ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΕΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη Πολύς κόσμος. Τόσος , όσο να γίνει προϋπόθεση για ένα «μεγάλο πατιρντί μπρε», για έναν σαματά απερίγραπτο, έναν τσακωμό άγριο, μια φιλονικία απρόσμενη , μια κόντρα άνευ προηγουμένου, επειδή δεν ξανάγινε τούτο το ξεκατίνιασμα στην είσοδο αρχαιολογικού χώρου. Ο καυγάς για τις προσκλήσεις. Στην παραγωγή φάνηκε σαν ένα πράγμα «είδα πόρτα ανοικτή και μπήκα». Στους θεατές έλαμψε το δίκιο απ’ την ανάποδη. Τους έδωσαν το «ελευθέρας», το πήραν και πήγαν. Να θεατριστούν. Με τα πολλά (έγιναν διάφορα αχαρακτήριστα, ειπώθηκαν άλλα τόσα άπρεπα, ανάρμοστα) γέμισε ασφυκτικά το κοίλο, βολεύτηκαν καλοπληρωτές και τζαμπατζήδες . Λάθος κίνηση του Ρήγα ν’ αναμιχθεί σ’ όλο αυτό το νταβαντούρι . Σαν «υπεράνω» έπρεπε να μείνει αμέτοχος και ν’ αφήσει να εκτονωθούν τα επεισόδια, όπως κι έγινε. Αντ’ αυτού, κατέβηκε στο ταμείο, ταλαιπωρήθηκε, συγχίστηκε, φώναξε, ίδρωσε κι αποχώρησε εκνευρισμένος. Όμως, έξυπνος άνθρωπος, έστειλε τον κομπέρ της μαστοριάς στη σκηνή , ο οποίος με δυο σωστά λόγια έστρωσε την «ανωμαλία». Σε δευτερόλεπτα ο μεγάθυμος και γαλαντόμος Ρήγας δέχτηκε θύελλα χειροκροτημάτων ευαρέσκειας. Κι η παράσταση, επιτέλους, άρχισε. Έξυπνη, αβανταδόρικη είσοδος Χορού με άνδρες να υποδύονται γυναίκες, κερδίζει αυτοστιγμεί τους θεατές και προμηνύει τη συνέχεια. Ένα λαϊκό πανηγύρι. Ο Αλέξανδρος Ρήγας στηρίζει τις ιδέες του για την ιδιαίτερη διασκευή των «Εκκλησιαζουσών» στον Πολύβιο Δημητρακόπουλο (1864 – 1922), θεατρικό συγγραφέα, ποιητή, μυθιστοριογράφο, δημοσιογράφο, εκδότη και μεταφραστή. Έγινε διάσημος στην εποχή του με το φιλολογικό ψευδώνυμο Πολ Αρκάς (Paul Arcas). Είχε γεννηθεί στην Κυπαρισσία. Ήταν από τους πρώτους που έκαναν μετάφραση των έργων του Αριστοφάνη. Η υπόθεση του έργου είναι μάλλον δημιούργημα της φαντασίας του Αριστοφάνη, ωστόσο τοποθετείται χρονικά σε μια εποχή που θεωρείται πιθανό ότι πράγματι οι γυναίκες της Αθήνας αντιδρούσαν εμπράκτως στην αντρική εξουσία. Ενδεχομένως γραμμένη το 391 ή το 392 π.Χ., λιγότερο από μία δεκαετία πριν ο Αριστοφάνης αποβιώσει, ασχολείται με την πολιτική , περισσότερο δε με μία πλευρά της, αυτή της πειθούς. Οι «Εκκλησιάζουσες» παραμένουν, ωστόσο, μία ακόμα πολιτική κωμωδία-σάτιρα, στην οποία για άλλη μια φορά ο ποιητής τάσσεται υπέρ των γυναικών. Μαζί με τον «Πλούτο», θεωρούνται κωμωδίες καταστάσεων και αποτελούν τις «γέφυρες» μετάβασης από την αρχαία στη νέα αττική κωμωδία. Η δυναμική και κατεργάρα Πραξαγόρα είναι εκείνη που θ’ αναλάβει τα ηνία της γυναικείας επανάστασης, με μοναδικό στόχο την αλλαγή ολόκληρης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Οι γυναίκες, λοιπόν, πηγαίνουν αξημέρωτα στην Εκκλησία του Δήμου μεταμφιεσμένες σε άντρες, σύμφωνα με το σχέδιο της Πραξαγόρας, και πετυχαίνουν να δοθεί η εξουσία στις ίδιες, ως τελευταία ελπίδα για να σωθεί η πόλη απ’ το ναυάγιο. Πώς θα είναι η ζωή από δω κι εμπρός; Γλέντι, κοινοκτημοσύνη σε όλα, ακόμα και στον έρωτα, αφού ο νόμος παρεμβαίνει για να διορθώσει τη φύση, δίνοντας δικαιώματα στους μη προνομιούχους ή, καλύτερα, στις μη προνομιούχες, τις γριές και τις άσχημες. Κάπως έτσι κεντάει το έργο του ο Αριστοφάνης, σκορπίζοντας απλόχερα κωμικό υλικό μέσα στους αιώνες, χωρίς να ξέρουμε αν πράγματι, «αγαπάει» τις γυναίκες ή αν αντιδρά στο χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα της εποχής του. Ωστόσο, εκείνο που μετράει είναι ο τρόπος που παρουσιάζει τα στραβά και τ’ ανάποδα του ανθρώπου και της κοινωνίας κι ακριβώς αυτό τον φέρνει τόσο φρέσκο ανάμεσά μας. Η συγκεκριμένη παράσταση, παρά τη μεγάλη διάρκειά της, τα εμφανή αρνητικά της σε καίρια σημεία και τον πολύβουο και πολύμορφο χαρακτήρα της, τολμώ να πω πως αποπνέει φρεσκάδα, εξυπνάδα, ζωντάνια, που σπάνια δείχνουν σκηνοθετικές υπογραφές (για να μην πάμε μακριά, θυμάμαι εκείνη την άχρωμη και άοσμη παράσταση που είδαμε το 2015 στο Φεστιβάλ Φιλίππων και, μάλιστα, απ’ το Εθνικό Θέατρο), χωρίς να χάνεται το πνεύμα και η αντίληψη του κειμένου. Ολόκληρη η «οπτική» της παράστασης μοιάζει ν’ ακουμπά στις ίδιες κινητήριες δυνάμεις που γέννησαν τις «Εκκλησιάζουσες»: τη φθορά του παρόντος, την αυτοϋπονόμευση των μελλοντικών προοπτικών. Βρίσκοντας , λοιπόν, ευθύβολα τις ανάλογες αντιστοιχίες , το έργο μεταφέρεται στον 21ο αιώνα , όχι όμως σε απόλυτο χρονικό προσδιορισμό, αλλά έτσι όπως το βλέπει ο σημερινός άνθρωπος, με αποτέλεσμα να έχει το θέαμα τη μαγεία της ανάμνησης και της φυγής, η οποία κάνει απτή την πίεση της πραγματικότητας . Εύρημα ευφυές του σκηνοθέτη να μετακυλήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Χορό. Η Πραξαγόρα έγινε μια ομαδάρχισσα σε μια ομάδα από ισάξιες γυναίκες, τις οποίες ερμήνευσαν με μπρίο, κέφι, δυναμισμό, μαεστρία και σε απίστευτους ρυθμούς υπερταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί. Καθένας πρόσφερε πολύτιμο υλικό για να χτιστεί το οικοδόμημα των δυόμιση ωρών : Ο Βασίλης Παπαδόπουλος ως λεπτή «Μυτιληνιά» με ιδιότυπη προφορά. Πονηρή μα και πεντάμορφη «Σμυρνιά» ο Γιώργος Καρατζιώτης. Διαβολική «Καλαματιανή» ο Μάρκος Μπούγιας, ο οποίος έφερε και τη «Σοφία Φιλιππίδου» στην παράσταση. Κέρδισε το στοίχημα η «τσιγγάνα» – Μπαχτάλω του Δημήτρη Διακοσάββα. Έξοχη η «Πόντια», έτσι όπως την αναπαράστησε ο βετεράνος Τάκης Βαμβακίδης. Τσαχπίνα «Νέα», ο Βασίλης Παπαδημητρίου. Γαλιάντρα «Κρητικιά» ο Γιάννης Κρητικός, ο οποίος έλαμψε και με τη λύρα του. Μοσχοβολιστό μπουγαρίνι η «Ζακυνθινιά» του Γιώργου Μπανταδάκη. Ο Τιμόθεος Θάνος, μια Ελληνίδα Μακεδόνισσα που ξεσήκωσε τα πλήθη, ως κι οι πολέμιοι συλλαλητηρίων τη χειροκρότησαν με πάθος. ΄Αγρια και με τσαμπουκά η «Σπαρτιάτισσα» του Μάριου Δερβιτσιώτη. Μια απόγονος της Αφροδίτης η «Κύπρια» του Γιάννη Κουκουράκη. Από τη Δωδώνη ο Αστέρης Κρικώνης, από τη Θεσσαλία ο Στέφανος Οικονόμου και ο Θανάσης Τούμπουλης. Από τη Λήμνο ο Δημήτρης Τσέλιος και από την Κάτω Ιταλία ο Δημήτρης Παπαδάτος συμπλήρωσαν τον πολύμορφο χάρτη του Αλέξανδρου Ρήγα, ενώ ο Δημήτρης Σταρόβας και ο Κωνσταντίνος Ζαμπάρας ως γριές, αγαπήθηκαν και για τις ατάκες τους. Ο Μελέτης Ηλίας συμπαθής αλλά διεκπεραιωτικός Βλέπυρος. Ο Ιβάν Σβιτάιλο, που ευθύνεται και για τις χορογραφίες, έκανε αίσθηση περισσότερο ως χορευτής παρά σαν ηθοποιός. Εξαιρετική ιδέα η μετατροπή της Παράβασης σε ρόλο και η ανάθεσή του στον αειθαλή Γιώργο Κωνσταντίνου. Ήταν ένας αγανακτισμένος Έλληνας που καταχειροκροτήθηκε και για τη ζωντάνια του και για την εύστοχη αναγωγή στο σήμερα. Άλλωστε, η φράση «το καινούργιο ψέμα πουλάει» είναι διαχρονική και μόνιμη συνταγή της επιτυχίας. Ο ρόλος της Μελπομένης που προστέθηκε από τον σκηνοθέτη- διασκευαστή της κωμωδίας, γράφτηκε ειδικά για την Σοφία Μουτίδου, την οποία ο κόσμος υπεραγαπά. Έχει τον δικό της τρόπο να τον κερδίζει, όμως πλάτειασε επικίνδυνα, μεγεθύνθηκε η διάρκεια της παράστασης, υπερκαταναλώθηκε η μανιέρα της και αναπόφευκτα, διολίσθησε σε αισθητική «Δελφιναρίου». Ακριβώς το ίδιο συνέβη και με τον Αντώνη Λουδάρο. Επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και η Πραξαγόρα του δεν είχε ενδιαφέρον. Ή δεν ήθελε ή δεν κατάφερε ο σκηνοθέτης να τα συμμαζέψει και τα δυο από «χύμα κατάσταση» σε επίπεδο παράστασης αξιώσεων. Την Πραξαγόρα ο υποκριτής καλείται να την υπηρετήσει με μέτρο και ισορροπία. Διαφορετικά είναι παρενδυσία χωρίς κίνητρο. Ως αφετηρία, ως μπούσουλα, πρέπει ο ηθοποιός να έχει την ανδρική του φύση. Ναι μεν χρειάζεται ένας εκλεπτυσμός σε ορισμένα σημεία, αλλά τα κύρια χαρακτηριστικά της φωνής, της στάσης του και της ιδιαίτερης ματιάς του πρέπει να είναι προς την κατεύθυνση αυτή. Συμβαίνει ο συγκεκριμένος ρόλος να διαθέτει στοιχεία ήρωα - ηγέτη, πάντα όμως μέσα από τη σατιρική και σαρκαστική ματιά του Αριστοφάνη. Ατυχώς, αυτή η Πραξαγόρα με τα τόσα ακκίσματά της έδωσε εξαρχής εντύπωση γυναίκας κι όχι άνδρα που υποδύεται μια γυναίκα, η οποία- στην πλοκή- μεταμφιέζεται σε άνδρα. Αντίθετα, ο Χάρης Γρηγορόπουλος υπήρξε ένας υποδειγματικός Χρέμης. Έλεγχος εκφραστικών μέσων, κίνηση, μέγεθος ίσο με τον ρόλο. Τίποτα απ’ αυτά δεν είχε ο Ησαΐας Ματιάμπα. Τραγουδά καλά, παίζει ερασιτεχνικά. Τέλος, ο νεαρός ευειδής Θανάσης Πατριαρχέας ήταν ένας άριστος Νεοκλής και στην εμφάνιση και στην ερμηνεία του. Οι προσθήκες ποντιακών , κρητικών και άλλων παραδοσιακών και μη χορών, εξυπηρέτησαν την ιδέα του πανηγυριού με τεράστια επιτυχία. Ντόπιες ομάδες από την εκάστοτε περιοχή που ανεβαίνει η παράσταση, χαρίζουν ευδαιμονία στο κοινό κι εξυπηρέτηση στην παραγωγή. Οι Καβαλιώτες που χόρεψαν εδώ συγκίνησαν τους θεατές και εισέπραξαν επευφημίες. Οι μουσικές είτε παραδοσιακές είτε σύγχρονες , υποθέτω, ήταν επιλογές του σκηνοθέτη και κάλυψαν τις ανάγκες του εγχειρήματος, ενώ τα καλαίσθητα, λειτουργικά σκηνικά με αναγωγή στο αρχέτυπο, έφτιαξε ο Γιάννης Σπανόπουλος. Τα κοστούμια φέρουν την υπογραφή της ευφάνταστης Έβελιν Σιούπη. Η μουσική διδασκαλία στον έξοχο Χορό από τη Λία Βίσση. Ο Αριστοφάνης (και σ’ αυτήν την πρόταση που είδαμε στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων ως τελευταία παράσταση του φετινού καλοκαιρού), προτείνει την ισότητα, την οικονομική και ερωτική κοινοκτημοσύνη, εξαίρει τη δημοκρατία, προλαβαίνει το φεμινιστικό κίνημα κατά κάτι αιώνες, στήνει ένα σχεδόν αστυνομικό σκηνικό με παρασκηνιακές δράσεις και επιβεβαιώνει ότι το χιούμορ και η κωμωδία είναι άρρηκτα δεμένα με την ευφυΐα, με τον πολιτισμό, με την εξέλιξη, με το ίδιο το DNA των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Την ίδια στιγμή στήνει στον τοίχο τους σύγχρονούς του Αθηναίους, καυτηριάζοντας ανελέητα τον άσχημό τους εαυτό, που τον θεωρεί υπεύθυνο για τα δεινά της φυλής. Δεν ξέρω εάν το πλήθος ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα μιας θεατρικής παράστασης που ως λειτούργημα χαρακτηρίζεται κοινωνικό, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι διασκέδασε , ευχαριστήθηκε το μουσικοχορευτικό θέαμα, συμμετείχε στο πανηγύρι με γέλια, ευμενή σχόλια και δυνατά χειροκροτήματα, ενώ εκδήλωσε τον ενθουσιασμό του στο φινάλε με ιαχές ικανοποίησης και πολλά μπράβο . Έφυγε με μια βαθιά εκτόνωση στην ψυχούλα του. Μετάφραση: Πολύβιος Δημητρακόπουλος Διασκευή/Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ρήγας Φωτισμοί: Πέτρος Γάλλιας Σκηνικά: Γιάννης Σπανόπουλος Κοστούμια: Έβελιν Σιούπη Μουσική Διδασκαλία: Λία Βίσση Χορογραφίες: Ιβάν Σβιτάιλο Ενορχήστρωση Τραγουδιών: Αποστόλης Στίκας Κομμώσεις: Τρύφωνας Σαμάρας byBergmannKord Κοσμήματα: Viki ‘s Workshop by Viki Dasouki Ραφή κοστουμιών: Ρούλα Ζαχαράκη και Πανωραία Πολυζωγοπούλου Βοηθός Σκηνοθέτη: Αγνή Χιώτη Βοηθός Σκηνοθέτη: Αναστασία Μανιάτη Φωτογραφίες παράστασης: Τζοάννα Βρακά Βοηθός χορογράφου: Παλούκη Αρετή Λύρα κρητική: Γιάννης Κρητικός Λαούτο: Αντώνης Αναδρανιστάκης Ενορχήστρωση κρητικών τραγουδιών: Γιάννης Κρητικός Τα τραγούδια της παράστασης είναι βασισμένα στην ελληνική δημοτική μουσική παράδοση. Διανομή Πραξαγόρα: Αντώνης Λουδάρος Βλέπυρος: Μελέτης Ηλίας Ευφροσύνη: Δημήτρης Σταρόβας Μελπομένη: Σοφία Μουτίδου Κέφαλος: Ησαΐας Ματιάμπα Χρέμης: Χάρης Γρηγορόπουλος Φιλόδωρος: Ιβάν Σβιτάιλο Πασιφάη: Γιάννης Κρητικός Μοσκόρφω: Τάκης Βαμβακίδης Αγλαΐα: Κωνσταντίνος Ζαμπάρας Νεοκλής: Θανάσης Πατριαρχέας Στον ρόλο του «Έλληνα» ο Γιώργος Κωνσταντίνου Συμμετέχουν (με αλφαβητική σειρά) Μάριος Δερβιτσιώτης, Δημήτρης Διακοσάββας, Τιμόθεος Θάνος, Γιώργος Καρατζιώτης, Γιάννης Κουκουράκης, Αστέρης Κρικώνης, Δημήτρης Κρίτας, Γιώργος Μπανταδάκης, Μάρκος Μπούγιας, Στέφανος Οικονόμου, Δημήτρης Παπαδάτος, Βασίλης Παπαδημητρίου, Βασίλης Παπαδόπουλος, Θανάσης Τούμπουλης, Δημήτρης Τσέλιος, Γιώργος Φλωράτος. Υπόλοιποι σταθμοί περιοδείας ΤΕΤΑΡΤΗ 12/9/2018 ΠΑΠΑΓΟΥ - ΚΗΠΟΘΕΑΤΡΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21/9/2018 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΘΕΑΤΡΟ ΔΑΣΟΥΣ ΣΑΒΒΑΤΟ 22/9/2018 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΘΕΑΤΡΟ ΔΑΣΟΥΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 23/9/2018 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΘΕΑΤΡΟ ΔΑΣΟΥΣ |