιούς, τους ενδεδυμένους στο γκρίζο και στο μαύρο του πένθους που αντικατοπτρίζει τη συνθετότητα της εποχής την οποία αντανακλά το έργο. Έξι ηθοποιοί υπό την καθοδήγηση του μαέστρου αναπαράστασης της γαλλικής φαρσο- κωμωδίας, Βασίλη Παπαβασιλείου, ξεδιπλώνουν το ταλέντο τους και μέσα από την τεχνική της Κομέντρια ντελ’ άρτε, ερμηνεύουν, αφηγούνται, απογειώνουν τη φάρσα, στεφανώνουν τους υπαινιγμούς, τις προφάσεις, τις ιδιοτροπίες του κειμένου (φόβος, ανασφάλεια, πρόκληση, αγάπη, κίνδυνος, υποκρισία, αυθορμητισμός), έτσι όπως τις γέννησε η ευστροφία του Μαριβώ , ο οποίος αρέσκονταν στη μεταφυσική προσέγγιση του έρωτα, χαρίζοντας γενναιόδωρα στο κοινό, ευφορία. Η ρομαντική,λόγια κωμωδία του δέκατου όγδοου αιώνα παίζεται ακριβώς όπως θα ήταν αναμενόμενο, στην παράσταση αυτή. Με άλλα λόγια η αδυναμία και η δύναμή της είναι οι ευδιάκριτες εκπλήξεις σε μια, κατά τα άλλα, στιβαρή, αξιόπιστη παράσταση. Ο τελειομανής διανοούμενος σκηνοθέτης και μεταφραστής Βασίλης Παπαβασιλείου, ο οποίος σκηνοθετεί για πέμπτη φορά Μαριβώ και παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αυτό το έργο, βυθίζεται στην αγαπημένη του γαλλική γλώσσα και δίνει προτεραιότητα στις παρεξηγήσεις, τις αναλήθειες και τη χρήση ψεύτικων και σημασιολογικών ολισθήσεων, μέσα από την τεχνική και την τέχνη του. Οι θεατές ακούμε και βλέπουμε τον εκπαιδευμένο θίασο ηθοποιών της παράστασης να ερμηνεύει το κείμενο με θαυμαστή ακρίβεια, νιώθουμε την προσοχή στη λεπτομέρεια, ακόμα και τις μικροαναπνοές, μέσα σε ένα «αντίγραφο» όπου τονίζονται ιδιαίτερα οι χυμώδεις λέξεις κι έρχονται στην πλατεία πλήρεις υπαινιγμών αλλά και σαφών νοημάτων. Στο αυτί, το σύνολο φτάνει με αξιοσημείωτη ρευστότητα, διαύγεια και ευκολία. Στην καθοδήγηση των ηθοποιών ο σκηνοθέτης έχει διδάξει έτσι την εκφορά του λόγου ώστε το απόσταγμα των λέξεων να ρέει μέσα τους. Οι έξι ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε. υπηρετούν τους ρόλους τους με πειθαρχία στη σκηνοθετική γραμμή αλλά και με την υποκριτική δεινότητα που ο καθένας απέκτησε από την εμπειρία του κι από το ένστικτό του. Εκφράζονται έντονα, όπως κι οι μάσκες της Κομέντια κωμωδίας, μέσα από την εκφραστική χειρονομία και τα λάτσι (χωρατά, σκηνικά παιχνίδια), τα οποία και αποτελούν έναν πιο εκλεπτυσμένο αλλά πάντοτε παιγνιώδη τρόπο διαμόρφωσης του διαλόγου και με την χρήση όλων των παραγλωσσικών στοιχείων της υπόκρισης του ηθοποιού. Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ αξιέπαινοι, δημιουργούν γκρίζα ατμόσφαιρα και δίνουν υπόσταση στη μεγάλη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου. Ιδιαίτερα εντυπωσιακές, οι εκλάμψεις στην τελευταία πράξη, όπου και εκρήγνυται το «ηφαίστειο» τη στιγμή που επισφραγίζεται η ένωση του ερωτευμένου ζευγαριού της ιστορίας. Ο Γιώργος Καύκας, είναι ένας απολαυστικότατος Ιππότης. Χρησιμοποιεί τη μανιέρα του με τρόπο αριστοτεχνικά αποτελεσματικό, ώστε ταυτίζεται με τον θεατρικό ήρωα του 18ου αιώνα. Μεγιστοποιεί προς όφελος του έργου τα ακκίσματα της γλώσσας και του σώματός του και μετατοπίζεται εύστροφα, άμεσα, με χαριτωμένο παιγνιώδη τρόπο από τη σοβαρότητα στην υποκρισία, από το δήθεν στο το αληθινό. Εξαιρετικός υπηρέτης Λουμπέν ο Γιώργος Κολοβός, ηθοποιός με ευρύτατη γκάμα, πλάθει έναν αρλεκίνο, έναν μπαγαπόντη, καταφερτζή και ερωτευμένο υπηρέτη με σπινθηροβόλο πνεύμα κι εύπλαστο κορμί ενώ δείχνει να διασκεδάζει εξ ίσου με τους θεατές. Αμφίδρομη υπόθεση , αναπάντεχη διάδραση. Η πλατεία χαίρεται στον ίδιο βαθμό και τον Θέμη Πάνου, έναν σπουδαίο ηθοποιό, δοκιμασμένο σ’ όλο το εύρος της θεατρικής υπόκρισης. Είναι ο Ορτένσιος που κερδίζει πολύ γρήγορα το κοινό και φέρνει μια κωμική φλέβα στη σκηνή, πρωτόγνωρη για πολλούς θεατές που τον θαυμάζουμε. Ο Ταξιάρχης Χάνος δίνει έναν χλιαρό, άνευρο Κόμη, υποθέτω, έτσι όπως τον φαντάστηκε ο συγγραφέας. Η Ζωή Μυλωνά, Λιζέτ και η Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Μαρκησία, κινούνται με άνεση και τεχνική , στο πλαίσιο της σκηνοθετικής γραμμής. Την κίνηση επιμελήθηκε ο εξαιρετικός Δημήτρης Σωτηρίου, ενώ πρωτότυπη μουσική δεν γράφτηκε αλλά τις μουσικές επιλογές έκανε η Νικολέττα Φιλόσογλου.
(Σκηνή: Βασιλικό θέατρο) Εθνικής Αμύνης 2 Τηλέφωνο: 2315 200 200 Διάρκεια παράστασης: 110 λεπτά χωρίς διάλειμμα Παραστάσεις: Τετάρτη, Κυριακή (19.00), Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο (21.00).
|