Σχετικά άρθρα
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ 2018 |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τρίτη, 06 Νοέμβριος 2018 10:43 | |||
Θεοδόσης Πελεγρίνης
-Έχεις ανησυχία για το μέλλον της φυλής μας; -Ανησυχία; Απλή περιέργεια για το που θα καταλήξει αυτή η ιστορία. -Στο τέλος της. Ό,τι αρχίζει, κάποτε τελειώνει»…
Ο πολυπράγμων και εξαιρετικά ευφυής καθηγητής φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, που μέσα από τις παραστάσεις του αξιοποίησε την αντίληψη πως η φιλοσοφία και το θέατρο είναι χώροι εξόχως συγγενικοί και συμπληρωματικοί, γεννήθηκε το 1948 στο Σουδάν από γονείς που ήταν Καρπάθιοι της διασποράς. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, του οποίου αναγορεύθηκε διδάκτωρ. Από το 2006 έως το 2012 παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πρωτότυπα θεατρικά έργα σχετικά με τη φιλοσοφία. To 2007 έλαβε το Α΄ Κρατικό βραβείο δοκιμίου-κριτικής για το έργο του «Από τον πολιτισμό στην πείνα».Τον Οκτώβριο του 2014 τιμήθηκε από το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Λονδίνου, με το βραβείο καλύτερης ερμηνείας στην ταινία Πανδημία του Δημήτρη Πιατά. Φέτος ένα ακόμα θεατρικό έργο του Θεοδόση Πελεγρίνη ανέβηκε στο θέατρο Αλκμήνη σε σκηνοθεσία Άννας Σωτρίνη. Τους δύο ρόλους έχουν αναλάβει να ενσαρκώσουν ο ίδιος κι ο Γιάννης Παπαθύμνιος. Μιλάμε για το έργο που μέσα από τον σαρκασμό, το χιούμορ και την τρυφερότητα επιχειρεί να εκμεταλλευτεί δημιουργικά τόσο την νοηματική αξία της φλυαρίας όσο και της σιωπής. Υπάρχει μια υπαρξιακή διαπλοκή όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι δύο ήρωες του έργου αντιμετωπίζουν την γήινη διάστασή τους και την ροή της ιστορίας τους; Τι είναι αυτό που δημιουργεί τα ερωτήματα τους; Δεν υπάρχει «γιατί». Όταν συμβαίνει κάτι, είναι επειδή τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι, για να γίνει ό, τι έγινε. Αν τα πράγματα είχαν πάρει άλλη τροπή, θα είχε γίνει κάτι άλλο –γιατί πάλι τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί έτσι για να γίνει αυτό το κάτι άλλο. Ο Μάκης και ο Λάκης, οι δυο ήρωες του έργου, ρωτάνε, απλώς για να περνάει η ώρα τους.
Που θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει όλα αυτά που διαρρέουν καθώς πέφτουν σε ένα τρύπιο βαρέλι. Μετακινούνται σε μια άλλη διάσταση, επιδρούν με έναν άλλο τρόπο ως απολεσθέντα ή απλώς εξαφανίζονται; Το άλλο πεδίο αναζήτησης, σε αντιπαραβολή προς εκείνο της πραγματικότητας, είναι η φαντασία. Ασφαλώς και θα μπορούσαν οι δυο ήρωες του έργου, μπροστά στο αδιέξοδο της ζωής τους, να καταφύγουν στην φαντασία, στην ψευδαίσθηση. «Η ψευδαίσθηση είναι γλυκιά και χρήσιμη άμα την πιστεύεις», λέει κάπου ο Λάκης. Αρνούνται όμως να την πιστέψουν και έτσι το μόνο που τους μένει είναι είτε να φλυαρούν ακατάσχετα είτε να σιωπούν εφιαλτικά νομίζοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δώσουν νόημα στην ζωή τους, για να διαπιστώσει, στο τέλος, ο Λάκης: «Μάκη είμαστε αφελείς. Είμαστε αφελείς, Μάκη» –οι τελευταίες, κατ' ουσίαν, φράσεις του έργου.
Η αρχή και το τέλος των πραγμάτων έχουν κάποιο σημείο συνάντησης, μια εκδοχή αλληλεπίδρασης ή απλώς ελίσσονται σε σπείρα με ανοδική ή καθοδική πορεία; Ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω. Είναι μια ευθεία πορεία η διαδρομή των ηρώων του έργου, προ-δια-γε-γρα-μμέ-νη. «Αυτή η ανεξήγητη ελευθερία μας πια», αποφαίνεται ο Λάκης, «να δικαιολογούμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την παρουσία μας –όταν μάλιστα το άδοξο τέλος μας από την πρώτη στιγμή της εισόδου μας στην ζωή καλπάζει αγέρωχο!». Πως επιδρά το χιούμορ κι ο αυτοσαρκασμός στην ψυχοσύνθεση των θεατών και τι συναισθήματα αφυπνίζει; Το χιούμορ, και γενικά το γέλιο, του οποίου το χιούμορ αποτελεί μια από τις εκφάνσεις του, δεν είναι αθώο. Κάθε άλλο μάλιστα. Πρόκειται για μιαν έμμεση, πλην όμως άγρια επίθεση του χρήστη της προς τον στόχο του. Η χρήση του χιούμορ, λοιπόν, στο έργο, έρχεται να τονίσει ακόμη περισσότερο το τραγικό φαινόμενο της ζωής μας. Όταν ο Λάκης ρωτάει τον Μάκη ποιο είναι το νόημα της ζωής και ο Μάκης απαντά «28», ο Μάκης επικαλείται την δύναμη του χιούμορ για να δείξει (όχι απλώς να πει) ότι η ζωή δεν έχει νόημα και, κατ’ επέκταση, το να ρωτάμε ποιο είναι το νόημα της ζωής είναι ένα ανόητο ερώτημα. Για σκεφτείτε, αν ο Μάκης, αντί της βασισμένης στο χιούμορ απάντησής του, έλεγε στον Λάκη απλά, με την δέουσα σοβαρότητα: «η ζωή δεν έχει νόημα». Τι απήχηση θα είχε η «σοβαρή» απάντησή του; Άλλωστε την φράση «Η ζωή δεν έχει νόημα» την μεταχειριζόμαστε κατά κόρον στην καθημερινή επικοινωνία μας χωρίς τελικά να λέμε τίποτα.
Τι λυτρώνει, τι σκλαβώνει και τι απελευθερώνει η αναμέτρηση του θεατή με αυτό το κείμενο κι αυτή την παράσταση; Ο στόχος μου ως συγγραφέως δεν είναι το έργο να υποδείξει στον θεατή έναν δρόμο διαφυγής από το αδιέξοδο, αλλά να τον παρασύρει να δει τα πράγματα όπως είναι, να συνειδητοποιήσει τον εγκλωβισμό του στο αδιέξοδο της ζωής. Τα υπόλοιπα, η ανάγκη και ο τρόπος διαφυγής του από το αδιέξοδο, είναι δική του δουλειά. Είμαι εν προκειμένω, να το πω αλλιώς, σωκρατικός. Επιδίωξή μου δεν είναι να προσφέρω στον θεατή λύσεις, αλλά να τον προτρέψω να αναζητήσει, να ψάξει να βρει λύσεις. Τι δυσκολίες και τι πλεονεκτήματα έχει η αναμέτρηση ενός φιλοσόφου με την υποκριτική τέχνη; Εννοείτε, υποθέτω, με τον όρο «υποκριτική τέχνη» την τέχνη του θεάτρου, Δυσκολίες σχετικά με την αναμέτρηση του φιλοσόφου προς την τέχνη του θεάτρου υπάρχουν και είναι ποικίλες και υποκειμενικές, όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε εγχείρημα, κι αυτές δεν νομίζω ότι ενδιαφέρουν κανέναν πέρα από τον φιλόσοφο και γενικότερα τον δημιουργό. Όσον αφορά στα πλεονεκτήματα που λέτε μπορώ να σας απαντήσω επικαλούμενος ένα ιστορικό παράδειγμα: τους Διαλόγους του Πλάτωνα. Ο καθένας των είναι τοποθετημένος σε ένα σκηνικό όπου αναπτύσσονται με την διαλεκτική τέχνη του θεάτρου. Αυτό ήταν ένα εφεύρημα του Πλάτωνα, επιτυχές χωρίς αμφιβολία, αν σκεφτεί κανείς την απήχηση που εξακολουθούν ω τις μέρες να έχουν οι Διάλογοί του. Ποια είναι η σχέση (αν υπάρχει) του έργου αυτού με το θέατρο του παραλόγου; Είναι νομίζω μέσα στην καρδιά αυτής της γραφής θεάτρου. Δεν αποσκοπεί στην παρουσίαση μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας, αλλά στοχεύει στην ανάδειξη μηνύματος και την εσωτερική δράση των ηρώων μέσα από διαλόγους καθημερινούς και ασύμμετρες σιωπές που ενίοτε είναι πιο αποκαλυπτικές από τα λόγια.
Μιλήστε μου για την συνεργασία σας με την σκηνοθέτιδα του έργου. Είναι η δεύτερη φορά -μετά τη Αυτοβιογραφία- που συνεργάζομαι με την κυρία Άννα Σωτρίνη, που επιδίωξα, για να είμαι ακριβής, να συνεργαστώ μαζί της. Δεν είναι μόνο ότι κατέχει την τεχνική του θεάτρου και των συμπαρομαρτούντων (φωτισμοί, σκηνογραφία κ.ά.τ.), αλλά είναι και η ευαισθησία της και η παιδεία της και η εργατικότητά της και η μεθοδικότητα της που υπαγορεύουν σε έναν ηθοποιό ̶ και ειδικά έναν ηθοποιό, όπως εμένα, ερασιτέχνη με την τρέχουσα σημασία του όρου και την κυριολεκτική σημασία του όρου, του εραστού της τέχνης ̶ να αναζητά την συνεργασία της. Η ανάγνωση εκ μέρους της του «Τρύπιου Βαρελιού» είναι άκρως ενδιαφέρουσα και διεισδυτική.
Τα υπόλοιπα στην Σκηνή!
|