Σχετικά άρθρα
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Σάββατο, 10 Σεπτέμβριος 2016 07:50 |
Φιλοκτήτης του Γιάννη Ρίτσου
Η παράσταση που παρουσιάστηκε στο «ELAIώNAS Festival 2016» και, στη συνέχεια, ταξίδεψε στο Φεστιβάλ Βόλου και στο Bουκουρέστι στο UNDERCLOUD - Festival de Teatru Independent de Orice, παίζεται στη συνέχεια στο Βρυσάκι, από τις 5 Σεπτεμβρίου, και κάθε Δευτέρα και Τρίτη, για 8 μόνο παραστάσεις.
Η υπόθεση (Από το δελτίο τύπου) Καλοκαιριάτικο απόγευμα, σε μια ερημική ακρογιαλιά νησιού-ίσως της Λήμνου. Δέκατος χρόνος του Τρωικού πολέμου. Ο χρησμός λέει πως χωρίς τον Φιλοκτήτη και τα όπλα του Ηρακλή που αυτός έχει, η Τροία δεν κατακτιέται. Τον Φιλοκτήτη, στο έρημο νησί που τον έχουν εγκαταλείψει οι σύντροφοί του καθ’ οδόν προς την Τροία, τον επισκέπτεται ο Νεοπτόλεμος, ο γιός του Αχιλλέα, παρέα με τον Οδυσσέα. Προσπαθεί να του αποσπάσει τα όπλα. Να πείσει τον ήρωα να επιστρέψει στη μάχη. Ο Φιλοκτήτης ακούει βουβός τον Νέο. Το έργο Στο «Φιλοκτήτη» που τον έγραψε το 1965 σε ηλικία πενήντα-τεσσάρων χρονών, ο Ρίτσος φέρνει για ακόμα μια φορά όπως και στην «Σονάτα του σεληνόφωτος» γραμμένη το 1956 και στο μυθολογικό ποίημα «Χρυσόθεμις» που θα ακολουθήσει το 1970, τον ομιλούντα ήρωα σε αντιπαράθεση με ένα πρόσωπο το οποίο τον ακούει βουβό. Στη Σονάτα είναι ένας νέος, μια δημοσιογράφος έρχεται να ζητήσει συνέντευξη από την ξεχασμένη ηρωίδα στην Χρυσόθεμη, στον «Φιλοκτήτη» το βουβό πρόσωπο είναι ο ίδιος ο ώριμος Φιλοκτήτης σε μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιστροφή που θέλει έναν νεαρό, ερωτικό άντρα, πιθανώς τον Ιππόλυτο, να γίνεται ο φορέας του λόγου που αναμετράται με τον σεβάσμιο «φίλο». Ο νέος έρχεται φέροντας ενοχή για μια προδοσία που δεν διέπραξε κι οργισμένος γι’ αυτό, έρχεται μέσα από τις φωτιές ενός πολέμου που δεν τον προκάλεσε, έρχεται από έναν κόσμο με ανεκπλήρωτα ιδανικά, νικηφόρες απάτες και ηθικές συνθηκολογήσεις. Είναι η ώρα του ηλιοβασιλέματος, η σελήνη που πάντα επιβάλλεται στους μονολόγους του Ρίτσου είναι εδώ παρούσα, φτενή όμως, αφανής, ηττημένη, πριν το σκοτάδι της δώσει μια παραπάνω δύναμη και λάμψη. Καλοκαίρι, νεαροί ναύτες ακούγονται από κάπου, αόρατοι, τα γέλια κι οι κουβέντες τους, μια υπόμνηση της ερωτικής νιότης που θυσιάζεται σε έναν πόλεμο αλλότριων συμφερόντων. Ο Φιλοκτήτης έχει μιλήσει, ο λόγος του έχει κατακάτσει, ήταν ένας λόγος ανάγκης μετά την πολύπονη σιωπή της εξορίας, ήταν όμως κι ένας λόγος μάταιος που δεν ακούστηκε, ούτε θα ακουστεί. Ο νεαρός άντρας αρθρώνει τον αντίλογο μέσα από μια συναισθηματική και ψυχική έξαρση και ταυτόχρονα χωρίς να λησμονάει την δύσκολη αποστολή του. Να πείσει τον ήρωα που κατέχει τα ανίκητα όπλα του Ηρακλή να ξαναγυρίσει στη μάχη, να γίνει ο σωτήρας του στρατού ο οποίος τον εξοβέλισε και τον εγκατέλειψε στο νησί. Τα όπλα αποτελούν ένα κυρίαρχο συμβολισμό, είναι ταυτόχρονα η φαλλική δύναμη του ήρωα, η ανταμοιβή του για μια πράξη ανθρωπιάς κι η αιτία για την οποία τον προσεγγίζουν εκείνοι που τον εγκατέλειψαν, η πολεμική του αξία, η υπονομευμένη δύναμή του. Η σπηλιά μέσα στην οποία διαδραματίζεται ο μονόλογος, εμφανίζεται ως ένας πρωτόγονος τόπος καταφυγής, ένας τόπος μοναξιάς. Ο νέος δεν αντιπαραθέτει μόνο επιχειρήματα στο «δικανικό» του που θυμίζει μονολόγους αρχαίας τραγωδίας, παραθέτει επίσης σκέψεις και γεγονότα, απογυμνώνει το εσωτερικό του τοπίο, ξέρει πως ο λόγος του δεν δύναται να είναι ψεύτης αλλιώς θα είχε σταλεί στη θέση του ο άμεσα ενδιαφερόμενος, ο Οδυσσέας, εκείνος που στα ψέματα και στις απάτες είναι δεξιοτέχνης. Δεν επιδιώκει να πείσει τον ήρωα ο νέος αλλά να αντλήσει από αυτόν παρηγορία, γι’ αυτό και του αποκαλύπτεται. Ερωτικά σε ένα πρώτο επίπεδο παραδίδοντάς του τις πιο απόκρυφες σκέψεις και συναισθήματα, τις θαμμένες του αγωνίες και ερωτήματα σαν σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Πολιτικά σε μια δεύτερη διάσταση, αγγίζοντας την πιο βαθιά πληγή του Φιλοκτήτη, την εξαθλίωση εξ αιτίας της οικείας προδοσίας, μια μοίρα που δεν του άξιζε. Και υπαρξιακά σε ένα τρίτο και πιο βαθύ επίπεδο, τοποθετώντας τον στη θέση του ενήλικα εαυτού του και βλέποντας προφητικά την νιότη του να εκφυλίζεται μέσα από το χρόνο και τις διαψεύσεις, έτσι όπως λεηλατήθηκε κι η ρώμη του συνομιλητή του.
Η σιωπή του Φιλοκτήτη δεν αναιρεί την επί σκηνής παρουσία του, αντιθέτως την ισχυροποιεί μέσα από αυτήν την αόρατη «συναίσθηση» που υλοποιείται ανάμεσα στους δύο άντρες. Ίσως θα μπορούσε να είναι κι ο ίδιος ο ποιητής που επιτέλους σιωπά αφήνοντας τον ήρωα του να μιλήσει στη θέση του για την κούραση εκείνων που φορτώνονται το βάρος της ιστορίας, που οφείλουν χωρίς καν να γνωρίζουν την σκοπιμότητα της πράξης τους, να πληρώσουν τιμήματα ανώφελα αντιμέτωποι με τον ηρωισμό αλλά και τα λάθη των προγόνων τους, των γεννητόρων τους, των καθοδηγητών τους. Ζητά από τον Φιλοκτήτη να διαπράξει την «έσχατη» προδοσία, να προδώσει δηλαδή τον ίδιο του τον εαυτό, να παραδώσει τα όπλα και την ύπαρξή του στους συμπολεμιστές που έγιναν εχθροί του, ώστε εκείνοι να κερδίσουν μια νίκη που δεν τον αφορά πια κι όλα αυτά στο όνομα μιας πατρίδας που ψυχορραγεί και μιας ιδεολογίας διάτρητης πια κι εξ ίσου προδομένης. Γνωρίζοντας την σχέση του ποιητή με τον Άρη Βελουχιώτη για τον οποίο στα τριάντα-έξη του, το -47, έχει γράψει το ποίημα «Υστερόγραφο της δόξας», γνωρίζοντας και την εμπειρία του ως εξόριστου με παραθερισμό πολύχρονο κι επώδυνο λόγω και της εύθραυστης υγείας του στα νησιά Μακρόνησο, Λήμνο, Άγιο Ευστράτιο κι αργότερα με την δικτατορία, Γυάρο και Λέρο, ανιχνεύουμε τις αναλογίες. Δεν μπορεί παρά να μας έρθει στο νου η προδοσία του ήρωα της αντίστασης από εχθρούς και φίλους, η διαγραφή του από το ΚΚΕ, το τραύμα της παράδοσης των όπλων με την συνθήκη της Βάρκιζας, μετά από την σκοτεινή συμφωνία του Λιβάνου, η διφορούμενη στάση του Ζαχαριάδη, η καταδίωξη κι η αυτοκτονία του Άρη μετά από την παγίδευσή του που σήμανε και το τέλος της ελπίδας για την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας και την οριστική παράδοσή της στις ξένες δυνάμεις που αντικατέστησαν την Γερμανική κατοχή αλλά κι η δίωξη των αριστερών με την παραβίαση των όρων της συμφωνίας, την οποία βίωσε και ο ίδιος ο ποιητής. «Τι κερδίσατε άλλωστε; τι κερδίσαμε;» Αναρωτιέται ο νέος και το ερώτημα του αυτό θα μπορούσε να κάνει όλες τις πληγές του Φιλοκτήτη να αιμορραγήσουν ξανά. Μια αναμέτρηση με το αρχαίο παρελθόν, με την νεώτερη ιστορία με τις δόξες ενός έθνους που πρόδωσε και προδίδει διαρκώς τους ήρωες του κι έτσι καταλήγει πάντα καταδικασμένο παρά την γενναιότητα και την ακμή που του κληροδοτήθηκε, να διχάζεται και να καταστρέφεται… Μια αντανάκλαση της αρχαίας ομηρικής ιστορίας στο «παρόν» του εμφυλίου σαν τα τραύματα του αρχαίου ήρωα να ταυτίζονται με τα τραύματα των ιδεολόγων αριστερών του αιώνα του ποιητή σε μια διαρκή αντιπαράθεση της ιστορικής συνθήκης ανά τους αιώνες. Ο νέος μιλάει στον ώριμο άντρα; Ο αντάρτης μιλάει στον αρχαίο πολεμιστή που όπως κι αυτός προδόθηκε; Ο εραστής μιλάει στον ερωμένο του; Ο «αρχαίος» ωστόσο σιωπά. Μαρμαρωμένος από την ιστορία και τη μοίρα του, μπορεί πια μόνο να «ακούει» κι ακούγοντας να ταξιδεύει στο χρόνο, ως τις μέρες μας, τις μέρες που ένα παλλαϊκό «ΟΧΙ» έγινε «ναι» μέσα από μία ακόμα εθνική προδοσία. Έχει πει άλλωστε ό,τι ήταν να πει, πριν καν αρχίσει το έργο, μέσα στον δικό του πεπερασμένο χρόνο και χώρο. Ο νέος μιλάει τώρα, κι ο λόγος του κατακάθεται πάνω σε παρελθόν και μέλλον. Έχει την αποστολή να ορίσει το τίμημα μιας αρχαίας προδοσίας που επαναλαμβάνεται στο διηνεκές, καλείται να πείσει τον βουβό συνομιλητή του, να παραδώσει τα ιερά του όπλα και να υποφέρει εκ νέου το τίμημα της ανδρείας του, να χρησιμοποιηθεί ξανά από αυτούς που πίστεψε, από αυτούς που εμφύσησαν μέσα του την επιθυμία για νίκη και ελευθερία. Η κατάρα ταξιδεύει στους αιώνες, ο νέος αναρωτιέται αν μπορεί κανείς να χαράξει μι άλλη πορεία, να ξεγλιστρήσει από την αρχαία προδοσία… Στο τραπέζι που κάθισε είχε αόρατους συνδαιτυμόνες τους προγόνους του, τους νεκρούς κι έφαγαν από το ίδιο πιάτο, ήπιαν από το ίδιο ποτήρι, το δικό τους φαγητό ήταν και των νεκρών. Το χέρι του «νεκρού», με δάκτυλο επιτιμητικό τους χτύπησε στον ώμο, θυμίζοντας τους πως όπως προδόθηκε εκείνος έτσι θα προδοθούν κι αυτοί, ότι η μία προδοσία σέρνει την επόμενη, ότι η κατάρα των παλαιών θα μαστίζει τους απογόνους τους. Κι όλα αυτά χωρίς καμία παρουσία, χωρίς να έχει υπάρξει επίγνωση. Στρέφανε να δούνε: Τίποτα… Και αντιμέτωπος με τον ήρωα ο νέος διατυπώνει με ειλικρίνεια το κυρίαρχο ερώτημα που αντιστρέφει τον στόχο του: «Γιατί ήρθαμε, γιατί πολεμήσαμε, γιατί και πού επιστρέφουμε;». Ο Φιλοκτήτης θα ακολουθήσει σ’ αυτήν την νέα μάχη, ο πολεμιστής δεν μπορεί παρά να πολεμάει, ο εραστής και νεκρός ακόμα θα ερωτεύεται, ο δίκαιος και τον εαυτό του θα πρόδιδε για να μην προδώσει τις αξίες του. Υπάρχει όμως τώρα μια συνειδητοποίηση που μετατρέπει τις πράξεις των δύο προσώπων του έργου από ηρωικές σε τραγικές. Ο αγώνας είναι μάταιος. Η «Τροία» η όποια Τροία, είναι το έπαθλο για τους ισχυρούς της γης κι όχι το δώρο της ανδρείας των ηρώων. Η νίκη θα ισοδυναμεί με ήττα, θα έχεις πολεμήσει, θα έχεις ματώσει, για να διαπιστώσεις έκπληκτος πως οι εχθροί που νίκησες δεν ήταν οι πραγματικοί σου αντίπαλοι. Πως ότι κέρδισες το κέρδισες για λογαριασμό άλλων, εκείνων που εύκολα «δρασκελούν» την ύπαρξή σου για να κατακτήσουν δικούς τους υστερόβουλους στόχους. Και πως αυτοί που στάθηκαν πλάι σου, που πολέμησαν μαζί σου, αυτοί εν τέλει θα σε εξοντώσουν, αυτοί θα σε παραδώσουν στη λήθη, αυτοί θα καρπωθούν τις νίκες σου. Όταν όμως τα δύο αυτά πρόσωπα, ο Φιλοκτήτης κι ο νέος, ετοιμάζονται να ριχτούν σ’ έναν τέτοιο μάταιο αγώνα ενώ γνωρίζουν την ματαιότητα του, δεν είναι απλά ήρωες, έχουν κάνει μια τρομακτική υπέρβαση κι έχουν γίνει σύμβολα, έχουν καταγραφεί στη συλλογική, κυτταρική μας μνήμη με εκθαμβωτική σαφήνεια. Κι αυτό είναι το κλειδί του έργου που καλείται να χρησιμοποιήσει ο σύγχρονος αναγνώστης του, για να ξεκλειδώσει τον ποιητικό λόγο του Ρίτσου και να τον αποδώσει στο σήμερα ή στην αιωνιότητα. Η παράσταση Ο Φεζολάρι λειτούργησε απέναντι στο κείμενο που καλέστηκε να διαχειριστεί με ευαισθησία και εσωτερικότητα. Απέδωσε τον λόγο του νέου αισθαντικά, συγκινητικά, με αποχρώσεις, αντιθέσεις και εντυπωσιακή αμεσότητα. Μας έδωσε μια γεύση του ποιητικού λόγου και της σημασίας του χωρίς να επιχειρήσει παράταιρους τονισμούς και βλάσφημες υπερβολές. Η περφόρμανς κορυφώνεται με την παρουσία μιας γυναίκας-ηθοποιού, της κυρίας Ρέδη, ντυμένης στα κόκκινα η οποία με το τραγούδι της γίνεται ο «χορός» που έχει συμμεριστεί το δράμα των ηρώων, που το συντροφεύει μ’ ένα μοιρολόγι και ταυτόχρονα το μεταφέρει σε κάθε τόπο και κάθε εποχή, σαν σύμβολο της ανθρώπινης περιπέτειας. Σαν αντικατοπτρισμός της ερήμου το τραγούδι έρχεται από μακριά, από έναν άλλο κόσμο για να υπογραμμίσει την οικουμενικότητα του ανθρώπινου πένθους και να μετατρέψει το συμβάν σε «κοινή» για όλους μας εμπειρία, δίνοντάς του μια ευρύτερη ιστορική σημασία.
Κείμενο: Γιάννης Ρίτσος Σκηνοθεσία: Σίσσυ Παπαθανασίου Σκηνικόςχώρος- Κοστούμια: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη Μουσική: The Milena principle project Δ/νση Παραγωγής: Νεφέλη Συρίγου Φωτογραφία: Frank James Johnson και Αντώνης Κωνσταντουδάκης Αφίσα-Σχεδιασμός έντυπου & ηλεκτρονικού υλικού:A4artdesign/Vasso Avramopoulou. Ερμηνεύει ο Ένκε Φεζολλάρι Συμμετοχή-τραγούδι: Βέφη Ρέδη Βρυσάκι, Χώρος Τέχνης & Δράσης Bρυσακίου 17 Πλάκα Τηλέφωνο: 210 3210179 e-mail: vryssaki@sinthesis.gr Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη, έως 27 Σεπτεμβρίου ΏραΈναρξης: 21.30 ΔιάρκειαΠαράστασης: 50 λεπτά (χωρίς διάλειμμα) ΤιμέςΕισιτηρίων: 8 € (γενική είσοδος), 5 € (μειωμένο για φοιτητές και κατόχους ανεργίας ΟΑΕΔ)
|